Η εξέλιξη της φύσης δεν αντιφάσκει με την έννοια της Δημιουργίας, διότι η εξέλιξη προϋποθέτει τη δημιουργία όντων που εξελίσσονται
Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης
Εχει άραγε δίκιο ο Πάπας όταν διατείνεται ότι η θεϊκή Δημιουργία είναι απολύτως συμβατή με όλες τις εξελικτικές διεργασίες στη φύση; Είναι όντως εφικτή η ειρηνική συμβίωση της επιστήμης με τη θρησκεία, της θρησκευτικής πίστης με την επιστημονική έρευνα; Και πόσο συμβατή με το δόγμα της θεϊκής Δημιουργίας και Πρόνοιας είναι η ανατρεπτική ιδέα της αέναης, χωρίς κανέναν τελικό σκοπό βιολογικής εξέλιξης;
«Η Μεγάλη Εκρηξη, που θεωρείται σήμερα η απαρχή του κόσμου, δεν είναι ανακόλουθη με την επέμβαση ενός θεϊκού Δημιουργού, απεναντίας την απαιτεί. Η εξέλιξη της φύσης δεν αντιφάσκει με την έννοια της Δημιουργίας, διότι η εξέλιξη προϋποθέτει τη δημιουργία όντων που εξελίσσονται». Την άποψη αυτή διατύπωσε πρόσφατα όχι κάποιος φιλόθρησκος επιστήμονας αλλά η ύψιστη πνευματική αυθεντία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο πάπας Φραγκίσκος Α΄.
Μιλώντας στην Ποντιφική Ακαδημία των Επιστημών, στις 27-10-14, ο πάπας Φραγκίσκος έκρινε απαραίτητο να υπογραμμίσει το εξής: «Ο Θεός δεν είναι ένας θείος πρωτοτεχνίτης ή ένας μάγος, αλλά ο Δημιουργός που δίνει οντότητα σε όλες τις υπάρξεις. Η απαρχή του κόσμου δεν είναι έργο του χάους που οφείλει σε κάτι άλλο την προέλευσή του, αλλά προέρχεται άμεσα από την υπέρτατη Αρχή που δημιουργεί από αγάπη».
«Διαβάζοντας στο βιβλίο της “Γένεσης”», συνέχισε ο πάπας, «τη διήγηση της Δημιουργίας, υπάρχει ο κίνδυνος να φανταστούμε τον Θεό σαν έναν ταχυδακτυλουργό που με το μαγικό ραβδάκι στο χέρι μπορεί να κάνει οτιδήποτε. Ομως, δεν είναι έτσι.
Δημιούργησε τα έμβια όντα και τα άφησε να εξελιχθούν σύμφωνα με τους εσωτερικούς νόμους που Αυτός έδωσε στο καθένα, ώστε από μόνα τους να αναπτυχθούν και να επιτύχουν την πληρότητα της ύπαρξής τους».
Εξού και η προτροπή που απηύθυνε, στο τέλος της ομιλίας του, σε όλους τους επιστήμονες -χριστιανούς και μη- να συμμετέχουν ενεργά στη διατήρηση της δημιουργίας και με το έργο τους «να συμβάλουν στην κατασκευή ενός πιο ανθρώπινου κόσμου για όλους και όχι για μια ομάδα ή τάξη προνομιούχων».
Αν όμως, όπως ανακοίνωσε ο σημερινός πάπας, η επιστημονική προσέγγιση της γένεσης του σύμπαντος, της εξέλιξης της ζωής και του ανθρώπου είναι ουσιαστικά ορθή, τότε γιατί μέχρι σήμερα αυτές οι «θεωρίες» είτε πολεμήθηκαν λυσσαλέα είτε παρερμηνεύτηκαν συστηματικά από την Καθολική Εκκλησία;
Με αφορμή αυτές τις εντυπωσιακές δηλώσεις θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε το ακανθώδες ερώτημα: ισχύει αυτό που διατείνεται ο πάπας;
Η παπική «αναβάθμιση» της εξελικτικής θεωρίας
Οι όντως βαρυσήμαντες δηλώσεις του σημερινού πάπα έρχονται, φαινομενικά τουλάχιστον, σε ρήξη με την καθιερωμένη εκκλησιαστική παράδοση που, εδώ και αιώνες, επέβαλε την απόρριψη -ενίοτε και την καταδίκη!- κάθε αμιγώς φυσικής-επιστημονικής εξήγησης σχετικά με τη δημιουργία του Σύμπαντος και την εξέλιξη της ζωής πάνω στη Γη.
Πράγματι, μέχρι πρόσφατα η σύλληψη ενός δυναμικού -δηλαδή μη στατικού- φυσικού κόσμου και κυρίως η ιδέα τής δίχως κανέναν τελικό σκοπό ζωικής εξέλιξης αποτελούσαν έννοιες ταμπού επειδή αμφισβητούσαν και κατέρριπταν επιστημονικά κάποιες θεμελιακές αρχές της δυτικής θεολογίας.
Ωστόσο, με αυτήν την ιστορική παρέμβασή του, ο 266ος πάπας της Καθολικής Εκκλησίας, κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, υποδεικνύει σαφώς πως όχι μόνο είναι μάταιο αλλά και εξαιρετικά επιβλαβές για τη χριστιανική θρησκεία το να αμφισβητεί τις κατακτήσεις της σύγχρονης επιστήμης.
Πολύ πιο επωφελές θα ήταν να καταφέρει, επανερμηνεύοντας κατάλληλα το νόημα των επιστημονικών θεωριών, να τις ενσωματώσει στις βασικές θρησκευτικές αρχές. Και αυτό ακριβώς επιχείρησε να κάνει ο πάπας με αυτήν τη φαινομενικά ρηξικέλευθη και ανανεωτική παρέμβασή του.
Βέβαια ο πάπας Φραγκίσκος Α΄ δεν είναι ο πρώτος ποντίφικας που αποδέχεται την ισχύ των δαρβινικών θεωριών. Στις 22 Νοεμβρίου του 1951 πρώτος ο πάπας Πίος ΙΒ με σχετική εγκύκλιο ανακοίνωσε σε πιστούς και ιερείς της Καθολικής Εκκλησίας ότι η βιολογική εξέλιξη είναι απολύτως συμβατή με τη χριστιανική πίστη. Υπό δύο όμως προϋποθέσεις: 1) ότι δεν πρέπει να θεωρείται ως μία οριστικά αποδεδειγμένη θεωρία και 2) ότι η άυλη ψυχή των ανθρώπων δεν υπήρξε ποτέ ούτε προϊόν ούτε αντικείμενο της βιολογικής εξέλιξης.
Αργότερα, στις 21 Οκτωβρίου 1996, ο πάπας Ιωάννης-Παύλος Β΄ σε μια ανάλογη ομιλία του στην Ποντιφική Ακαδημία των Επιστημών, υποχρεώθηκε να παραδεχτεί ότι η συσσώρευση αποδείξεων υπέρ της εξέλιξης των ειδών καθιστούσε πλέον αυτήν την επιστημονική θεωρία «κάτι περισσότερο από μία απλή εικασία αλλά, αντίθετα, πρόκειται για αποδεδειγμένη φυσική διεργασία».
Οσο για τη γένεση του Σύμπαντος, αποτελεί κοινό μυστικό μεταξύ των κοσμολόγων ότι η κυρίαρχη σήμερα θεωρία της Μεγάλης Εκρηξης (του περίφημου «Big Bang»), μολονότι φυσική θεωρία, είναι ιδιαιτέρως αρεστή στους χριστιανούς, αφού παραπέμπει ρητά σε μια πρωταρχική, μοναδική και απολύτως ανεξήγητη πράξη γένεσης του «συν-παντός», κάτι ανάλογο δηλαδή και εξίσου μυστηριώδες και ανεξήγητο με τη βιβλική διήγηση περί Δημιουργίας.
Παρά την υπερβολική προβολή που δόθηκε από τα διεθνή ΜΜΕ στις πρόσφατες δηλώσεις του, ο πάπας Φραγκίσκος δεν έκανε τίποτα λιγότερο (αλλά και τίποτα περισσότερο!) από το να επαναλάβει την πάγια στρατηγική της Καθολικής Εκκλησίας να αποδέχεται κατόπιν εορτής -και εφόσον είναι αναγκασμένη- τις κυρίαρχες επιστημονικές εξηγήσεις αναφορικά με το «πώς» συνέβησαν ή συμβαίνουν κάποια φυσικά φαινόμενα, διεκδικώντας ωστόσο για τον εαυτό της και τους εκπροσώπους της το να έχει το μονοπώλιο να εξηγεί «γιατί» συνέβησαν ή συμβαίνουν τα συγκεκριμένα φυσικά και βιολογικά φαινόμενα.
Από τις θεολογικές στις κοσμολογικές παρανοήσεις
Στην πραγματικότητα, βέβαια, πρόκειται για εμφανείς διαστρεβλώσεις του πραγματικού νοήματος των θεωριών και κάθε άλλο παρά αθώες παρανοήσεις της επιστημονικής μεθόδου.
Για παράδειγμα, ο ισχυρισμός του ποντίφικα ότι «η Μεγάλη Εκρηξη δεν είναι ανακόλουθη με την επέμβαση ενός θεϊκού Δημιουργού, απεναντίας την απαιτεί» υποδεικνύει ότι ο πάπας Φραγκίσκος εξακολουθεί να πιστεύει (εσφαλμένα) αφενός ότι η γέννηση του Σύμπαντος είναι κάτι που συνέβη στον χρόνο και αφετέρου ότι υπήρξε μία σαφής προϋπάρχουσα αιτία που εξηγεί, υποτίθεται, το γιατί αυτό συνέβη.
Δύο εντελώς αυθαίρετες και ουσιαστικά εσφαλμένες επιστημονικά παραδοχές που σχεδόν ουδείς φυσικός επικαλείται σήμερα. Αντιθέτως, μεταξύ των κοσμολόγων υπάρχει πλέον ευρύτατη συναίνεση για το γεγονός ότι πρόκειται για ένα μοναδικό συμβάν στο όριο του χρόνου. Προβάλλοντας το φιλμ της κοσμικής εξέλιξης ανάποδα, φτάνουμε σε ένα οριακό σημείο όπου όλοι οι γνωστοί σήμερα νόμοι της Φυσικής δεν έχουν το ίδιο νόημα και άρα παύουν να ισχύουν. Σε αυτές τις οριακές συνθήκες, συνεπώς, οι γνωστές έννοιες του χρόνου και του χώρου στερούνται κάθε νοήματος!
Σύμφωνα με την ευρύτερα αποδεκτή σήμερα ερμηνεία των αστροφυσικών δεδομένων, το Σύμπαν προέκυψε μάλλον από ένα τέτοιο εξαιρετικά απίθανο γεγονός, από μια «ιδιομορφία», όπως λένε οι ειδικοί για να περιγράψουν την ασύλληπτη ιδέα ενός αφηρημένου «σημείου» το οποίο ωστόσο περιέκλειε τα πάντα σε άπειρη πυκνότητα και σε άπειρη θερμοκρασία, μέχρι τη «στιγμή» που, για κάποιον εντελώς ανεξήγητο λόγο, άρχισε να διαστέλλεται με εκρηκτικούς ρυθμούς. Κάπως έτσι περιγράφει η κοσμολογία τη Μεγάλη Εκρηξη, την πρωταρχική γενεσιουργό «πράξη» που πριν από περίπου 14 δισεκατομμύρια χρόνια δημιούργησε τα... πάντα.
Επειτα από τα όσα είπαμε δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι περισσότερες Εκκλησίες στη Δύση, με πρώτη και καλύτερη την Καθολική Εκκλησία, έσπευσαν να αποδεχτούν αυτήν την κοσμολογική θεωρία ως προφανή και αυταπόδεικτη επιστημονική βεβαιότητα. Ετσι, το 1951 ο πάπας Πίος ΙΒ΄, αναφερόμενος στη θεωρία της Μεγάλης Εκρηξης, υποστήριξε επίσημα ότι η δημιουργία του Σύμπαντος από τον Θεό πρέπει να θεωρείται πλέον όχι απλώς εξ αποκαλύψεως αλήθεια αλλά και ως επιστημονική βεβαιότητα.
Αποσιωπούσε ωστόσο σκοπίμως το γεγονός ότι ήδη από την εποχή του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου οι κοσμολογικές έρευνες ήταν επιρρεπείς σε θεολογικές και μεταφυσικές παρανοήσεις.
Πόσω δε μάλλον όταν η ιστορία της επιστήμης μάς αποκαλύπτει ότι συχνά οι επιστημονικές έρευνες αλλοιώνονται από τις θρησκευτικές προκαταλήψεις των ερευνητών, οι οποίοι συγχέουν την πρόσκαιρη και επισφαλή γνώση της επιστήμης τους, τη δεδομένη εποχή, με τις ανάγκες τους για απόλυτες βεβαιότητες που μόνο η θρησκευτική πίστη μπορεί να τους εξασφαλίσει!
Είναι η θρησκεία προϊόν θεϊκής ή φυσικής επιλογής;
Μολονότι είμαστε βιολογικά «εξοπλισμένοι» -από την εξέλιξή μας- για να διαπιστώνουμε εγκαίρως τη λογική συνοχή των πληροφοριών που δεχόμαστε από το περιβάλλον μας, πολύ συχνά αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε σε μια «νοητική παρακαμπτήριο», «επιλογή» η οποία εγκυμονεί ουκ ολίγους κινδύνους.
Για παράδειγμα, υιοθετούμε πολύ συχνά τη στρατηγική της «κοινωνικής εμπειρίας», την οποία περιέγραψε πρώτος το 1984 ο Αμερικανός ψυχολόγος Ρόμπερτ Τσαλντίνι (Robert Cialdini). Οποτε βρισκόμαστε σε κατάσταση γνωστικής αβεβαιότητας έχουμε την τάση να διαμορφώνουμε τις πεποιθήσεις μας με βάση αυτό που μας φαίνεται ικανό να πείσει τους περισσότερους συνανθρώπους μας. Οσο πιο ευρύτερα αποδεκτή φαίνεται να είναι μια πεποίθησή μας, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να γίνει αποδεκτή από το γνωστικό μας περιβάλλον.
Αυτή η ικανοποιητική σε πολλές περιπτώσεις στρατηγική, ενδέχεται ενίοτε να μας οδηγήσει στην αποδοχή εντελώς εσφαλμένων ιδεών. Κάτι που φαίνεται να το γνωρίζουν πολύ καλά από καιρό οι πνευματικές, θρησκευτικές και πολιτικές σέχτες. Τέτοιες μυστικές κοινότητες οργανώνουν αυστηρά τη ζωή των οπαδών τους και καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να περιβάλλονται πάντα από άτομα που έχουν κοινές με αυτούς απόψεις. Εξάλλου, στην ίδια λίγο πολύ κοινωνική και ψυχολογική αρχή στηρίζονται τα κόμματα όταν ισχυρίζονται π.χ. ότι «το 75% των πολιτών πιστεύει ότι έχουμε δίκιο» για να προωθήσουν ένα νομοσχέδιο, ή οι παραγωγοί κινηματογραφικών ταινιών όταν διατείνονται π.χ. ότι «ήδη 3 εκατομμύρια θεατών απόλαυσαν την ταινία» προκειμένου να διαφημίσουν μια νέα ταινία.
Η σύγχρονη νευροεπιστήμη τώρα αρχίζει να κατανοεί τους νευροεγκεφαλικούς και ψυχολογικούς μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από αυτά τα πολύπλοκα κοινωνικά παιχνίδια. Αν ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι το προϊόν μιας αδιάλειπτης εξελικτικής διεργασίας πολυπλοκοποίησης, τότε σε αυτήν την εξελικτική διαδικασία αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν δύο τουλάχιστον περιορισμοί.
Κατ' αρχάς, απέναντι στην πληθώρα των εξωτερικών ερεθισμάτων που δέχεται, ο εγκέφαλός μας οφείλει να είναι σε θέση να τα αναγνωρίζει και να μη διαχέεται από αυτά, αλλά να επικεντρώνεται στις πιθανές απειλές ή στις ευκαιρίες που συναντά. Δεύτερον, η συνολική ομοιόσταση, δηλαδή η εσωτερική αρμονία μεταξύ των τμημάτων του οργανισμού, δεν πρέπει να διαταράσσεται ποτέ από τις αποφάσεις του εγκεφάλου αλλά, αντίθετα, να ενισχύεται από αυτές.
Ολη η νευροχημική οργάνωση του εγκεφάλου μας τείνει να ικανοποιεί αυτές τις δύο θεμελιώδεις λειτουργικές αρχές. Για να τις ενισχύσει, μάλιστα, η βιολογική εξέλιξη οδήγησε στην ανάπτυξη ολοένα και πιο σύνθετων εγκεφαλικών μηχανισμών ηδονής και δυσφορίας-πόνου, που εξασφάλισαν την ανάδυση ολοένα και πιο σύνθετων σχημάτων συμπεριφοράς.
Οι άνθρωποι ακολουθούν δεκάδες θρησκείες, για να περιοριστούμε στις πιο βασικές. Γιατί στην πραγματικότητα είναι κυριολεκτικά χιλιάδες οι διαφοροποιήσεις, διακλαδώσεις, αιρέσεις, ιδιαίτερες πρακτικές των μικρότερων θρησκειών. Πώς όμως εξηγεί η σύγχρονη επιστήμη την καθολική και διαχρονική παρουσία του «θρησκευτικού αισθήματος», της προδιάθεσης των περισσότερων ανθρώπων σε αυτήν τη φαινομενικά «ανορθολογική» αλλά τόσο επίμονη και καθολική ψευδαίσθηση;
Μήπως πίσω από τις εμφανείς πολιτισμικές, γεωγραφικές, και ιστορικές διαφοροποιήσεις των επιμέρους θρησκειών κρύβεται ένα κοινό στοιχείο που το μοιράζονται όλοι οι πιστοί; Αυτό ακριβώς υποστηρίζει η Νευροθεολογία και αυτόν τον κοινό θρησκευτικό παρονομαστή αναζητά. Σε ό,τι αφορά όμως την εξήγηση αυτού του κοινού θρησκευτικού αισθήματος, δηλαδή της «αυθόρμητης» προδιάθεσης για πίστη σε υπερφυσικά όντα, οι απόψεις των ειδικών διίστανται.
Διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις της πίστης
Μια σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι η βιολογική εξέλιξη, μέσω της φυσικής επιλογής, ενίσχυσε την προδιάθεσή μας για θρησκευτική πίστη επειδή αυτή προωθούσε την υπακοή στους καινοφανείς και «αφύσικους» κανόνες της ανθρώπινης κοινωνικότητας.
Για παράδειγμα, ο επιφανής κοινωνικός βιολόγος Ντέιβιντ Σλόαν Γουίλσον (David Sloan Wilson) υποστηρίζει ότι η καλλιέργεια του κοινού θρησκευτικού αισθήματος θα πρέπει να ευνοήθηκε από τη φυσική επιλογή επειδή ενίσχυσε την κοινωνική συνοχή και τη συνεργασία μεταξύ των πρωτόγονων κοινωνικά ομάδων. Ομως αυτές οι εξελικτικές ανασυγκροτήσεις προϋποθέτουν μια προβληματική και αμφιλεγόμενη εξελικτική διαδικασία, την «επιλογή ομάδας», που δεν είναι αποδεκτή από την επικρατούσα σήμερα εξελικτική θεωρία (Νέα σύνθεση).
Μια διαφορετική εξελικτική προσέγγιση υποστηρίζει ότι η θρησκευτική προδιάθεση και η πίστη σε υπερφυσικά όντα δεν υπήρξαν ποτέ αντικείμενο της φυσικής επιλογής. Αντίθετα, αποτελούν απλώς τα «υποπροϊόντα» των νοητικών και γνωστικών ικανοτήτων του πολύπλοκου εγκεφάλου μας, τα οποία διαμορφώθηκαν από την εξέλιξη κατά το παρελθόν για να επιτελούν εντελώς διαφορετικές λειτουργίες.
Οπως πολύ χαρακτηριστικά υποστηρίζει ο Βρετανός εξελικτικός Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins) στο βιβλίο του «Η περί Θεού αυταπάτη» (κυκλοφορεί από τις εκδ. Κάτοπτρο): «Η θρησκευτική συμπεριφορά ίσως συνιστά μια δυσλειτουργία, μια αστοχία, το ατυχές παραπροϊόν μιας υποκείμενης ψυχολογικής τάσης η οποία σε άλλες συνθήκες είναι, ή ήταν κάποτε, χρήσιμη».