Στο όνομα της ενεργειακής απεξάρτησης από την Ρωσία, η Ευρώπη επέλεξε να επισημοποιήσει την πλήρη εξάρτησή της από τις ΗΠΑ. Κάθε αμφιβολία περί αυτού διαλύθηκε τα τελευταία εικοσιτετράωρα ύστερα από τις αποφάσεις της συνόδου κορυφής των 27 ηγετών της Ευρ. Ένωσης με την παρουσία του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν και στη σκιά της συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες.

Πέρα από τα πολλά προβλήματα υλοποίησης των σχετικών αποφάσεων, η εξέλιξη αυτή φωτίζει ακόμη περισσότερο και άλλες πτυχές για το ποιοι είναι οι πραγματικά κερδισμένοι -και αντίστοιχα ηττημένοι- από τον πόλεμο που προκλήθηκε στην Ουκρανία και ένα μήνα μετά συνεχίζει να μαίνεται. Ήδη, ανεξάρτητα από την ακριβή έκβαση που θα έχουν κάποια στιγμή οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, έχουν αρχίσει να συντάσσονται στα μεγάλα κέντρα αποφάσεων της Δύσης αναλύσεις για το οικονομικό κόστος που συνεπάγεται η εισβολή -όχι μόνο άμεσα αλλά και μεσομακροπρόθεσμα- για την ίδια την Ρωσία. Κι αυτό διότι μετά το πολεμικό σκέλος όλοι προετοιμάζεται για την επόμενη ημέρα στην παγκόσμια οικονομία και τις νέες ισορροπίες που θα διαμορφωθούν.

Τα κέντρα εξουσίας της Δύσης ευελπιστούν ότι ακόμη κι αν νικήσει στρατιωτικά η Μόσχα, δεν θα αντέξει οικονομικά και γι αυτό επιχειρεί να κλιμακώσει στο πεδίο αυτό τον πόλεμο φθοράς υπολογίζοντας μάλιστα ότι η παράταση των επιχειρήσεων θα κάνει χειρότερα τα πράγματα. Από την άποψη αυτή η (απαράδεκτη και επικίνδυνη για τη θέση της Ελλάδας) δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Μιλτ. Βαρβιτσιώτη ότι στόχος των κυρώσεων είναι η ανατροπή του Πούτιν μέσω εσωτερικής αναταραχής αντανακλά τους μύχιους πόθους των πιο σκληροπυρηνικών κύκλων της Ουάσινγκτον. 

Από την άλλη πλευρά όμως γίνεται σαφές ότι οι κυρώσεις δεν μπορούν να σταματήσουν πια την Ρωσία η οποία άλλωστε από το το 2014 και μετά έχει προετοιμαστεί για την ελαχιστοποίηση των ζημιών. Επιπλέον η συνέχιση του πολέμου εκτός από τα υφιστάμενα προβλήματα τείνει να δημιουργήσει και νέα με την Κίνα, ίσως και στην Μέση Ανατολή καθώς το Ιράν βλέπει τα νέα δεδομένα ως τη δική του ευκαιρία. Οι πιθανές νέες εστίες έντασης και η άρνηση αναγνώρισης του πολυπολικού κόσμου απειλούν να συρρικνώσουν ακόμη περισσότερο την επιρροή της δύσης και πάντως εξαντλούν οικονομικά και κοινωνικά την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σε αυτό το παιχνίδι η Ευρώπη και οι χώρες της -μεταξύ των οποίων και η δική μας- μπαίνει ήδη με καθαρό μειονέκτημα, έχοντας αποφασίσει να γίνει δορυφόρος των ΗΠΑ με άγνωστο προς το παρόν το μέγεθος των συνεπειών σε όλα τα επίπεδα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες -που φυσικά δεν διαθέτουν καν το διαμέτρημα των προκατόχων τους από την εποχή που οραματίσθηκαν την ένωση- άρχισαν να αντιλαμβάνονται με καθυστέρηση ότι η επιβολή κυρώσεων και δη επιπρόσθετων αποδεικνύεται μια εξόχως αυτοκτονική κίνηση για τη γηραιά ήπειρο. Όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι στη διάρκεια της συνόδου κορυφής σχηματίστηκαν ουσιαστικά δύο μπλοκ. Το ένα αποτελούσαν κυρίως οι αμερικανόφιλες χώρες -προεξάρχουσας της Πολωνίας- που ζήτησαν να αποφασιστούν άμεσα και νέες σκληρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Στον αντίποδα βρέθηκε η Γερμανία και χώρες όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο που αντέδρασαν θεωρώντας ότι οι επιπλέον κυρώσεις είναι πέραν των αντοχών της Ευρώπης. 

Στην πραγματικότητα πρόκειται περί ενός μπρα-ντε-φερ Βερολίνου και Ουάσινγκτον για το πώς θα κατανεμηθεί πλέον η ισχύς μεταξύ των δύο κυριότερων πόλων της δυτικής συμμαχίας. Η Γερμανία, διεκδικώντας την περαιτέρω ενδυνάμωσή της και ως στρατιωτική δύναμη, δεν θέλει να υποστεί και οικονομικές απώλειες από την πλήρη διάρρηξη της “ειδικής σχέσης” με την Μόσχα από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλωστε οι υποδομές που διαθέτει αυτή τη στιγμή δεν είναι τέτοιες που θα της επέτρεπαν την απόλυτη απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Δεν πέρασε μάλιστα απαρατήρητο ότι από την καθιερωμένη “οικογενειακή φωτογραφία” των ηγετών, το βράδυ της Πέμπτης, απουσίαζε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς. Η (επίσημη) εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι καθυστέρησε να φθάσει λόγω πολύωρων διαβουλεύσεων στον κυβερνητικό συνασπισμό για τα (γενναία) μέτρα στήριξης που τελικώς συμφωνήθηκαν για τους Γερμανούς πολίτες.

Ενδεικτική του κλίματος είναι και η σύρραξη που ξέσπασε κατά τη σύνοδο αργά την Παρασκευή μεταξύ Ισπανίας και Γερμανίας -αλλά και της Ολλανδίας και των Σκανδιναβικών χωρών - για την τιμή της ενέργειας. Η ισπανική πλευρά ζήτησε προσωρινή παρέμβαση στην αγορά και τον καθορισμό ορίου προκαλώντας την αντίδραση ότι ο περιορισμός στην τιμή του φυσικού αερίου στη χονδρική αγορά και η αποζημίωση των εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας για τη διαφορά θα σήμαινε στρέβλωση της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Πρακτικά η αποσύνδεση του φυσικού αερίου από τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος θα στερήσει κεφάλαια από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που επενδύουν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που σημαίνει πολύ απλά ότι οι καταναλωτές μέσω των λογαριασμών είναι οι χρηματοδότες των ιδιωτικών επενδύσεων στην ενέργεια...

Την ίδια ώρα σε μεγάλη παγίδα απειλεί να εξελιχθεί η δήλωση του Τζο Μπάιντεν ότι δεσμεύεται να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να αυξήσει τις εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά 66%. Κι αυτό διότι τα 15.000 εκατομμύρια κυβικά μέτρα που υποσχέθηκε είναι μόλις το 10% τού φυσικού αερίου που αγοράζει η Ευρώπη από την Ρωσία. Για να αγοράσει δε το αμερικανικό LNG η Ευρώπη πρέπει να πληρώσει εξαιρετικά υψηλές τιμές, κάτι που προοινωνίζεται και μεγάλες αυξήσεις...

Σε κάθε περίπτωση φαίνεται καθαρά ότι οι ίδιοι ηγέτες, την ώρα που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την “ελευθερία και δημοκρατία” που απειλείται στην Ουκρανία από τον “εγκληματία πολέμου” Πούτιν, έχουν πάρει και τη μεζούρα για να μετρήσουν τα επί μέρους συμφέροντά τους και τις προτεραιότητες στο νέο σκηνικό. Κι ένας από εκείνους, εάν όχι ο μόνος, που βιάστηκαν να “τα δώσουν όλα” χωρίς να έχει σταθμίσει όλες τις παραμέτρους και δίχως ανταλλάγματα, ήταν ο Κ. Μητσοτάκης. Έτσι υπό το βάρος της τεράστιας ζημιάς υποχρεώθηκε κι αυτός σε μερική αναδίπλωση δηλώνοντας -με μεγάλη καθυστέρηση- στο CNN ότι “πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε οι κυρώσεις να μη βλάψουν περισσότερο εμάς από ό,τι τη Ρωσία”.

 Ήδη πάντως το τσουνάμι στην ελληνική κοινωνία και οικονομία μεγαλώνει ημέρα με την ημέρα, οι προβλέψεις γίνονται διαρκώς πιο δυσοίωνες και η κυβέρνηση που απειλείται με πλήρη απώλεια του ελέγχου βλέπει επί του παρόντος τα ποσοστά της -ακόμη και στις συστημικές δημοσκοπήσεις των καναλιών- να υποχωρούν θεαματικά από μήνα σε μήνα. Κατά τον ίδιο τρόπο ο κ. Μητσοτάκης εγκλωβίστηκε με τη σπουδή του να στείλει και πολεμικό υλικό στην Ουκρανία, κόβοντας κάθε γέφυρα με την Μόσχα την ώρα που ο Τ. Ερντογάν -όπως έδειξαν και οι εικόνες από τις Βρυξέλλες- εξακολουθεί ως επιτήδειος ουδέτερος να είναι από τους κομβικούς παίκτες στο πεδίο της πολεμικής διαπραγμάτευσης. Πολλά ερωτήματα έχει γεννήσει μάλιστα το γεγονός ότι μετά την προχθεσινή συνομιλία του κ. Μητσοτάκη με τον Β. Ζελένσκι και την πρόκλησή του να μιλήσει στην ελληνική Βουλή, ο πρόεδρος της Ουκρανίας σε ανάρτησή του στο τουίτερ έγραψε ότι με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας “συζητήθηκε (και) η αμυντική συνεργασία των δύο χωρών” δίχως περισσότερες διευκρινήσεις...
 Ανδρέας Καψαμπέλης


 
Top