Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δεν είχε πει ποτέ τη φράση που του αποδίδεται ότι, λόγω του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, “η Γερμανία πρέπει να βομβαρδίζεται κάθε 50 χρόνια, δεν έχει σημασία να ξέρεις τον λόγο. Τον ξέρουν αυτοί”. Αυτό που όμως είχε πει όντως μιλώντας στη γερμανική βουλή με αφορμή τη δημιουργία της “Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα” -όταν δεν ήταν πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας- ήταν ότι ευρωπαϊκή ένωση χωρίς την Γερμανία δεν μπορεί να γίνει αλλά και ότι ένωση της Ευρώπης σημαίνει Γερμανία...

Εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά, η Γερμανία έχει επαληθεύσει ήδη αυτή την πρόβλεψη ως προς το οικονομικό σκέλος. Ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται ότι τώρα ξυπνάει τη δίψα της να (ξανα)γίνει όχι μόνο στρατιωτική υπερδύναμη αλλά και πυρηνική!

Το κλίμα που επικρατεί τις τελευταίες εβδομάδες στη ισχυρότερη ευρωπαϊκή χώρα -που ηττήθηκε στους δύο παγκοσμίους πολέμους- είναι αρκετά αλλόκοτο. Η εικόνα των μελών του Μπούντεσταγκ να χειροκροτούν με θέρμη τον πρόεδρο της Ουκρανίας Β. Ζελένσκι μετά την (μέσω βιντεοσύνδεσης) ομιλία του και τη σκληρή επίθεσή του κατά της Ρωσίας και του Πούτιν, δεν ήταν πάντως πρωτοφανής. Είχε προηγηθεί, λίγες ημέρες νωρίτερα, η πανηγυρική έγκριση από όλες ουσιαστικές τις πολιτικές πτέρυγες της απόφασης για εγκατάλειψη της Ostpolitik του Βίλι Μπραντ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και των “εδικών σχέσεων” με το ανατολικό μπλοκ και για την έναρξη ενός εξοπλιστικού προγράμματος ύψους 100 δις ευρώ μέσω ειδικού ταμείου που θα συμπεριληφθεί και στο γερμανικό σύνταγμα. Κι αν ο Τζο Μπάιντεν αποκάλεσε τώρα τον Πούτιν “εγκληματία πολέμου”, αυτοί οι χαρακτηρισμοί είχαν ακουστεί πρώτη φορά στο γερμανικό κοινοβούλιο πριν από τρεις εβδομάδες. Ουσιαστικά από την ώρα εκείνη η Γερμανία είχε μπει και στην “πόλεμο” με την Ρωσία, έστω κι αν αυτό δεν συνοδεύτηκε με την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων όπως άλλωστε έκανε και ολόκληρο το ΝΑΤΟ.

Αυτή η στροφή του Βερολίνου όμως έχει στρατηγικό χαρακτήρα. Μπορεί μάλιστα στη γερμανική κοινή γνώμη να έχει υποχωρήσει το πάθος των πρώτων ημερών, αλλά οι πολιτικές αποφάσεις έχουν ληφθεί επηρεάζοντας δραματικά το παγκόσμιο σκηνικό της επόμενης ημέρας του πολέμου. Ο κύβος φαίνεται ότι έχει ριφθεί. Καθοριστική ως προς αυτό και η επίσκεψη του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν στην Ευρώπη για την έκτακτη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ αλλά και τη σύνοδο κορυφής των 27 ηγετών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πραγματοποιείται στις Βρυξέλλες.

Στο φόντο των συνομιλιών του κ. Μπάιντεν θα βρίσκεται σύμφωνα με καλά ενημερωμένους παράγοντες και η σταδιακή διαμόρφωση ενός νέου status για τη σταδιακή “απόσυρση” των ΗΠΑ από την Ευρώπη και τη μεταβίβαση της ανάλογης ισχύος προς την Γερμανία η οποία επιδιώκει να ολοκληρώσει την οικονομική ηγεμονία της με τη στρατιωτική και τη διπλωματική. Ήδη πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία εντείνονταν οι φωνές που έλεγαν ότι “το 2022 θα πρέπει να είναι η χρονιά της ευρωπαϊκής άμυνας ενώ με την έναρξη της ρωσικής εισβολής ύπατος εκπρόσωπος Εξωτερικών της Ευρ. Ένωσης Ζοζέπ Μπορέλ είπε πολύ κυνικά ότι ««είναι ένα ταμπού που πέφτει το ότι «η ΕΕ είναι ένωση ειρήνης». Στο μεταξύ προστίθενται και εκείνοι που σε διάφορες χώρες, όπως και στη δική μας, δηλώνουν ότι έφτασε η ώρα για τη δημιουργία και του ευρωστρατού.

Καθώς λοιπόν όλοι αναγνωρίζουν ότι η επόμενη ημέρα του πολέμου, όποια έκβαση κι αν έχει, φέρνει ιστορικές αλλαγές, οι εξελίξεις έχουν ανοίξει την όρεξη στο Βερολίνο να γίνει υπερδύναμη με όλη τη σημασία της λέξης. Στο πλαίσιο αυτό αναζωπυρώνονται και οι σχεδιασμοί για να αποκτήσει πυρηνικά όπλα ώστε να μπορεί να ξεπεράσει και στο πεδίο αυτό τη Γαλλία που είναι από παλιά πυρηνική δύναμη.

Ενδιαφέρον έχει ότι η συζήτηση αυτή στην Γερμανία έχει ξεκινήσει επισήμως και πριν τον πόλεμο την Ουκρανία. Η τελευταία φορά ήταν τον Μάιο του 2020 όταν -εν μέσω πανδημίας- με αφορμή τα σχέδια για τον εκσυγχρονισμό της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας, η τότε υπουργός Αμυνας Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ ήθελε να παραγγείλει 45 αμερικανικά μαχητικά F-18, τα οποία μπορούν να εξοπλιστούν με αμερικανικά ατομικά όπλα, για να αντικαταστήσουν τα μαχητικά Tornado, τα οποία δεν έχουν αυτήν τη δυνατότητα. Σε γερμανικό έδαφος άλλωστε - στη στρατιωτική βάση Μπούχελ στο κρατίδιο Ρηνανία-Παλατινάτο στην Κεντρική-Δυτική Γερμανία- οι ΗΠΑ διατηρούν πυρηνικές κεφαλές ως μέρος της νατοϊκής ατομικής ομπρέλας και το βασικό επιχείρημα ήταν από τότε ότι η αγορά των αμερικανικών αεροσκαφών εγγυάται τη «γερμανική συμμετοχή» στην αποτρεπτική ομπρέλα του ΝΑΤO. Τότε οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν αντιδράσει έντονα αλλά σήμερα βρίσκονται στην κυβέρνηση και ο Ολαφ Σολτς είναι εκείνος που ανέτρεψε, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, όλα τα μεταπολεμικά δόγματα της Γερμανίας.

Το μεγάλο πρόβλημα (τους) είναι ότι στην γερμανική κοινωνία δεν έχουν ξεπεραστεί ακόμη πλήρως τα ενοχικά σύνδρομα για το ναζιστικό παρελθόν της χώρας και τις θηριωδίες που έγιναν επί Χίτλερ. Αυτό δεν είναι μια υπερβολή αν ληφθεί υπόψη η τεράστια ενόχληση που προκαλούσαν στο γερμανικό κατεστημένο οι συγκρίσεις που γίνονταν με το Γ' Ράιχ όταν ξεκίνησε από το 2010 σε χώρες όπως η Ελλάδα η μνημονιακή δικτατορία. Οι εικόνες της Μέρκελ και του Σόιμπλε με στολές Ναζί μόλις έφθαναν στην γερμανική πρωτεύουσα ανέβαζαν τον πυρετό κατακόρυφα και ενεργοποιούσαν ανακλαστικά. Κι αν ο φόβος για το “Δ' Ράιχ” στηρίχτηκε επί περίπου μια δεκαετία στο οικονομικό πεδίο, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς τι μπορεί να συμβεί τώρα που προστίθεται και το στρατιωτικό...

Αρκετοί από τους πολιτικούς στην Γερμανία μάλιστα φαίνεται να φοβούνται ότι αν βιαστούν να περάσουν τις κόκκινες γραμμές που είχαν χαραχτεί μετά το 1944, θα προκαλέσουν τα αντίθετα αποτελέσματα στην κοινή γνώμη τους σε πολλά επίπεδα και όχι μόνο της ιστορικής μνήμης. Μπορεί για παράδειγμα τώρα πολλοί Γερμανοί να εκδηλώνουν ενδιαφέρον για Ουκρανούς πρόσφυγες -όταν μέχρι πριν από λίγο καιρό, όπως έχουμε βιώσει πολύ καλά και εμείς στην Ελλάδα, οι μετανάστες από ασιατικές χώρες ήταν για τους ίδιους απαγορευμένη λέξη- αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα επικρατούν ανάλογες διαθέσεις όταν οι σημερινές χιλιάδες που περνούν τα σύνορα γίνουν εκατομμύρια. Πολιτικοί παρατηρητές στο Βερολίνο σχολιάζουν μάλιστα με νόημα ότι τόσο οι Ουκρανοί όσο και οι Πολωνοί συνομιλητές της γερμανικής πολιτικής τάξης καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να τους πείσουν ότι -σε πλήρη αντίθεση με το ιστορικό παρελθόν- πρέπει να απαλλαγούν από αυτά τα σύνδρομα και να αναλάβουν πιο ενεργό δράση κατά του Πούτιν. Το βασικό επιχείρημά τους είναι ανάλογο με αυτό του Ζελένσκι σε ο,τι αφορά την εισβολή από την Ρωσία: “Εμείς είμαστε μόνο η αρχή”. Η πίεση αυτή μάλιστα ενίοτε βγαίνει και εκτός ορίων με αποτέλεσμα να προκαλούνται αντιδράσεις όπως συνέβη προ ημερών με την έντονη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό του SPD για τον πρεσβευτής της Ουκρανίας στο Βερολίνο 'Αντριζ Μέλνικ ...
Ανδρέας Καψαμπέλης
 
Top