Στο προσκήνιο επαναφέρει τους ελληνικούς υδρογονάνθρακες η στρατηγική απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο, που επισπεύδεται μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και παράλληλα η παράταση ζωής που πήρε το φυσικό αέριο ως καύσιμο – γέφυρα για την ενεργειακή μετάβαση, με την αναγνώρισή του ως πράσινη επένδυση.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε σαφή από το βήμα της Βουλής την απόφαση της κυβέρνησης να διερευνήσει τις υποθαλάσσιες περιοχές της Κρήτης (νότια και νοτιοδυτικά) και του Ιονίου ώστε να υπάρξει για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη εικόνα των πιθανολογούμενων κοιτασμάτων φυσικού αερίου και να προχωρήσει στη συνέχεια η εκμετάλλευσή τους, εφόσον αξιολογηθεί ότι η δυναμικότητά τους μπορεί να έχει ένα ισχυρό αποτύπωμα στην ελληνική οικονομία και να τη μετασχηματίσει. Μέσα στην εβδομάδα μάλιστα, όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός προανήγγειλε, αναμένονται σχετικές ανακοινώσεις, οι οποίες σύμφωνα με πληροφορίες θα αφορούν αποφάσεις και συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για την εκκίνηση των ερευνητικών εργασιών στις δύο περιοχές της Κρήτης που έχουν παραχωρηθεί σε κοινοπραξία των Τotal – ExxonΜobil – EΛΠΕ και του Ιονίου που έχει παραχωρηθεί στα ΕΛΠΕ.
Οι σεισμικές έρευνες και οι ερευνητικές γεωτρήσεις που θα ακολουθήσουν θα δείξουν εάν επιβεβαιώνονται οι ενδείξεις βάσει γεωφυσικών – γεωλογικών δεδομένων για περισσότερους από 30 στόχους στις τρεις περιοχές. Μελέτη της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) που έγινε για την περιοχή νοτίως της Κρήτης, με τα πιο σύγχρονα γεωφυσικά δεδομένα, έχει αναδείξει νέες δομές οι οποίες μοιάζουν με τα δύο γνωστά γεωλογικά μοντέλα της Ανατολικής Μεσογείου, δηλαδή τύπου Λεβιάθαν (Ισραήλ) και Ζορ (Αίγυπτος). Πρόκειται για τα μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου που ανακαλύφθηκαν στις ΑΟΖ Ισραήλ και Αιγύπτου αντίστοιχα και άλλαξαν τα γεωπολιτικά δεδομένα στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Σύμφωνα με στοιχεία που είχε παρουσιάσει το 2019 στέλεχος των ΕΛΠΕ σε κλειστή συνάντηση για τους υδρογονάνθρακες, η ανάλυση των σεισμικών δεδομένων της περιοχής της Κρήτης δείχνει κοίτασμα 280 δισ. κ.μ. αερίου, το οποίο εάν επιβεβαιωθεί θα μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς για σχεδόν 50 χρόνια. Η συνολική αξία των ελληνικών κοιτασμάτων υπολογίζεται από την ΕΔΕΥ στα 250 δισ. ευρώ.
Οι πιθανοί στόχοι στην Κρήτη βρίσκονται σε πετρώματα θαμμένα βαθιά κάτω από τον βυθό της θάλασσας, σε βάθη που ξεπερνούν κατά πολύ τα 1.500 μέτρα.
Τα δύο «οικόπεδα» δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, που έχουν παραχωρηθεί στην κοινοπραξία των Τotal – ExxonΜobil – EΛΠΕ έπειτα από διεθνή διαγωνισμό το 2017 που προκάλεσαν οι ίδιες, εκτείνονται σε μία έκταση 40.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (όσο περίπου η έκταση της Πελοποννήσου). Αντίστοιχα το οικόπεδο βορειοδυτικά του Ιονίου που παραχωρήθηκε στα ΕΛΠΕ εκτείνεται σε 6.671 τετραγωνικά χιλιόμετρα και οι γεωλογικές δομές του προσομοιάζουν με αυτές στην περιοχή της Αδριατικής όπου έχουν εντοπιστεί εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα.
Για την περαιτέρω διερεύνηση των τριών υποθαλάσσιων περιοχών απαιτούνται σεισμικές έρευνες και ερευνητικές γεωτρήσεις, ένα πρόγραμμα διάρκειας 2,5 ετών τουλάχιστον. Από απόψεως επενδύσεων θα απαιτηθούν περί τα 3 εκατ. δολάρια ανά περιοχή για τις γεωφυσικές έρευνες και περί τα 80-120 εκατ. δολάρια για κάθε ερευνητική γεώτρηση, που για κάποιες δύσκολες τεχνικά περιπτώσεις –που επιβάλλουν λόγοι περιβαλλοντικής προστασίας– μπορεί να φτάσει και τα 150 εκατ. δολάρια. Οι πιθανοί στόχοι στην περιοχή της Κρήτης, σύμφωνα με την ΕΔΕΥ βρίσκονται σε πετρώματα θαμμένα βαθιά κάτω από τον βυθό της θάλασσας, σε βάθη που ξεπερνούν κατά πολύ τα 1.500 μέτρα. Ο μέσος όρος βάθους νερού σε αυτές τις περιοχές ξεπερνάει τα 2.500 μέτρα και σε πολλές περιπτώσεις φτάνει τα 3.500 μέτρα, παράγοντας που ανεβάζει το κόστος των επενδύσεων. Μια πλήρης διερεύνηση των τριών περιοχών προϋποθέτει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρμοδίων παραγόντων, πέντε με έξι ερευνητικές γεωτρήσεις.
Η κυβέρνηση αναμένεται να δώσει το επόμενο διάστημα ένα ισχυρό σήμα αποφασιστικότητας προς τις ανάδοχες εταιρείες, που δεν το είχαν το προηγούμενο διάστημα, απόρροια του γενικότερου αρνητικού περιβάλλοντος που διαμόρφωσε η κατρακύλα των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου τη διετία 2019 και 2020 και η στρατηγική αποεπένδυσης των πετρελαϊκών εταιρειών. Στην περίπτωση που οι ανάδοχες εταιρείες δεν κινητοποιηθούν, πληροφορίες φέρουν την κυβέρνηση να τις αντικαθιστά με εταιρείες που μάλιστα έχει βρει ήδη. Για να κερδηθεί το στοίχημα απαιτείται σε κάθε περίπτωση ισχυρή πολιτική βούληση και σταθερό και μακροχρόνιο θεσμικό πλαίσιο που να καλύπτει τον μακρύ ορίζοντα ανάπτυξης επενδύσεων σε έρευνα και εκμετάλλευση (πάνω από δεκαετία).