Έφυγε από τη ζωή το πρωί της Δευτέρας, στις 9:30 (ώρα Ιταλίας) σε ηλικία 86 ετών ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε ραγδαία τις τελευταίες ώρες, ενώ νοσηλευόταν από την Παρασκευή στο νοσοκομείο San Raffaele του Μιλάνου.
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι εφημερίδες Repubblica και Corriere, η κατάσταση του Ιταλού πρώην πρωθυπουργού «ήταν πολύ σοβαρή», ενώ για τον σκοπό αυτό, στο νοσοκομείο του Μιλάνου έφτασαν το πρωί της Δευτέρας ο αδερφος του, Πάολο και τα παιδιά του, Μαρίνα, Ελεονόρα, Μπάρμπαρα και Πιερ.
Ο ηγέτης της «Φόρτσα Ιτάλια» είχε νοσηλευτεί αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια. Πριν από τις εισαγωγές του Απριλίου και του Μαρτίου, είχε νοσηλευτεί για μια μάλλον σοβαρή ουρολοίμωξη τον Ιανουάριο του 2022. Τον Σεπτέμβριο του 2020 αναγκάστηκε να παραμείνει υπό την επίβλεψη των γιατρών για πνευμονία που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό.
Πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω στο χρόνο, υπάρχουν στη συνέχεια δύο εισαγωγές για χειρουργική επέμβαση -το 2019 για την αφαίρεση μιας εντερικής απόφραξης και το 2016 για μια εγχείρηση καρδιάς- και η εισαγωγή του 2009 μετά την επίθεση που υπέστη στην Πιάτσα Ντουόμο στο Μιλάνο.
Ο Μπερλουσκόνι πέρασε επίσης κάποιο χρονικό διάστημα στο San Raffaele λόγω ενός προβλήματος στα μάτια. Νοσηλεύτηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2013, προκαλώντας μεγάλη αντιπαράθεση καθώς βρισκόταν εν μέσω της δίκης Ruby, και για δεύτερη φορά τον Νοέμβριο του 2014. Επιπλέον, τον Μάιο του 1997, του αφαιρέθηκε ένας κακοήθης όγκος από τον προστάτη του.
Ποιος ήταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι
O Ιταλός πρώην πρωθυπουργός και επιχειρηματίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος απεβίωσε σήμερα στο νοσοκομείο Σαν Ραφαέλε της Ρώμης σε ηλικία 86 ετών, είχε γεννηθεί στο Μιλάνο στις 29 Σεπτεμβρίου του 1936.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών νομικής, στην αρχή της δεκαετίας του '60, άρχισε να δραστηριοποιείται στον οικοδομικό τομέα. Από το 1969 μέχρι και το 1976, με τις εταιρίες του έχτισε σειρά οικοδομικών συγκροτημάτων και δημιούργησε ουσιαστικά τις περιοχές «Μιλάνο 2» και «Μιλάνο 3», κοντά στην ιταλική συμπρωτεύουσα.
Τον Νοέμβριο του 1980 ίδρυσε την πρώτη μεγάλη, ιταλική ιδιωτική τηλεόραση (Canale 5), η οποία άρχισε αμέσως να ανταγωνίζεται την δημόσια ραδιοτηλεόραση της Rai. Το 1982 στον τηλεοπτικό του όμιλο προστέθηκε το κανάλι Italia Uno και το 1984 το Rete 4.
Παράλληλα, το 1991 κατάφερε να ελέγξει την πλειοψηφία του πακέτου μετοχών του εκδοτικού οίκου Arnoldo Mondadori ενώ στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες συγκαταλέγονταν τα πολυκαταστήματα Standa και οι ασφάλειες Mediolanum. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, απέκτησε τηλεοπτικά κανάλια στην Ισπανία, τη Γερμανία και, για σύντομο χρονικό διάστημα, στη Γαλλία.
Ο Μπερλουσκόνι ουσιαστικά μετατράπηκε στο απόλυτο σύμβολο του επιτυχημένου επιχειρηματία, με συνεχή ανάληψη νέων πρωτοβουλιών. Σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές, η δημιουργία της ιταλικής, τηλεοπτικής του αυτοκρατορίας κατέστη δυνατή χάρη στη στενή φιλία του με τον σοσιαλιστή πρώην πρωθυπουργό Μπετίνο Κράξι, αλλά κανείς δεν αμφισβήτησε τις οργανωτικές του ικανότητες και τον εντυπωσιακό του δυναμισμό.
Από το 1986 και για τα επόμενα τριάντα χρόνια ήταν παράλληλα ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας της Μίλαν, η οποία κατέκτησε πολλά τρόπαια και έγινε από τις ισχυρότερες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τον Ιανουάριο του 1994 κάνει την μεγάλη στροφή: από τον επιχειρηματικό τομέα, ο Μπερλουσκόνι επεκτείνεται στο πεδίο της πολιτικής, με την ίδρυση του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια.
Αιτιολογεί την απόφασή του αυτή δηλώνοντας ότι «υπάρχει ορατός κίνδυνος κατάκτησης της εξουσίας από μέρους της αριστεράς και των κομμουνιστών». Πολλοί αναλυτές, όμως, θεώρησαν ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε η ευρύτερη ιταλική πραγματικότητα, με τη δικαστική Έρευνα «Καθαρά Χέρια» η οποία, τη συγκεκριμένη περίοδο, είχε ως κύριο αντικείμενο τις σχέσεις του επιχειρηματικού και πολιτικού συστήματος της χώρας, με την αποκάλυψη ευρύτατου πλέγματος διαφθοράς.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, γνωστός και ως «Καβαλιέρε» (από τον τιμητικό τίτλο του ιππότη της Ιταλικής Δημοκρατίας) ορκίσθηκε πρωθυπουργός τέσσερις φορές, αφού υπερίσχυσε, με την κεντροδεξιά συμμαχία, στις βουλευτικές εκλογές του 1994, του 2001 (έπειτα από τέσσερα παραιτήθηκε και του δόθηκε νέα εντολή σχηματισμού κυβέρνησης) και του 2008. Κατά την διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ο κυριότερος αντίπαλός του, ήταν ο κεντροαριστερός πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρομάνο Πρόντι.
Σε ό,τι αφορά τις δικαστικές του περιπέτειες, ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός καταδικάσθηκε οριστικά τον Αύγουστο του 2013 σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης (τα τρία «σβήστηκαν», χάρη σε αμνηστία) λόγω φορολογικής απάτης στα πλαίσια αγοραπωλησίας τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Το κοινοβούλιο της Ρώμης, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ψήφισε υπέρ της καθαίρεσής του από το αξίωμα του γερουσιαστή.
Ο «μίστερ τιβί» εξέτισε «εναλλακτική ποινή» δέκα μηνών, εργαζόμενος σε υπηρεσίες του δήμου του Μιλάνου, οι οποίες στηρίζουν τις ασθενέστερες κατηγορίες πολιτών.
Τεράστιο ενδιαφέρον, σε διεθνές επίπεδο, προκάλεσαν οι δίκες για τα λεγόμενα πάρτι «μπούνγκα-μπούνγκα». Δεν προέκυψε , όμως, κάποια οριστική καταδίκη ενώ αθωώθηκε από την κατηγορία χρηματισμού νεαρών γυναικών με στόχο να ψευδομαρτυρήσουν ως προς το περιεχόμενο των δείπνων που οργανώνονταν στην κατοικία του.
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2022 ο «Καβαλιέρε» ήταν επικεφαλής του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια και εξελέγη εκ νέου γερουσιαστής. Μια εξέλιξη την οποία ο ίδιος θεώρησε «μια προσωπική, ιστορική αποζημίωση».
Ο Μπερλουσκόνι απέκτησε πέντε παιδιά και παντρεύτηκε δυο φορές: το 1965 με την Κάρλα Ελβίρα Νταλ' Όλιο και το 1990 την Βερόνικα Λάριο. Η προσωπική του περιουσία, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Forbes, ξεπέρασε τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Στην δεκαετία του '90 και την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, η πολιτική αντιπαράθεση της ιταλικής κεντροαριστεράς με την κεντροδεξιά παράταξη -και τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι- ήταν οξύτατη. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγόρησαν, κυρίως, για «σύγκρουση συμφερόντων», λόγω της πολιτικής και επιχειρηματικής δράση του.
Στην συνέχεια, οι τόνοι άρχισαν σταδιακά να πέφτουν και –πέρα από μια σειρά ουσιαστικών διαφωνιών– αρκετοί αντίπαλοι θεώρησαν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι έναν από τους κύριους πρωταγωνιστές της ιταλικής πολιτικής ζωής των τελευταίων τριάντα ετών.