Η κρίση στην Ουκρανία ρίχνει βαριά τη σκιά της και στις εγχώριες εξελίξεις. Εν όψει και της σχετικής συζήτησης που όπως ανακοινώθηκε θα γίνει σε επίπεδο αρχηγών την Τρίτη στην Βουλή, η αγωνία για τις επιπτώσεις από τη ρωσική εισβολή σε όλα τα μέτωπα -και κυρίως το οικονομικό και την ακρίβεια- έχει φτάσει στο κατακόρυφο ενώ παράλληλα αναμένονται μεγάλες ανατροπές στη γεωπολιτική σκακιέρα.
Η “εθνική γραμμή” όπως τουλάχιστον έχει διαμορφωθεί έως τώρα με βάση τις θέσεις των τριών μεγαλύτερων πολιτικών δυνάμεων που είναι και τα κόμματα εξουσίας (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) γέρνει προς την πλευρά της Δύσης αφού έχει ως κοινό παρανομαστή την “απερίφραστη καταδίκη” των ρωσικών ενεργειών και της “κατάφωρης παραβίασης του διεθνούς δικαίου” άσχετα από τις επιμέρους προσεγγίσεις για το θέμα των κυρώσεων. Σε αυτό που συμφωνούν άλλωστε όλα τα κόμματα είναι η ανάγκη σεβασμού του διεθνούς δικαίου για την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία όλων των κρατών, κάτι που όπως δήλωσε και ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας αποτελεί το “Ιερό Ευαγγέλιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής”. Σε πρακτικό επίπεδο ωστόσο τα πράγματα εξελίσσονται αρκετά διαφορετικά σε ο,τι αφορά τόσο το πολεμικό μέτωπο στην Ουκρανία όσο και στην τήρηση του δικαίου και της νομιμότητας στις διεθνείς σχέσεις.
Το ενδιαφέρον κατ' αρχάς για το εσωτερικό της χώρας μας είναι ότι -παρά την οξύτητα των συγκρούσεων σε άλλα πεδία και το αβυσσαλέο χάσμα που δείχνουν να τους χωρίζει- κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση συμπεριλαμβανομένου και του ΚΙΝΑΛ βρίσκονται κατ' ουσίαν στην ίδια όχθη σε αυτό το καίριο ζήτημα στρατηγικού προσανατολισμού της Ελλάδας. Όπως βεβαίως το ίδιο κάνουν και με όλες τις θεμελιώδεις παραμέτρους της εξωτερικής πολιτικής είτε πρόκειται για τα ελληνοτουρκικά με φόντο τη Χάγη είτε για την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών αναφορικά με το σκοπιανό. Θα μπορούσε να θεωρηθεί (;) και σύμπτωση το γεγονός ότι και τα τρία αυτά κόμματα στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας πήραν, σε διαδοχικές χρονικές φάσεις, το “μνημονιακό βάπτισμα” όπως επίσης υιοθέτησαν το κυρίαρχο -και εκπορευόμενο πάλι εκ της Δύσης- αφήγημα για την πανδημία του κορονοϊού και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Κάπως έτσι στα μάτια μεγάλου τμήματος της κοινής γνώμης θεωρούνται πλέον “τρία σε συσκευασία ενός” που πολύ εύκολα θα μπορούσαν οσονούπω και να συγκυβερνήσουν βοηθούσης της απλής αναλογικής...
Πολλοί, εντός και εκτός Ελλάδας, βλέποντας και ακούγοντας τον Βλ. Πούτιν θεωρούν ότι βρισκόμαστε ενώπιον πιθανών ανακατατάξεων ιστορικού -και όχι απλά οικονομικού ή διπλωματικού- χαρακτήρα ύστερα από τριάντα και πλέον χρόνια από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Στα διαγγέλματά του άλλωστε ο ίδιος, όσο κι αν διαβεβαιώνει ότι δεν επιχειρεί να επανασυστήσει τη ρωσική αυτοκρατορία, δεν κρύβει την επιδίωξη να “επαναφέρει” την ισχύ της χώρας του και να διευρύνει τη σφαίρα επιρροής της όχι μόνο στην Ευρασία αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι κατά τη συλλογιστική του Πούτιν η Ρωσία υποχρεώθηκε να αντιδράσει διότι παρά την κατευναστική πολιτική των περασμένων δεκαετιών κατέληξε τελικά “περικυκλωμένη” μέσω της συνεχούς επέκτασης του ΝΑΤΟ και υπό τον κίνδυνο να βρεθεί σύντομα προ νέου τετελεσμένου με την ένταξη και της Ουκρανίας στην Βορειοατλαντική Συμμαχία. «Αρχαία ρωσική γη» χαρακτήρισε άλλωστε την Ανατολική Ουκρανία θέλοντας τώρα να διορθώσει -έναν και πλέον αιώνα- το “λάθος” του Λένιν που απέκοψε για λόγους σκοπιμοτήτων από πλευράς των Μπολσεβίκων τμήματα της τότε Ρωσίας...
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ολοένα και περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι -από τη στιγμή που η επικράτηση των Ρώσων στο πολεμικό μέτωπο, που διαφάνηκε από τις πρώτες ώρες κιόλας της Πέμπτης, καταστεί οριστική- βρισκόμαστε μπροστά στην αποτύπωση ενός νέου περιφερειακού και τελικά παγκόσμιου συσχετισμού ισχύος με την Ουκρανία να αποτελεί απλώς το άμεσο πεδίο αναμέτρησης. Και μόνο ο πλήρης έλεγχος της Μαύρης Θάλασσας αναβαθμίζει καθοριστικά το ρόλο της Μόσχας σε γεωστρατηγικό, οικονομικό και ενεργειακό επίπεδο.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα έσπευσε να διαλέξει στρατόπεδο και μόνο περιορισμένες ήταν οι φωνές που ζητούσαν, λόγω της ιδιαίτερης θέσης της χώρας μας, να τηρηθεί “ουδετερότητα”. Αντιθέτως ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ήταν από τους πρώτους που πρότεινε να επιβληθούν “σοβαρότατες και αποτελεσματικές κυρώσεις” στην Ρωσία και μάλιστα τώρα φαίνεται ότι αυτό το σκέλος θα χρησιμοποιηθεί για να αναδειχθεί η διαφοροποίηση από τον ΣΥΡΙΖΑ που επί του παρόντος δεν τοποθετείται σχετικά. Την ίδια ώρα όμως διαπιστώνεται και πάλι ότι το εύρος και η βαρύτητα των κυρώσεων αποτελεί αντικείμενο διαφωνιών και στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς υπάρχουν εκείνοι που αντιλαμβάνονται ότι η Ευρώπη θα είναι η περισσότερο χαμένη -οικονομικά και ενεργειακά- από το μπρα ντε φερ μεταξύ ΗΠΑ και Αγγλοσαξώνων από την μια και Ρωσίας από την άλλη. Δεν στερείται επίσης σημασίας ότι κυρώσεις δεν ζήτησε ούτε ο Ερντογάν αν και η Τουρκία καταδίκασε την ρωσική εισβολή.
Ο κ. Μητσοτάκης μιλώντας στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ που συγκλήθηκε εκτάκτως μέσω τηλεδιάσκεψης την Παρασκευή, τάχθηκε (ορθώς) και κατά του “αναθεωρητισμού” ως “βασική απειλή για την παγκόσμια ειρήνη”. Το ζήτημα όμως είναι ότι και χωρίς τον αναθεωρητισμό, το Διεθνές Δίκαιο έχει μετατραπεί στην πράξη σε κουρελόχαρτο από όλους εκείνους που υποτίθεται ότι έχουν ταχθεί να το εφαρμόζουν. Η απλή επίκλησή του επομένως από την ελληνική πλευρά, σε συνδυασμό με την κατευναστική πολιτική όλων των κυβερνήσεων, έχει αποδειχθεί έως τώρα τουλάχιστον κενό γράμμα. Την ίδια ώρα τα τελευταία γεγονότα αναδεικνύουν και την υποκρισία του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των άλλων διεθνών οργανισμών που σπεύδουν να αποφασίσουν και να εφαρμόσουν κυρώσεις κατά της Ρωσίας για την Ουκρανία όταν, αντίθετα, συνεχίζουν να ποιούνται επί δεκαετίες τη νήσσαν για άλλες περιπτώσεις εισβολής, με πιο χαρακτηριστική της Κύπρου που τελεί από το 1974 μέχρι σήμερα υπό τουρκική κατοχή.
Η προσήλωση της Ελλάδας στο Διεθνές Δίκαιο άλλωστε δεν φαίνεται να έχει αποτρέψει τις επιβουλές εναντίον της, ούτε και να διασφαλίζει ότι δεν θα αντιμετωπίσει σοβαρότερα προβλήματα σε βάρος της κυριαρχίας και της ακεραιότητάς της στο μέλλον όταν μάλιστα οι εταίροι και σύμμαχοί μας όπως το ΝΑΤΟ ακολουθούν σταθερά -και ύπουλα- την πολιτική των ίσων αποστάσεων και του “βρείτε τα”. Γι αυτό και ένα επιπλέον σοβαρό σημείο κριτικής που διατυπώνεται προς τον κ. Μητσοτάκη είναι ότι προσχώρησε στο μπλοκ των υποστηρικτών των βαριών κυρώσεων κατά της Ρωσίας άνευ όρων και χωρίς προηγουμένως η ελληνική πλευρά να έχει διαπραγματευτεί τίποτε από όσα θα μπορούσε να θέσει στο τραπέζι, αξιοποιώντας τη συγκυρία, για να “μαζευτεί” η Τουρκία. Όσο για το να τεθούν σε εφαρμογή οι κυρώσεις που έχουν ήδη αποφασιστεί (στα χαρτιά) κατά της Άγκυρας από την Ευρ. Ένωση, φυσικά ούτε λόγος...
Ανδρέας Καψαμπέλης