Κατάθλιψη (μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, ή κλινική κατάθλιψη) είναι μια κοινή, αλλά σοβαρή διαταραχή της ψυχικής διάθεσης...
Η κατάθλιψη μπορεί να προκαλέσει σοβαρά συμπτώματα που επηρεάζουν το πώς αισθάνεστε, σκέφτεστε και χειρίζεστε καθημερινές δραστηριότητες, όπως ο ύπνος, το φαγητό και η εργασία. Για να διαγνωστεί κάποιος με κατάθλιψη, τα συμπτώματα πρέπει να είναι παρόντα για τουλάχιστον δύο εβδομάδες.
Ορισμένες μορφές κατάθλιψης είναι ελαφρώς διαφορετικές, ή μπορούν να αναπτυχθούν κάτω από μοναδικές συνθήκες
Δείτε ποια είναι εκείνα τα συμπτώματα της κατάθλιψης που γίνονται εύκολα αντιληπτά, αρκεί να ξέρει κανείς τι “ψάχνει” στην συμπεριφορά κάποιου:
Προβλήματα ύπνου: Η κατάθλιψη είναι μια ψυχική ασθένεια, αλλά μπορεί να επηρεάσει το σώμα σας καθώς επίσης και το μυαλό σας. Τα προβλήματα ύπνου, για παράδειγμα, μπορεί να είναι ένα σύμπτωμα της κατάθλιψης. Η δυσκολία στο να αποκοιμηθεί κανείς, αλλά και τυχόν ανήσυχος ύπνος με πολλές διακοπές είναι συχνά συμπτώματα. Από την άλλη πλευρά, μερικοί άνθρωποι μπορεί να φτάσουν στο άλλο άκρο και να κοιμούνται πάρα πολλές ώρες την ημέρα. (Δείτε περισσότερα παρακάτω)
Πόνος στο στήθος: Οι πόνοι στο στήθος μπορεί να είναι ένα σύμπτωμα προβλήματος της καρδιάς, των πνευμόνων, ή και του στομάχου. Αλλά μερικές φορές μπορεί να είναι ένα σύμπτωμα της κατάθλιψης. Αυτή η ψυχική κατάσταση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο των καρδιακών παθήσεων. Επίσης, οι άνθρωποι που έχουν υποστεί καρδιακή προσβολή είναι πιο πιθανό να είναι καταθλιπτικοί.
Κόπωση και εξάντληση: Αν αισθάνεστε τόσο κουρασμένοι, ώστε δεν έχετε ενέργεια για τις καθημερινές σας εργασίες (ακόμα και όταν κοιμάστε ή ξεκουράζεστε πολύ), αυτό μπορεί να είναι ένα σημάδι ότι έχετε κατάθλιψη. Σύμφωνα με μια μεγάλη έρευνα, οι άνθρωποι που πάσχουν από κατάθλιψη είναι περισσότερο από τέσσερις φορές πιο πιθανό να αναπτύξουν ανεξήγητη κόπωση, ενώ τα άτομα με κόπωση είναι σχεδόν τρεις φορές πιο πιθανό να γίνουν καταθλιπτικά.
Μυϊκοί πόνοι και πόνοι στις αρθρώσεις: Ο πόνος και η κατάθλιψη συνδέονται στενά. Η καθημερινή “πάλη” με έναν χρόνιο πόνο μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο κατάθλιψης. Και η ψυχική ασθένεια η ίδια μπορεί να οδηγήσει σε πόνο, επειδή οι δύο παθήσεις “μοιράζονται” τους χημικούς αγγελιοφόρους που μεταφέρουν σήματα στον εγκέφαλο. Οι άνθρωποι που πάσχουν από κατάθλιψη είναι τρεις φορές περισσότερες πιθανό να αναπτύξουν χρόνιο πόνο.
Πεπτικά προβλήματα: Ο εγκέφαλος και το πεπτικό μας σύστημα είναι στενά συνδεδεμένοι και αυτός είναι ο λόγος που πολλοί άνθρωποι έχουν στομαχόπονους ή ναυτία, όταν είναι στρεσαρισμένοι ή ανήσυχοι. Η κατάθλιψη μπορεί επίσης να προκαλέσει συμπτώματα όπως ναυτία, δυσπεψία, διάρροια, ή δυσκοιλιότητα.
Πονοκέφαλοι: Οι άνθρωποι με κατάθλιψη έχουν συχνά πονοκεφάλους. Μια μελέτη έδειξε ότι τα άτομα με μείζονα κατάσταση της νόσου είναι τρεις φορές πιο πιθανό να υποφέρουν από ημικρανίες και τα άτομα με ημικρανίες έχουν πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες να πάθουν κατάθλιψη.
Αλλαγές στην όρεξη ή το σωματικό βάρος: Μερικοί άνθρωποι χάνουν την όρεξή τους, όταν αισθάνονται κατάθλιψη. Άλλοι, δεν μπορούν να σταματήσουν να τρώνε, αφού νιώθουν ότι αυτό καταπραΰνει την απογοήτευση ή τη δυστυχία τους. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι απότομη απώλεια ή αύξηση του βάρους και, με την απώλεια βάρους, αντίστοιχη έλλειψη ενέργειας. Η κατάθλιψη έχει συνδεθεί με διατροφικές διαταραχές όπως η βουλιμία, η ανορεξία και η υπερφαγία. Στις γυναίκες, η σχέση μεταξύ κατάθλιψης και ανορεξίας ή βουλιμίας είναι πιο ισχυρή.
Πόνος στην πλάτη: Ο χρόνιος πόνος στην πλάτη μπορεί να συμβάλει στην κατάθλιψη. Αλλά μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. Οι άνθρωποι που πάσχουν από κατάθλιψη μπορεί να είναι τέσσερις φορές πιο πιθανό να έχουν πόνους στον αυχένα και την πλάτη.
Σεξουαλικά προβλήματα: Ένα άτομο με καταθλιπτική συμπεριφορά μπορεί να χάσει το ενδιαφέρον του για το σεξ. Οι άνθρωποι που πάσχουν από κατάθλιψη είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιούν αλκοόλ και άλλες ουσίες, οι οποίες μπορεί να μειώσουν τη σεξουαλική τους ορμή και διάθεση. Μερικά συνταγογραφούμενα φάρμακα (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων για τη θεραπεία της κατάθλιψης) μπορεί επίσης να επηρεάσουν αρνητικά τη λίμπιντο ενός καταθλιπτικού ατόμου.
Κατάθλιψη και ύπνος: Τι λένε οι επιστήμονες για τους εφιάλτες
Η κατάθλιψη, η αϋπνία και η εξάντληση μπορεί να είναι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για τους συχνούς εφιάλτες, υποδεικνύει νέα έρευνα που διενεργήθηκε από το πανεπιστήμιο Turku στην Φινλανδία και η οποία δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Sleep.
Για τις ανάγκες της έρευνας, οι επιστήμονες εξέτασαν τις περιπτώσεις περίπου 14.000 ατόμων, ηλικίας 25 έως 74 ετών την περίοδο από το 2007 έως και το 2012. Το 53% των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες.
Περίπου 45% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι είχαν περιστασιακούς εφιάλτες τις τελευταίες 30 ημέρες, ενώ μόλις πάνω από το 50% είπαν ότι δεν είχαν καθόλου εφιάλτες. Σχεδόν το 4% είπε ότι είχε συχνούς εφιάλτες τις τελευταίες 30 ημέρες. Συχνούς εφιάλτες ανέφερε περίπου το 28% των ανθρώπων με σοβαρή κατάσταση κατάθλιψης και περίπου το 17% των ατόμων με συχνές αϋπνίες, αναφέρουν οι ερευνητές.
Μετά από περαιτέρω ανάλυση, οι συγγραφείς της μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αϋπνία, η εξάντληση και ορισμένα συμπτώματα κατάθλιψης ήταν οι ισχυρότεροι ανεξάρτητοι παράγοντες κινδύνου για τις διαταραχές του ύπνου με εφιάλτες.
Άτυπη κατάθλιψη: Πώς να αναγνωρίσετε εγκαίρως τα σημάδια της
Η άτυπη κατάθλιψη συνήθως αρχίζει στην εφηβεία και είναι πιο συχνή στις γυναίκες παρά στους άνδρες. Παρά την ονομασία της, αυτή μορφή κατάθλιψης δεν είναι πολύ σπάνια. Όπως και με άλλες μορφές κατάθλιψης, η θεραπεία για την άτυπη κατάθλιψη περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, ψυχολογική υποστήριξη (ψυχοθεραπεία) και αλλαγές στον τρόπο ζωής.
Συμπτώματα
Προσωρινή ευεξία στο άκουσμα μιας καλής/ευχάριστης είδησης, αλλά αίσθημα βαθιάς λύπης/απόγνωσης λίγο αργότερα
Αυξημένη όρεξη με ακούσια αύξηση του σωματικού βάρους
Αυξημένη επιθυμία για ύπνο, συνήθως πάνω από 10 ώρες την ημέρα
Αίσθηση ότι τα χέρια και τα πόδια σας είναι “πολύ βαριά”, κάτι που διαρκεί τουλάχιστον μια ώρα μέσα στην ημέρα
Αδυναμία διατήρησης μακροχρόνιας σχέσης, λόγω της ευαισθησίας στην απόρριψη ή την κριτική, η οποία επηρεάζει τις σχέσεις του ασθενούς, την κοινωνική του ζωή και την εργασία του.