Καθώς σε λίγες εβδομάδες μπαίνουμε στον τέταρτο χρόνο της θητείας της σημερινής κυβέρνησης, είναι λογικό να έρχεται σταδιακά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος το θέμα των εκλογών και να εντείνονται οι συζητήσεις για τις συνθήκες υπό τις οποίες θα διεξαχθούν. Άλλα είναι τα παράδοξα αυτής της σύγχρονης εκλογολογίας…
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι κατά το παρελθόν η τελική ευθεία προς τις κάλπες συνοδευόταν σχεδόν πάντοτε από εκπλήξεις αναφορικά είτε με το χρόνο προσφυγής σε αυτές είτε με το εκλογικό σύστημα. Οι αιφνιδιασμοί, οι ελιγμοί και οι μπλόφες αποτελούσαν τα σταθερά εργαλεία που, σκόπιμα ή όχι, μετέτρεπαν την ύψιστη διαδικασία έκφρασης της λαϊκής βούλησης σε μια παράσταση όπου το κοινό είχε εθιστεί να περιμένει από τον επί της σκηνής ταχυδακτυλουργό να βγάλει τους λαγούς από το καπέλο.
Αυτή είναι η πρώτη φορά που δεν υπάρχει κίνδυνος για πορεία προς την αναμέτρηση της κάλπης με «ψιλά γράμματα». Το τοπίο είναι ξεκάθαρο, οι όροι σαφείς. Οι επόμενες εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, με δεδομένο τον εκλογικό νόμο που θα εφαρμοστεί στο πλαίσιο της συνταγματικής τάξης όπως και αυτός που έχει ήδη ψηφιστεί για την επόμενη φορά. Και για όποιον υπήρχαν αμφιβολίες, η ρητή και κατηγορηματική δήλωση του πρωθυπουργού έθεσε οριστικό τέλος στην παραφιλολογία.
Αυτό που συμβαίνει μάλιστα στη χώρα μας είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό. Ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα πλεόναζε η καχυποψία και διαδέχονταν η μία μετά την άλλη οι προκλήσεις προς την κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της, μόλις αυτό έγινε οι ίδιοι οι επικριτές της άρχισαν το πολιτικό κρυφτούλι από την ανάποδη. Άλλη μια παθογένεια του εγχώριου δημοσίου βίου η εξάλειψη της οποίας ήταν μία από τις εντολές που έδωσε ο ελληνικός λαός με την ψήφο του το 2019...
Έχοντας εγκλωβιστεί στη μικροπολιτική η αντιπολίτευση και οι αναμεταδότες της, φαίνεται ότι πράγματι αιφνιδιάστηκαν από αυτήν την καθαρή στάση του πρωθυπουργού. Κακώς. Διότι αν δεν είχαν χάσει εντελώς την πολιτική ψυχραιμία τους θα έπρεπε να έχουν συνειδητοποιήσει κάποια στιγμή ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης πολιτεύεται σταθερά –πριν ακόμη εκλεγεί πρωθυπουργός- με άξονα τις αρχές και τις πεποιθήσεις του, την αξιοπιστία και τη συνέπεια λόγω και έργων. Ο τυχοδιωκτισμός και ο τακτικισμός τον οποίο βιώσαμε τόσο δραματικά ειδικά επί ΣΥΡΙΖΑ βλάπτει επικίνδυνα, όπως έχει αποδειχθεί, την πολιτική υγεία του τόπου. Και μάλιστα σε αυτές τις τόσο κρίσιμες εποχές. Δεν το έχουν καταλάβει ακόμη;
Τώρα πάντως που το τοπίο έχει αποσαφηνιστεί πλήρως , θα περίμενε κανείς και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να επιδείξουν την ανάλογη πολιτική σοβαρότητα και θεσμική υπευθυνότητα. Να τοποθετηθούν ξεκάθαρα απέναντι στο εκλογικό σώμα για τη στρατηγική και τις προτεραιότητές τους. Να πάρουν θέσεις με προτάσεις και όχι να κρύβονται πίσω από την άρνηση.
Η απλή αναλογική δεν ήταν επιλογή της Νέας Δημοκρατίας. Δεν την ψήφισε όταν την έφερε στη Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθώντας να ναρκοθετήσει τις πολιτικές εξελίξεις ύστερα από την πτώση του. Και μόλις έγινε κυβέρνηση το 2019 ψήφισε ένα δίκαιο εκλογικό νόμο που συνδυάζει την αναλογικότητα στην εκπροσώπηση με την κυβερνητική σταθερότητα.
Ο ελληνικός λαός είναι αυτός που θα σταθμίσει, θα κρίνει και θα συγκρίνει, την ώρα της κάλπης. Ο ελληνικός λαός είναι αυτός που με την ψήφο του θα αποφασίσει ποιοι και πώς θέλει να τον κυβερνήσουν. Θα αξιολογήσει προγράμματα, θα αντιπαραβάλει πρόσωπα, θα βαθμολογήσει πεπραγμένα, θα διαλέξει πορεία. Σε τελική ανάλυση θα δώσει και την εντολή για τη μορφή του κυβερνητικού σχήματος της επόμενης τετραετίας.
Ενώ λοιπόν και πάλι θα περίμενε κανείς παιχνίδι με ανοικτά χαρτιά, η αντιπολίτευση συλλαμβάνεται σε κατάσταση λανθάνοντος πανικού. Είναι οι ίδιοι οι οποίοι έως τώρα είχαν κάνει σημαία τους τις κυβερνητικές συνεργασίες, αποκήρυσσαν μετά βδελυγμίας τις αυτοδυναμίες και κομπορρημονούσαν ότι μπορούν «να σύρουν το κάρο μπροστά». Μόλις όμως ο Κ. Μητσοτάκης έριξε το γάντι και δήλωσε ότι «στόχος είναι η σταθερότητα, όχι επί τούτω η αυτοδυναμία» αν και εφόσον δεν μπορέσει να σχηματιστεί κυβέρνηση μετά την κάλπη της απλής αναλογικής, σα να έχασαν τη μιλιά τους. Η πρωθυπουργική «ρελάνς» φανέρωσε τα αδιέξοδά τους.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης που έως τώρα αναλώνονταν σε βερμπαλισμούς και φωνασκίες, βρίσκονται ενώπιον των διλημμάτων που τα ίδια τροφοδότησαν. Καλούνται τώρα εκείνα να απαντήσουν στην πρόκληση με ποιον και πώς μπορούν να συνεργαστούν για να μην μείνει ακυβέρνητη η χώρα. Καλούνται να εξηγήσουν ποιες είναι οι επιλογές τους ώστε να τις γνωρίζει ο ελληνικός λαός πριν περάσει το εκλογικό παραβάν. Κι εδώ είναι που αναδεικνύεται η πολιτική γύμνια τους και ο εκλογικός αμοραλισμός τους.
Αλήθεια, ποιες είναι οι εκλογικές συμμαχίες τις οποίες είναι σε θέση να παρουσιάσει στην ελληνική κοινωνία ο ΣΥΡΙΖΑ για το σχηματισμό κυβέρνησης; Κι αντίστροφα: Ποιο από τα λοιπά κόμματα είναι διατεθειμένο να πει στους ψηφοφόρους του, πριν πάνε στην κάλπη, ότι σκοπεύει να συνεργαστεί με τον κ. Τσίπρα και το κόμμα του ξυπνώντας αυτόματα τους εφιάλτες της περιόδου 2015-2019; Η ωμή αλήθεια για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι επομένως ότι η απλή αναλογική που ψήφισε μετατρέπεται σε παγίδα πρωτίστως για τον ίδιο.
Ενώπιον διλημμάτων και ερωτημάτων τα οποία θα υποχρεωθεί να απαντήσει, αργά ή γρήγορα, ενώπιον των ψηφοφόρων του τίθεται και η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Η έκδηλη αμηχανία με την οποία ήδη αντιδρά γίνεται αντιληπτή και την εκθέτει ακόμη περισσότερο. Οι αφορισμοί και οι υπεκφυγές παραπέμπουν σε ξεπερασμένα στερεότυπα του παρελθόντος και σίγουρα δεν αποτελούν σωσίβιο στην αδυναμία της να δώσει συγκεκριμένες και ρεαλιστικές απαντήσεις για το αύριο της χώρας και τις προοπτικές της διακυβέρνησής της. Με τέτοια τερτίπια η εκλογική βάση δεν πρόκειται να τους δώσει λευκή επιταγή. Μάλλον το αντίθετο…
Άλλωστε λόγω αυτής της κενότητας της αντιπολίτευσης -και δη όσων θέλουν να θεωρούνται κόμματα εξουσίας και όχι διαμαρτυρίας ή δημαγωγίας- οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει άλλη σοβαρή επιλογή από την πορεία ισχυρής επαναβεβαίωσης της λαϊκής εμπιστοσύνης προς τη ΝΔ και τον Κ. Μητσοτάκη, παρά τις αντιξοότητες και τα προβλήματα της προηγούμενης περιόδου εν μέσω πρωτοφανών κρίσεων για τη χώρα και ολόκληρο τον πλανήτη. Και τότε όπως λέει εύστοχα ο θυμόσοφος λαός «κάθε κατεργάρης θα πάει στον πάγκο του»…
*Ο Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος