Τις αξεπέραστες παθογένειες που χαρακτηρίζουν το θεσμικό και κοινωνικό οικοδόμημα της χώρας μας ήρθε να αναδείξει η υπόθεση του βιασμού της 24χρονης στην Θεσσαλονίκη που συνεχίζει να συγκλονίζει την κοινή γνώμη. Οι προεκτάσεις είναι μοιραία και πολιτικές διότι ο τρόπος που χειρίστηκαν έως τώρα το θέμα οι αρμόδιες αρχές αποδεικνύεται προβληματικός και γεννά πολλαπλές ευθύνες οι οποίες επιχειρείται να κρυφτούν κάτω από το χαλί. 

Περιστατικά κακοποίησης -και δη σεξουαλικής- γυναικών βεβαίως διαδραματίζονται σχεδόν σε μόνιμη βάση και το αστυνομικό δελτίο περιλαμβάνει σε καθημερινή βάση διάφορα τέτοια κρούσματα. Ακόμη και η σύλληψη ενός ιερέα, την προηγούμενη Παρασκευή, για το βιασμό ανήλικης επί σειρά ετών ήρθε να προστεθεί στις περιπτώσεις που σοκάρουν, αλλά το περιστατικό της Θεσσαλονίκης έχει αρκετές ιδιαιτερότητες. Και το ενδιαφέρον του δεν περιορίζεται μόνο στο γενικότερο θέμα αντιμετώπισης της παραβατικότητας και μείωσης των εγκλημάτων που στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας του ατόμου.

Η υπόθεση της Γεωργίας Μπίκα έχει πτυχές που άπτονται του τρόπου λειτουργίας των θεσμικών οργάνων του κράτους, των αστυνομικών και δικαστικών λειτουργών, όπως επίσης των αντιλήψεων και προκαταλήψεων που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία αλλά και του ρόλου που παίζουν (ή δεν παίζουν) τα μέσα ενημέρωσης, ηλεκτρονικά και έντυπα. Σε τελική ανάλυση φωτίζει και αν μη τι άλλο την υποκρισία που διαπερνά την πολιτειακή και πολιτική ελίτ της χώρας, που σε άλλες περιπτώσεις -και κατά το δοκούν- γίνεται λαλίστατη και ξεχειλίζει από ευαισθησίες.

Ποιος μπορεί για παράδειγμα να ξεχάσει πως όταν πρώτη η χρυσή ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου έκανε πριν από περίπου ένα χρόνο τις αποκαλύψεις για τη σεξουαλική κακοποίηση που είχε υποστεί, οι αντιδράσεις ήταν σε όλα τα επίπεδα αστραπιαίες; Τα κανάλια και τα περιοδικά ανταγωνίζονταν ποιο θα της αποσπάσει συνέντευξη ή δήλωση, οι αρμόδιοι υπουργοί έτρεχαν στις κάμερες για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους, η “κάθαρση” είχε γίνει πάλι η αγαπημένη καραμέλα όλων, η δικαστική έρευνα πήρε αμέσως μπρος και η ελπίδα -προς στιγμήν- ότι κάτι πάει να αλλάξει και τα αποστήματα θα σπάσουν φούντωσε. Μέχρι και η πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατ. Σακελλαροπούλου την προσκάλεσε σε χρόνο ρεκόρ στο προεδρικό μέγαρο για να την συγχαρεί υπό το φως των τηλεοπτικών προβολέων ενώ θέση στο κάδρο πήρε με την ίδια ταχύτητα και η Μαρέβα Μητσοτάκη κάνοντας στο twitter την εξής ανάρτηση: “Η γενναία Σοφία Μπεκατώρου έδωσε το σύνθημα: Σπάμε την αλυσίδα της σιωπής και του φόβου. Καταγγέλουμε τη σεξουαλική βία. Και την εξορίζουμε από τη ζωή κάθε παιδιού ή εφήβου, κάθε γυναίκας ή άνδρα, κάθε ανθρώπου. Είμαι με τη Σοφία!”.

Οι κακές γλώσσες έλεγαν τότε βέβαια ότι η υπόθεση αξιοποιήθηκε αφενός για επικοινωνιακούς λόγους και αφετέρου για να ξεκαθαριστούν εσωτερικοί λογαριασμοί στον αθλητικό χώρο του κυβερνώντος κόμματος. Και πάντως όταν τα σκάγια έφτασαν στο καλλιτεχνικό στερέωμα και ακούμπησαν τον εκλεκτό της κυβερνητικής ηγεσίας Δημ. Λιγνάδη, έγινε εμφανής και όλη η πολιτική δυσανεξία στη διαχείριση της κατάστασης.

Θα ήταν επομένως υπερβολικό να περίμενε τώρα κανείς αντίδραση με γοργά ανακλαστικά και για την 24χρονη που η ζωή της, μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, κυλούσε μακριά από τη δημοσιότητα και τους μεγάλους ρόλους, έχοντας χάσει μάλιστα πριν από λίγο καιρό και τους δύο γονείς της όπως και τον σύντροφό της από ανίατη ασθένεια; Μα, η “άγνωστη” Γεωργία Μπίκα ζούσε σε ένα χωριό της Θεσσαλονίκης, προσπαθούσε να ισορροπήσει και να τα βγάλει πέρα μόνη, δεν ανήκε σε celebrities, δεν είχε σχέσεις με κάποιο star system και η μεγαλύτερη “ατυχία” της ήταν ότι βρέθηκε απέναντι σε μια παρέα από πλουσιόπαιδα, γόνους πανίσχυρης επιχειρηματικής οικογένειας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με προσβάσεις, πανάκριβους δικηγόρους, δεσμούς με την πολιτική εξουσία και επιρροή. Το “είμαι με την Γεωργία”, που δεν ψέλλισε έως τώρα κανείς από τους ταγούς του δημοσίου βίου, έγινε τσουνάμι από τους απλούς ανθρώπους αρχικά μέσω του (“σκοτεινού” κατά τα λοιπά σύμφωνα με την πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη του κ. Μητσοτάκη) διαδικτύου χάρη στο οποίο άρχισαν να έρχονται στο φως στοιχεία και καταγγελίες, γι αυτή όπως και άλλες ανάλογες υποθέσεις.

Οι ανυποψίαστοι πολίτες κυριολεκτικά φρικάρουν με αυτά που αποκαλύπτονται για τα κυκλώματα μαστροπείας, διακίνησης ναρκωτικών, βιασμών και εκπόρνευσης ανήλικων κοριτσιών που κρύβονται πίσω από τη λάμψη του χρήματος και τη μεγάλη ζωή πολλών σύγχρονων “προτύπων” του life style και όχι μόνο.

Τα στόματα ανοίγουν επειδή στον κανόνα βρέθηκε και μια εξαίρεση που έσπασε το νομό της σιωπής και μίλησε. Όμως ακόμη κι όταν, φεύγοντας από το ξενοδοχείο την Πρωτοχρονιά, πήγε στο αστυνομικό τμήμα για να κάνει την καταγγελία, τα “πάντα” γύρω της “υποδείκνυαν” το δρόμο της ένοχης σιωπής τον οποίο ευτυχώς δεν ακολούθησε και βγήκε δημοσίως πια με το πρόσωπό της και μίλησε. Στο μεταξύ είχε υποχρεωθεί να μείνει τρεις ολόκληρες ημέρες άπλυτη, ύστερα από το βιασμό, διότι δεν έγιναν αμέσως οι αναγκαίες τοξικολογικές εξετάσεις. Κι ο χρόνος που χάθηκε όπως ομολογείται τώρα ήταν πολύτιμος. Επίσης πέρασαν και δύο ολόκληρες εβδομάδες για να την καλέσουν εισαγγελέας και ανακριτής να καταθέσει. Κατόπιν εορτής κατασχέθηκαν και τα κινητά τηλέφωνα των εμπλεκομένων. Όλο αυτό το διάστημα, η σιωπή είχε καταπλακώσει τα πάντα και η απραγία επικρατούσε στον ορίζοντα...

Αν καταφέρνουν μέχρι στιγμής οι καθ' ύλην κυβερνητικοί αρμόδιοι να μένουν έξω από το κάδρο των ευθυνών και ανενόχλητοι να σιωπούν μπροστά σε όσα συμβαίνουν, είναι διότι μαζί με τις άλλες παθογένειες κυριαρχεί και η αντίληψη “ε, αυτά συμβαίνουν...”. Η αίσθηση της ατιμωρησίας και του “ακαταδίωκτου”, επιλεκτικά και όχι για όλους βέβαια, έχει γενικευτεί. Μόνο που αυτό, ασυναίσθητα, κάνει ακόμη πιο βαθύ και δυσώδη τον πολιτικό, ηθικό και θεσμικό βούρκο στον οποίο εξακολουθεί να κυλιέται η χώρα, “διδάσκοντας” ότι οι αξίες, οι κοινωνικές αντιστάσεις, η ισονομία και το κράτος δικαίου για όλους είναι κάτι ξεπερασμένο.

Η ειρωνεία είναι ότι αυτή η πτωτική πορεία είναι συνεχής τα τελευταία χρόνια και έχει συμπέσει -όχι τυχαία- με την υπερδεκαετή περιπέτεια την οποία βιώνει, σε διάφορες φάσεις, ο τόπος. Ενώ μάλιστα η αντιμετώπιση της οικονομικής αρχικά κρίσης συνοδεύτηκε από φιλόδοξες -πλην κενές- διακηρύξεις για μεταρρυθμίσεις που υποτίθεται θα εκσυγχρόνιζαν το κράτος και τις λειτουργίες του, αυτό που συμβαίνει σταθερά κάθε χρόνο είναι ο πήχης να κατεβαίνει σε όλα τα επίπεδα, η κρίση να έχει πάρει καθολικό χαρακτήρα και ο μιθριδατισμός να αποτελεί ένα χαρακτηριστικό της σύμπτωμα. Τελευταίος μέχρι στιγμής κρίκος σε αυτή την αλυσίδα των μεγαλεπήβολων υποσχέσεων υπήρξε το “επιτελικό κράτος” του κ. Μητσοτάκη επί των ημερών του οποίου ωστόσο η σήψη και η παρακμή αναδύονται ακόμη πιο έντονες. Και όπως η ιστορία έχει διδάξει, οι πολιτικές ηγεσίες που δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι θέμα χρόνου να πνιγούν και οι ίδιες από τις οσμές αυτές, απλώς στρουθοκαμηλίζουν.

Ανδρέας Καψαμπέλης
www.dimokratia.gr

 
Top