Φώτης Καρύδας
Η νέα χρονιά ήρθε με νέες προκλήσεις, νέα στοιχήματα και νέα ερωτήματα για όλους. Το 2021 ήταν ομολογουμένως ένα πολύ δύσκολο και εν πολλοίς «απρόβλεπτο» έτος κυρίως λόγω της υποτροπής της πανδημίας που σε παγκόσμιο επίπεδο δημιούργησε καινούργιες αβεβαιότητες και αγωνίες. Κοινωνικά και επιδημιολογικά θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως μια δίσεκτη χρονιά που φεύγοντας άφησε πίσω της αν μη τι άλλο μια αρκετά πικρή γεύση, μεγάλη ταλαιπωρία και σίγουρα αρκετές πληγές.
Το 2022, που έχει αρχίσει ήδη να μπουσουλά, φαίνεται πως τουλάχιστον σε ο,τι αφορά την πανδημία θα είναι πιο χαμογελαστό. Οι επιστημονικές προβλέψεις επιτρέπουν μια αισιοδοξία, έστω και συγκρατημένη, ότι σύντομα θα μπορέσουμε να πάρουμε πίσω τις ζωές μας και να επιστρέψουμε επιτέλους στην κανονικότητα.
Για να είμαστε ειλικρινείς όμως αυτή η επιστροφή συνοδεύεται από τις δικές της δυσκολίες, από τα νέα μέτωπα που ανοίγουν. Βλέπουμε ότι η πανδημία προκάλεσε διεθνώς αναταράξεις στην οικονομία και τις αγορές τα απόνερα των οποίων φθάνουν αναπόφευκτα και στη δική μας χώρα.
Από το προηγούμενο κιόλας διάστημα, όταν κορυφώνονταν τα πανδημικά κύματα, ήταν φανερό ότι δεν θα αργήσουν να εκδηλωθούν παρενέργειες στην κατανάλωση, στα προϊόντα και τη διάθεσή τους, στις τιμές και τον πληθωρισμό.
Εν ολίγοις, αυτό που με μια λέξη αποκαλούμε «ακρίβεια» -ανεξάρτητα από την ακριβή συσχέτιση με την πραγματικότητα- είναι μια έκτακτη κατάσταση, ένα παράπλευρο εισαγόμενο πρόβλημα το οποίο γέννησε η πανδημία επηρεάζοντας τις διεθνείς οικονομικές λειτουργίες, τις μεταφορές, τα κόστη και σε τελική ανάλυση την κλασσική ισορροπία προσφοράς και ζήτησης.
Άσχετα από τις αιτίες, η αντιμετώπιση αυτού του νέου φαινομένου αποτελεί ασφαλώς ευθύνη -και δη άμεση- της πολιτείας, της κυβέρνησης, έστω κι αν δεν μπορεί να της απευθύνει κανείς οποιαδήποτε αιτίαση για τη δημιουργία του προβλήματος.
Ενώ μάλιστα παρατηρούμε ότι η παγκόσμια οικονομία, υπολογιζομένων και των γεωπολιτικών παραμέτρων, αναζητεί τις νέες συντεταγμένες της, σε μια χώρα όπως η δική μας δεν αφέθηκε να πάει καθόλου χαμένος ο χρόνος. Αντιθέτως, για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι υπήρξε προνοητικότητα, εγρήγορση, σχέδιο και αμεσότητα.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κινήθηκε με γοργά ανακλαστικά και με ταχύτητα για να περιορίσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις συνέπειες από αυτό που φαινόταν ότι έρχεται. Κινήθηκε με ψυχραιμία αλλά και με σαφή βούληση να στηρίξει την κοινωνία, όπως άλλωστε έκανε από την πρώτη στιγμή και όταν έσκασε το τσουνάμι της πανδημίας.
Τα δύο τελευταία χρόνια, παράλληλα με την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, η οικονομία και η κοινωνία κρατήθηκαν όρθιες-με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες- χάρη στις παρεμβάσεις και τις επιλογές που δρομολογήθηκαν σε κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο. Με ανάλογη συστηματικότητα, εγκαίρως μέσα στο 2021 οργανώθηκαν και εφαρμόστηκαν τα πρώτα μέτρα ανακούφισης και στήριξης για όλα τα ελληνικά νοικοκυριά με τις γενναίες επιδοτήσεις στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος.
Κι αυτή η τακτική, ακόμη πιο εξορθολογισμένη και κοινωνικά πιο δίκαιη, συνεχίζεται και τη νέα χρονιά σε συνδυασμό με τις κινήσεις και συμφωνίες για καλύτερες τιμές σε ο,τι αφορά την προμήθεια φυσικού αερίου για τη χώρα μας. Ο τομέας της ενέργειας είναι κρίσιμος όχι μόνο για τα νοικοκυριά αλλά και για τις επιχειρήσεις διότι επηρεάζονται άμεσα οι μεταφορές και τα προϊόντα.
Η μάχη για την ανάσχεση των ανατιμήσεων θα είναι ασφαλώς επίπονη και πολυδιάστατη. Το σίγουρο είναι ότι η ομπρέλα προστασίας και στήριξης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα συνεχιστεί για όσο διάστημα χρειαστεί αν και οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για αποκλιμάκωση των πιέσεων μετά το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς.
Αυτό που άλλωστε δρομολογείται, με σειρά νέων παρεμβάσεων, είναι η άμεση και έμμεση στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών ως το ισχυρότερο και ασφαλέστερο αντίδοτο στις αυξήσεις τιμών. Μια ολοκληρωμένη οικονομική πολιτική έχει αρχίσει να ξετυλίγεται με τη δεύτερη σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Μάιο, τις ελαφρύνσεις στον ΕΝΦΙΑ, τις υπόλοιπες μειώσεις στην φορολογία, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και στο Δημόσιο καθώς και τους συνταξιούχους από το 2023, την εφαρμογή bonus system σε επιλεγμένους τομείς του δημοσίου στο πλαίσιο των αναγκαίων διορθωτικών κινήσεων στο ενιαίο μισθολόγιο.
Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με τη μείωση της ανεργίας, με τα νέα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων, με βάση το επιτυχημένο μοντέλο της προηγούμενης περιόδου, αλλά πλέον και με την επανάσταση που φέρνει ο νέος αναπτυξιακός νόμος. Οι δυνατότητες και προβλέψεις του για τις ενισχύσεις σηματοδοτούν αφενός μια στρατηγική μεταρρύθμιση για την μετάβαση του επιχειρείν σε μια νέα εποχή για τη χώρα μας και αφετέρου μια ιστορική ευκαιρία για την απορρόφηση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης που θα μεταμορφώσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Τα αποτελέσματα αυτά δεν πέφτουν φυσικά από τον ουρανό. Οφείλονται στο γεγονός ότι αυτή τη διετία, παρά τις ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, η οικονομία μας θωρακίστηκε, άντεξε, επιτρέποντας μάλιστα να ξοδευθούν πρωτοφανή για τα δεδομένα της χώρας μας ποσά ώστε να στηριχθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις αλλά και να σωθούν οι θέσεις εργασίας. Με καταγεγραμμένη επίσης την προσέλκυση επενδύσεων και τη θεαματική αύξηση των καταθέσεων, η ανάπτυξη προοιωνίζεται για φέτος σε επίπεδα που ξεπερνούν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, με τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας ακόμη πιο εξαιρετικές.
Κι ενώ η έξοδος από το τούνελ της πανδημίας δίνει τη δυνατότητα στη χώρα να κάνει άλματα προς την πρόοδο και το μέλλον, θα ήταν αφέλεια να περιμένει κανείς στήριξη της εθνικής προσπάθειας από την αντιπολίτευση.
Άλλωστε δεν το έκανε, παρά μόνο υποκριτικά και στιγμιαία, ούτε σε όλο το διάστημα της πρωτοφανούς παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης. Αντιθέτως δεν σταμάτησε -ακόμη και τώρα- να υπονομεύει και να σπεκουλάρει επενδύοντας στην καταστροφή και κάνοντας αντιπολίτευση με τους θανάτους.
Απέτυχε όμως παταγωδώς και γι’ αυτό, στην απόγνωσή της, αναζητεί πλέον νέο «πεδίον δόξης λαμπρό», όπως πιστεύει, στα θέματα των τιμών και της ακρίβειας. Νομίζει ότι με πολιτικές κουτοπονηριές και με επικοινωνιακές χαριτωμενιές που την γυρίζουν στις άχαρες εποχές του «δεν πληρώνω», θα καταφέρει να ανάψει φωτιές. Το μόνο που απλώς θα επιτύχει για άλλη μια φορά θα είναι να αυτοαναφλεγεί…
*Ο Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος
Η νέα χρονιά ήρθε με νέες προκλήσεις, νέα στοιχήματα και νέα ερωτήματα για όλους. Το 2021 ήταν ομολογουμένως ένα πολύ δύσκολο και εν πολλοίς «απρόβλεπτο» έτος κυρίως λόγω της υποτροπής της πανδημίας που σε παγκόσμιο επίπεδο δημιούργησε καινούργιες αβεβαιότητες και αγωνίες. Κοινωνικά και επιδημιολογικά θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως μια δίσεκτη χρονιά που φεύγοντας άφησε πίσω της αν μη τι άλλο μια αρκετά πικρή γεύση, μεγάλη ταλαιπωρία και σίγουρα αρκετές πληγές.
Το 2022, που έχει αρχίσει ήδη να μπουσουλά, φαίνεται πως τουλάχιστον σε ο,τι αφορά την πανδημία θα είναι πιο χαμογελαστό. Οι επιστημονικές προβλέψεις επιτρέπουν μια αισιοδοξία, έστω και συγκρατημένη, ότι σύντομα θα μπορέσουμε να πάρουμε πίσω τις ζωές μας και να επιστρέψουμε επιτέλους στην κανονικότητα.
Για να είμαστε ειλικρινείς όμως αυτή η επιστροφή συνοδεύεται από τις δικές της δυσκολίες, από τα νέα μέτωπα που ανοίγουν. Βλέπουμε ότι η πανδημία προκάλεσε διεθνώς αναταράξεις στην οικονομία και τις αγορές τα απόνερα των οποίων φθάνουν αναπόφευκτα και στη δική μας χώρα.
Από το προηγούμενο κιόλας διάστημα, όταν κορυφώνονταν τα πανδημικά κύματα, ήταν φανερό ότι δεν θα αργήσουν να εκδηλωθούν παρενέργειες στην κατανάλωση, στα προϊόντα και τη διάθεσή τους, στις τιμές και τον πληθωρισμό.
Εν ολίγοις, αυτό που με μια λέξη αποκαλούμε «ακρίβεια» -ανεξάρτητα από την ακριβή συσχέτιση με την πραγματικότητα- είναι μια έκτακτη κατάσταση, ένα παράπλευρο εισαγόμενο πρόβλημα το οποίο γέννησε η πανδημία επηρεάζοντας τις διεθνείς οικονομικές λειτουργίες, τις μεταφορές, τα κόστη και σε τελική ανάλυση την κλασσική ισορροπία προσφοράς και ζήτησης.
Άσχετα από τις αιτίες, η αντιμετώπιση αυτού του νέου φαινομένου αποτελεί ασφαλώς ευθύνη -και δη άμεση- της πολιτείας, της κυβέρνησης, έστω κι αν δεν μπορεί να της απευθύνει κανείς οποιαδήποτε αιτίαση για τη δημιουργία του προβλήματος.
Ενώ μάλιστα παρατηρούμε ότι η παγκόσμια οικονομία, υπολογιζομένων και των γεωπολιτικών παραμέτρων, αναζητεί τις νέες συντεταγμένες της, σε μια χώρα όπως η δική μας δεν αφέθηκε να πάει καθόλου χαμένος ο χρόνος. Αντιθέτως, για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι υπήρξε προνοητικότητα, εγρήγορση, σχέδιο και αμεσότητα.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κινήθηκε με γοργά ανακλαστικά και με ταχύτητα για να περιορίσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις συνέπειες από αυτό που φαινόταν ότι έρχεται. Κινήθηκε με ψυχραιμία αλλά και με σαφή βούληση να στηρίξει την κοινωνία, όπως άλλωστε έκανε από την πρώτη στιγμή και όταν έσκασε το τσουνάμι της πανδημίας.
Τα δύο τελευταία χρόνια, παράλληλα με την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, η οικονομία και η κοινωνία κρατήθηκαν όρθιες-με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες- χάρη στις παρεμβάσεις και τις επιλογές που δρομολογήθηκαν σε κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο. Με ανάλογη συστηματικότητα, εγκαίρως μέσα στο 2021 οργανώθηκαν και εφαρμόστηκαν τα πρώτα μέτρα ανακούφισης και στήριξης για όλα τα ελληνικά νοικοκυριά με τις γενναίες επιδοτήσεις στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος.
Κι αυτή η τακτική, ακόμη πιο εξορθολογισμένη και κοινωνικά πιο δίκαιη, συνεχίζεται και τη νέα χρονιά σε συνδυασμό με τις κινήσεις και συμφωνίες για καλύτερες τιμές σε ο,τι αφορά την προμήθεια φυσικού αερίου για τη χώρα μας. Ο τομέας της ενέργειας είναι κρίσιμος όχι μόνο για τα νοικοκυριά αλλά και για τις επιχειρήσεις διότι επηρεάζονται άμεσα οι μεταφορές και τα προϊόντα.
Η μάχη για την ανάσχεση των ανατιμήσεων θα είναι ασφαλώς επίπονη και πολυδιάστατη. Το σίγουρο είναι ότι η ομπρέλα προστασίας και στήριξης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα συνεχιστεί για όσο διάστημα χρειαστεί αν και οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για αποκλιμάκωση των πιέσεων μετά το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς.
Αυτό που άλλωστε δρομολογείται, με σειρά νέων παρεμβάσεων, είναι η άμεση και έμμεση στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών ως το ισχυρότερο και ασφαλέστερο αντίδοτο στις αυξήσεις τιμών. Μια ολοκληρωμένη οικονομική πολιτική έχει αρχίσει να ξετυλίγεται με τη δεύτερη σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Μάιο, τις ελαφρύνσεις στον ΕΝΦΙΑ, τις υπόλοιπες μειώσεις στην φορολογία, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και στο Δημόσιο καθώς και τους συνταξιούχους από το 2023, την εφαρμογή bonus system σε επιλεγμένους τομείς του δημοσίου στο πλαίσιο των αναγκαίων διορθωτικών κινήσεων στο ενιαίο μισθολόγιο.
Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με τη μείωση της ανεργίας, με τα νέα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων, με βάση το επιτυχημένο μοντέλο της προηγούμενης περιόδου, αλλά πλέον και με την επανάσταση που φέρνει ο νέος αναπτυξιακός νόμος. Οι δυνατότητες και προβλέψεις του για τις ενισχύσεις σηματοδοτούν αφενός μια στρατηγική μεταρρύθμιση για την μετάβαση του επιχειρείν σε μια νέα εποχή για τη χώρα μας και αφετέρου μια ιστορική ευκαιρία για την απορρόφηση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης που θα μεταμορφώσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Τα αποτελέσματα αυτά δεν πέφτουν φυσικά από τον ουρανό. Οφείλονται στο γεγονός ότι αυτή τη διετία, παρά τις ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, η οικονομία μας θωρακίστηκε, άντεξε, επιτρέποντας μάλιστα να ξοδευθούν πρωτοφανή για τα δεδομένα της χώρας μας ποσά ώστε να στηριχθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις αλλά και να σωθούν οι θέσεις εργασίας. Με καταγεγραμμένη επίσης την προσέλκυση επενδύσεων και τη θεαματική αύξηση των καταθέσεων, η ανάπτυξη προοιωνίζεται για φέτος σε επίπεδα που ξεπερνούν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, με τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας ακόμη πιο εξαιρετικές.
Κι ενώ η έξοδος από το τούνελ της πανδημίας δίνει τη δυνατότητα στη χώρα να κάνει άλματα προς την πρόοδο και το μέλλον, θα ήταν αφέλεια να περιμένει κανείς στήριξη της εθνικής προσπάθειας από την αντιπολίτευση.
Άλλωστε δεν το έκανε, παρά μόνο υποκριτικά και στιγμιαία, ούτε σε όλο το διάστημα της πρωτοφανούς παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης. Αντιθέτως δεν σταμάτησε -ακόμη και τώρα- να υπονομεύει και να σπεκουλάρει επενδύοντας στην καταστροφή και κάνοντας αντιπολίτευση με τους θανάτους.
Απέτυχε όμως παταγωδώς και γι’ αυτό, στην απόγνωσή της, αναζητεί πλέον νέο «πεδίον δόξης λαμπρό», όπως πιστεύει, στα θέματα των τιμών και της ακρίβειας. Νομίζει ότι με πολιτικές κουτοπονηριές και με επικοινωνιακές χαριτωμενιές που την γυρίζουν στις άχαρες εποχές του «δεν πληρώνω», θα καταφέρει να ανάψει φωτιές. Το μόνο που απλώς θα επιτύχει για άλλη μια φορά θα είναι να αυτοαναφλεγεί…
*Ο Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος