Μανώλης Κοττάκης


Μέσα σε μία εβδομάδα η «κεντρώα» Νέα Δημοκρατία γύρισε 70 χρόνια πίσω. Στην εποχή με τους εθνικόφρονες και τα μιάσματα. Σε πολιτικές ξένες με τη μεταπολιτευτική παράδοσή της.


Σε πολιτικές που περισσότερο ομοιάζουν με την αντικομμουνιστική ρητορεία της προδικτατορικής Ενώσεως Κέντρου. Οι γραμμές αυτές γράφονται λίγο πριν από την έναρξη της προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης στη Βουλή για τις υποκλοπές, αλλά η εικόνα είναι ήδη διαμορφωμένη: Δυστυχώς, οι κυβερνητικοί χειρισμοί για την πολύ σοβαρή αυτή υπόθεση, που θα δοκιμάσει την παράταξη διά μακρόν, είναι χειρότεροι ακόμα και από την ίδια την ουσία της υπόθεσης.

Όχι μόνο γιατί το κυβερνητικό αφήγημα δεν βγάζει νόημα. Από το «λάθος που δεν θα επέτρεπα να συμβεί ποτέ», τη «συγγνώμη» του κυρίου Μητσοτάκη «που οφείλω στον κύριο Ανδρουλάκη» και την «υπηρεσιακή αστοχία», φτάσαμε μετά την πίεση των ξένων μέσων ενημέρωσης να «παραδεχόμαστε» ως δημοκρατία ότι παρακολουθούνται και άλλοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι, «χωρίς εξαιρέσεις, για λόγους εθνικής ασφάλειας». Και ότι για όλα αυτά φταίνε ο… κομμουνιστικός δάκτυλος του προέδρου Πούτιν (διαρροή συνεργάτη του πρωθυπουργού στους «Financial Times»), ο «ακροαριστερός» δημοσιογράφος των «New York Times» κύριος Κλαπ (κατά δήλωση του βουλευτή της Ν.Δ. Δημήτρη Μαρκόπουλου) και η «συριζαία» (κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο) δημοσιογράφος του «Politico» και πρόεδρος της Ενωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου Νεκταρία Σταμούλη.

Μαζί με τον… τουρκικό δάκτυλο, που έβαλε στην εξίσωση ο γνωστός ντερμπεντέρης των αναλύσεων. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση καταλαβαίνει ότι όλη αυτή η θεωρία δεν βγάζει νόημα. Δεν έχει λογική. Ότι έχει χαθεί η μπάλα. Κομμουνιστικός δάκτυλος και «New York Times» δύσκολα θα μπορούσαν ποτέ να πάνε μαζί. Δεν συμβαδίζουν! Εκτός κι αν ο πρόεδρος Πούτιν έχει διεισδύσει στον αμερικανικό Τύπο και το πληροφορούμαστε τώρα από τους Κλουζό του Μαξίμου.

Το χειρότερο όμως δεν είναι το αφήγημα που επιλέγει η κυβέρνηση για το σκάνδαλο, αλλά οι σπασμωδικοί χειρισμοί της, ο τρόπος που αμύνεται. Με την υπόθεση των υποκλοπών, η κυβέρνηση διεύρυνε κατά τρόπο απαράδεκτο ένα μέτωπο που είχε ήδη ανοίξει με τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, παρεμβαίνοντας ωμά στην εργασία των ανταποκριτών του ξένου Τύπου σε διάφορες περιπτώσεις, με άνωθεν υποδείξεις στους προϊσταμένους τους, όπως καταγγέλλεται στην περίφημη έκθεση για το κράτος δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το μέτωπο ήταν ήδη ανοιχτό και τώρα φούντωσε. Η κυβέρνηση και ορισμένοι νεοείσακτοι εκ μετεγγραφής βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας (από τον Σκάι και το «Πρώτο Θέμα») έκαναν έλεγχο πολιτικών φρονημάτων σε ανταποκριτές του ξένου Τύπου, γυρίζοντας τη χώρα μας δεκαετίες ολόκληρες πίσω. Κατηγόρησαν τον συντάκτη του επίμαχου άρθρου των «New York Times» ως «ακροαριστερό», χωρίς να υπολογίσουν ότι δεν αυτενεργεί και ότι ήταν επιλογή της ίδιας της εφημερίδας η δημοσίευση του άρθρου στην πρώτη σελίδα της.
Δημοφιλείς ειδήσεις Στο διεθνές μικροσκόπιο η ελληνική πολιτική αστάθεια


Κατηγόρησαν τη συντάκτρια του «Politico» επειδή αποκάλυψε ένα έγγραφο με απάντηση της κυβέρνησης στην Κομισιόν ως συριζαία, αλλά δεν σκέφτηκαν ότι η ανάδειξη του θέματος ψηλά στην ειδησεογραφία στην επιθεώρηση αυτή των Βρυξελλών ήταν επιλογή του ίδιου του «Politico» και όχι της «συριζαίας», η οποία θα ελεγχόταν πολύ αυστηρά από τους προϊσταμένους της αν μετέδιδε ψέματα και δεν ήταν αξιόπιστη. Επιτέθηκαν με το έγγραφο προς την Κομισιόν στην «Εφημερίδα των Συντακτών» επειδή αποκάλυψε στοιχεία για την εμπλοκή κυβερνητικών παραγόντων στο σύστημα παρακολούθησης Predator, αλλά ξέχασαν μέσα στον πανικό τους ότι, εξαιτίας αυτών των δημοσιευμάτων, παραιτήθηκαν ο διοικητής της ΕΥΠ και ο γενικός γραμματέας της κυβέρνησης.

Στην πραγματικότητα λοιπόν η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή δεν είναι ελεγχόμενη μόνο για την παραβίαση μιας θεμελιώδους ατομικής ελευθερίας, όπως το απόρρητο των επικοινωνιών, αλλά για παρέμβαση στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία έκφρασης.

Κατηγορείται για μακαρθισμό και αντικομμουνισμό, και βεβαίως -με τα υπονοούμενα περί ρωσικού δακτύλου- και για επικίνδυνη απόπειρα περαιτέρω διατάραξης των διακρατικών σχέσεων με τη Μόσχα. Με τους χειρισμούς της, λοιπόν, αντί να τα κάνει καλύτερα, τα κάνει χειρότερα. Και, όπου δεν μπορεί η ίδια, έχει επιστρατεύσει μια ομάδα πιστών «καμικάζι» του Τύπου, οι οποίοι επιτίθενται με σφοδρότητα σε οποιονδήποτε, είτε από το εξωτερικό είτε από το εξωτερικό, θελήσει να αμφισβητήσει το κυρίαρχο αφήγημα. Ο θρασύτατος αυτός τσαμπουκάς, που είναι ξένος προς το ήθος και τη φιλοσοφία της νηφάλιας κεντροδεξιάς παράταξης (η οποία παραδοσιακά κυριαρχεί με την πειθώ και με τις πράξεις της) είναι το πρώτο συστατικό των κακών χειρισμών.

Το δεύτερο συστατικό, εξίσου επικίνδυνο, είναι ο συμψηφισμός που επιχειρεί να κάνει η κυβέρνηση με τις υποκλοπές που τυχόν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διακυβέρνησή του. Η επίκληση επίσης νόμων του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ότι αυτός κατήργησε τη δεύτερη υπογραφή εισαγγελέα για την άδεια παρακολουθήσεων και ότι αυτός κατήργησε τα συνοδευτικά έγγραφα που δικαιολογούσαν τις παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας. Και αυτό είναι επικίνδυνο.

Προφανώς και η Αριστερά δεν είναι αθώα του αίματος. Προφανώς μπορεί να έχει κι αυτή σκελετούς στην ντουλάπα της από την περίοδο διακυβέρνησής της, τους οποίους μάλιστα η Νέα Δημοκρατία δεν κατάφερε να αποκαλύψει ως αντιπολίτευση. Αυτός όμως δεν είναι λόγος για να καταφεύγει η κεντροδεξιά παράταξη στο επιχείρημα «κι εσείς τα ίδια κάνατε, όλοι το ίδιο είμαστε». Πρώτον, διότι το 40% του ελληνικού λαού δεν ψήφισε το 2019 Νέα Δημοκρατία για να γίνει ΣΥΡΙΖΑ και να διαφημίζει σε κάθε δύσκολη στροφή της πόσο του μοιάζει. Δεύτερον, διότι αυτή η στρατηγική «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» οδηγεί σε ραγδαία απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση νέων ακραίων πολιτικών κινημάτων στην πατρίδα μας.

Η απονεύρωση της δημοκρατίας, λοιπόν, μετά τις καταγγελίες για παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών και τις επιθέσεις που έχουν στόχο την ελευθερία της έκφρασης και τα πολιτικά φρονήματα των δημοσιογράφων, αποτελεί ήδη μια πολύ επικίνδυνη εξέλιξη.

Υπάρχει και μία ακόμη: Τι θα συμβεί αν αποκαλυφθεί ότι η παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών αξιοποιήθηκε από άγνωστα κέντρα για να παρακολουθηθούν τα τηλέφωνα των δικαστών και των εισαγγελέων που ερεύνησαν την υπόθεση Novartis, με τελικό στόχο την υπονόμευση της έρευνας και την αθώωση των ενόχων; Εάν πράγματι αυτό συμβεί και επιβεβαιωθεί -ήδη η αρμόδια εισαγγελέας Ελένη Τουλουπάκη έχει ζητήσει να ελεγχθεί το κινητό της για παραβίασή του από το κακόβουλο λογισμικό Predator-, τότε ίσως βρεθούμε μπροστά σε μια σπείρα. Ευχόμαστε πραγματικά να μην είναι έτσι τα πράγματα και να αποδειχθούν τα εντελώς αντίθετα. Εμείς ήδη έχουμε πάρει θέση εγκαίρως.

Διακρίναμε κατ’ αρχάς ότι η υπόθεση αυτή φουντώνει από ευρωπαϊκά κέντρα, τα οποία όμως αξιοποιούν δυστυχώς υπαρκτά πολιτικά κυβερνητικά σκάνδαλα. Κι αν υπάρχει ακόμη απόπειρα αποσταθεροποίησης και βούλησης ξένων κέντρων να σπρώξουν τον πρωθυπουργό στην παραίτηση και σε εκλογές, αυτή πατάει γερά πάνω σε σοβαρά πολιτικά λάθη της κυβέρνησης. Δεν έπεσε από τον ουρανό. Αυτή τούς έδωσε τα όπλα. Κάναμε επίσης εγκαίρως κριτική στον δημοσιογράφο των «New York Times», όχι όμως για τα πολιτικά του φρονήματα, αλλά γιατί παρέλειψε, πριν επιτεθεί στην ελληνική κυβέρνηση για τις υποκλοπές, να κάνει την αυτοκριτική του για τις υποκλοπές που έκανε η χώρα του εις βάρος του Ελληνα πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή το 2005.

Η άμυνα επί τέτοιων υποθέσεων, όταν είσαι εκτεθειμένος, πρέπει να βασίζεται στο μέτρο και σε εδραία επιχειρήματα, όχι σε πολιτικό χουλιγκανισμό. Εδώ, όμως, τι παρατηρούμε; Η κυβέρνηση, που ομολόγησε μόνη της την υποκλοπή του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη, ζητά τις τελευταίες ημέρες πανικόβλητη τα ρέστα από όποιον μιλά σε όλο τον πλανήτη, ακόμα και από αυτούς που συνεργάστηκε και δόξασε τα προηγούμενα χρόνια. Βενιζέλο τον λένε; Αλιβιζάτο τον λένε; Παυλόπουλο τον λένε; «New York Times» τον λένε; «Politico» τον λένε; Reuters τον λένε; «Euroactiv» τον λένε; Κομισιόν τον λένε; Από όλους η κυβέρνηση του κυρίου Μητσοτάκη ζητά τα ρέστα για ένα λάθος που ομολόγησε ότι έκανε η ίδια. Λάθος δημοκρατίας.

Γι’ αυτό κι εμείς θεωρούμε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την κυβέρνηση είναι το πώς διαχειρίζεται αυτή τη στιγμή το σκάνδαλο και όχι το ίδιο το σκάνδαλο. Ακόμη κι αν κάποιοι, διαβάζοντας την τροπολογία του νόμου 4790/2021, φτάνουν να υποστηρίζουν ότι το έγκλημα νομοθετήθηκε. Οτι το έγκλημα προετοιμάστηκε. Με τον διορισμένο διοικητή που δεν είχε πτυχίο. Με «δικονομικές εγγυήσεις εθνικής ασφάλειας». Με τροπολογίες που προβλέπουν ότι θα καταστρέφεται, καλού κακού, το υλικό που συλλέγουν οι «κοριοί» της ΕΥΠ από τις παρακολουθήσεις. Πάνω και απ’ όλα αυτά, όμως, είναι τελικώς οι χειρισμοί.
Το πρόσωπο μιας κυβέρνησης που στα δύσκολα κολλάει ετικέτες και προπηλακίζει όλους όσοι γράφουν για την υπόθεση, που συγκρίνει και ταυτίζει τις δικές της συμπεριφορές με τις συμπεριφορές της Αριστεράς, που δυναμιτίζει διακρατικές σχέσεις και τινάζει στον αέρα το πολιτικό σύστημα γιατί δεν αντέχει να διαχειριστεί αυτό που έρχεται. Και νομίζει ότι μπορεί να τους πάρει όλους μαζί της.

Η θέση μας για το θέμα αυτό διατυπώθηκε σε ανύποπτη στιγμή την προηγούμενη εβδομάδα: Εφόσον ο πρωθυπουργός μπορεί να βγάλει το κόμμα και την παράταξη από την κρίση στην οποία την έβαλε με τους χειρισμούς για την υπόθεση των υποκλοπών, έχει καλώς. Συνεχίζει.

Ο ελληνικός λαός τον εξουσιοδότησε προ τριετίας, ο ελληνικός λαός έχει και τον τελικό λόγο. Εάν όμως αισθανθεί σε κάποια στροφή της μακράς αυτής υπόθεσης ότι δεν μπορεί και χάνει τον έλεγχο, τότε έχει μεγάλη ευθύνη απέναντι στον τόπο και στην παράταξη. Αν δεν λάβει τις σωστές αποφάσεις, θα είναι ο ίδιος υπόλογος για το ΣΥΡΙΖΟΠΑΣΟΚ που φιλοδοξεί να τον αντικαταστήσει.
 
Top