Στα σκληρά μονοπάτια της καταγραφής της πιο δύσκολης περιόδου της ζωής του μπήκε ο Λάκης Λαζόπουλος ο οποίος ένιωσε την ανάγκη να διηγηθεί την άνιση μάχη της συζύγου του με τον καρκίνο, η οποία πριν από δύο χρόνια άφησε την τελευταία της πνοή, έχοντας απολαύσει το τελευταίο της παγωτό με ζάχαρη, το οποίο κατά τη διάρκεια των θεραπειών απαγορευόταν.
Ο ηθοποιός μίλησε για το βιβλίο «Άλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου» που θα κυκλοφορήσει στις 26 Μαΐου και αποκάλυψε τα συναισθήματά του αλλά και τι πρόκειται να διαβάσει κανείς αν το αγοράσει.
Η Τασούλα, είναι η «Τζοκόντα» του Λάκη Λαζόπουλου, καθώς έτσι την αποκαλούσε και το 2016 έμαθε τα δυσάρεστα νέα για την υγεία της.
Η ίδια δεν μίλαγε πολύ, αλλά έγραφε. Έγραφε γράμματα στον Λάκη Λαζόπουλο τα οποία δεν του έδωσε ποτέ. Όπως αναφέρει, του τα έδωσε μαζεμένα σε μια κούτα λέγοντάς του όλα αυτά που δεν του είπε εν ζωή
Ο τίτλος του βιβλίου: «προέκυψε από μια επιστολή που έλαβα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και τις φυλακισμένες γυναίκες που είχαν παραλάβει τα φουστάνια της Τασούλας, γιατί είχε πει τα ρούχα της να πάνε σε αυτές. Τότε σκέφτηκα πως θα είναι να δω μια γυναίκα ή κάποιες γυναίκες να είναι ντυμένες με τα ρούχα της και μου βγήκε αυθόρμητα» δηλώνει ο Λάκης Λαζόπουλος.
Αυθόρμητα του βγήκε και η καταγραφή αυτής της σκληρής μάχης που έδωσε η γυναίκα που σημάδεψε την ζωή του, την οποία άρχισε δύο μήνες περίπου μετά τον θάνατό της.
Στην ερώτηση γιατί το έγραψε απαντά:
«Δεν ξέρω. Ένιωσα την ανάγκη να γνωρίσω την Τασούλα, να την συστήσω αν θέλεις στον κόσμο αφού η ίδια δεν ήθελε να φαίνεται να ξέρουν ποια είναι, τι κάνει, να πω για μένα κάποια πιο προσωπικά πράγματα και να της κάνω και μια χάρη.
Να δημοσιεύσω το τεστ DNA που είχα κάνει για χρήση ναρκωτικών μετά την υπόθεση με το Therapy που δεν είναι ένα απλό πράγμα. Όμως το πιο σωστό [στο γιατί έγραψε αυτό το βιβλίο] είναι ότι δεν ξέρω. Έκλαψα πολύ»
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, περνάνε πάρα πολλές προσωπικές ιστορίες του Λάκη Λαζόπουλου, ακόμη και σχέσεις μικρής ή μεγάλης χρονικής διάρκειας, τις οποίες έμαθε η Τασούλα, αλλά δεν θα μάθουν οι αναγνώστες του βιβλίου.
«Δεν στάθηκα σε πρόσωπα ονομαστικά γιατί δεν με ενδιαφέρει το φθηνό κουτσομπολιό, αυτό της κλειδαρότρυπας που λατρεύουν πολύ κάποιοι, Γενικά ήταν πολύ δύσκολο γιατί σκεφτόμουν αν έπρεπε να δημοσιεύσω κάποια γράμματα, αλλά αποφάσισα ότι ήταν κάτι που έπρεπε να κάνω. Είχε έρθει η στιγμή να τα πω, με τον δικό μου τρόπο».
Ο Λάκης Λαζόπουλος θυμάται πάρα πολλά γι’ αυτή την άνιση όπως αποδείχτηκε μάχη με τον καρκίνο που «χτύπησε» την πόρτα της Τασούλας ενώ αυτός ήταν σε επαγγελματικό ραντεβού.
«Η περιπέτεια ξεκινάει το 2016 όταν την ακούω στο τηλέφωνο μετά από μια εξέταση που είχε πάει να κάνει και της βρήκαν έναν όγκο. Πήγα κατευθείαν στο σπίτι. Έτσι αρχίζει το βιβλίο και νομίζω ότι είναι η ιστορία μιας οποιαδήποτε γυναίκας, ενός οποιουδήποτε ανθρώπου και όλη αυτή η διαδρομή με τους γιατρούς.
Που πάω, που πάμε, τι κάνουμε, πότε συναντιόμαστε,πότε χανόμαστε και πότε ξαναβρισκόμαστε, όλα είναι γραμμένα μέσα. Ήθελα να το γράψω να βγει από μέσα μου. Δεν μπορούσα να συνεχίσω χωρίς να το κάνω, επειδή πάντα ότι σκεφτόμουν το έγραφα και δεν μπορούσε να μείνει άλλο μέσα μου».
Πόσο δύσκολο όμως ήταν να αποτυπώσει ο Λάκης Λαζόπουλος σε λευκές κόλλες ή στην οθόνη ενός υπολογιστή όλο αυτό το μακρύ ταξίδι με βουτιές από το σήμερα στο χθες;
«Δυσκολεύθηκα πάρα, πάρα πολύ και δεν το περίμενα. Νόμιζα ότι θα το τελειώσω πολύ γρήγορα επειδή το ήξερα, το είχα ζήσει αλλά κάποια στιγμή από σκηνή σε σκηνή, μόλις τελείωνε μια έπεφτα ψυχολογικά και δεν μπορούσα να το πιάσω εύκολα πάλι. Επειδή αναρωτιέσαι σίγουρα αν “έσπασα” κατά την συγγραφή του, υποθέτω ότι εννοείς αν έκλαψα. Ναι, έκλαψα πάρα πολύ όταν το έγραφα και δεν ήθελα να το τελειώσω νομίζω γιατί έπρεπε να βάλω την Τασούλα σε λέξεις, που εγώ τις έχω και αυτή δεν τις έχει. Γι’ αυτό και γράφει όλα αυτά τα γράμματα σε μένα».
Όσον αφορά στα γράμματά της, την παρακαταθήκη της κατά κάποιο τρόπο σε αυτόν, τα οποία ανακάλυψε μετά την κηδεία της ο Λάκης Λαζόπουλος δηλώνει:
«Επειδή ζήσαμε όλες τις διακυμάνσεις που σημαίνει ότι είναι ένα ζευγάρι, ερωτευμένοι, χωρίζουνε, είναι ξανά μαζί, υπάρχουν σαν φίλοι, είμαστε εδώ, είμαστε εκεί, μπορώ να σου πω ότι τηρούσαμε πάντα έναν κανόνα, αυτόν του απόλυτου σεβασμού ο ένας στον άλλο.
Όταν ένας τόσο δικός σου άνθρωπος πεθαίνει το μόνο που δεν περιμένεις είναι να γράφει όλο αυτό το διάστημα όλα αυτά που ήθελε να σου πει. Κι εκεί που γράφεις αρχίζεις και διαβάζεις και λες τι είναι αυτό τώρα; Εκείνη την ημέρα μου έλεγε αυτό, πως το βράδυ πάει και γράφει αυτό;».
Πολλοί θα αναρωτηθούν γιατί το έκανε, επιλέγοντας τις περισσότερες φωνές να μην μιλάει στον Λάκη, απλά να τον κοιτάζει και να φεύγει μαζί με τις «αέρινες» σιωπές της.
«Η Τασούλα ακολούθησε μια δική μου ιστορία που ήταν και μέρος της ζωής μας. Ο πατέρας μου όταν πέθανε άφησε σε ένα ντουλάπι όλη του την ζωή και δεν μπορούσαμε να το ανοίξουμε μέχρι που ήρθε ένας συνεργάτης του από την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών και μας έφερε το κλειδί. Το ανοίγουμε και βλέπουμε όλη του την ζωή και πράγματα που είχε κάνει για μένα. Ανακάλυψα τον πατέρα μου από ένα ντουλάπι.
Πολλά χρόνια μετά θα ανακαλύψει και την Τασούλα μέσα σε μια κούτα γεμάτη γράμματα γι’αυτόν.
«Το μόνο που δεν περίμενα είναι να μου συμβεί και αυτό με την Τασούλα. Υπάρχει ένα γράμμα για το οποίο μου λέγανε κάποιοι και η γραμματέας μου να το σκεφτώ αν θα το δημοσιοποιήσω, μήπως δεν πρέπει κι εγώ είπα αφού το έγραψε θα το βάλω. Το πως ένιωθε δεν μπορεί να αποδοθεί αλλιώς παρά μέσα από ένα γράμμα όπου η Τασούλα κραυγάζει κάτι πολύ προσωπικό με αποδέκτη εμένα».
«Την τελευταία μέρα την κράτησα και σε φωτογραφία»
Αναρωτιέται άραγε αν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο;
«Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ζωή μετά, αλλά νομίζω ότι είναι η μνήμη που διατηρεί ζωντανό έναν άνθρωπο. Το αίσθημα του χρόνου είναι κάτι που με βασανίζει χρόνια στη ζωή μου και η μνήμη κρατάει όπως θέλει και με όποιον τρόπο θέλει τον άνθρωπο ζωντανό. Την βλέπω την Τασούλα, την σκέφτομαι, την ακούω, μου μιλάει και μάλιστα έντονα κάποιες φορές».
Σχετικά με την κόρη του Μαρριέλη και το πώς έζησε όλο αυτό το χρονικό της αρρώστιας που «χτύπησε» την μαμά της και πως το βίωσε.
«Η κόρη μου προσπαθούσε να κρατήσει εμένα ψύχραιμο για να μην στεναχωριέμαι και το βίωνε με έναν τρόπο που τελείωσε όταν ξέσπασε βρίσκοντας ένα τραγούδι που της είχε αφήσει η μαμά της, αυτό που λέει «καλημέρα τις κάνεις, να ‘σαι πάντα καλά».
Δεν ήταν μόνο ο καρκίνος της Τασούλας αλλά και μια σειρά πραγμάτων που συνέβαιναν εκείνη την περίοδο και πιστεύω ότι η Μαρριέλη κράτησε μια στάση σχεδόν ηρωϊκή μαζί μου.
Με την απώλεια της μητέρας της νομίζω ότι το περνάει και θα συνεχίσει να το περνάει μέσα της. Το συζητάμε που και που γιατί εξακολουθεί να υπάρχει μέσα μας όλο αυτό.
Υπάρχει και η ανάμνηση της τελευταίας ημέρας στο «Υγεία», όταν άρχισε να διαφαίνεται το αναπόφευκτο τέλος.
Την τελευταία μέρα την έχω κρατήσει και σε φωτογραφία. Ευτυχώς το κορίτσι μου δεν πόναγε καθόλου. Έφυγε ήρεμα γιατί αυτός ο καρκίνος δημιουργεί μια γλυκιά παραίσθηση και έφαγε ένα παγωτό με ζάχαρη, η οποία απαγορευόταν. Όταν μου είπε η γιατρός ας φάει κατάλαβα, αν και ποτέ δεν δέχτηκα ότι έρχεται το τέλος, ούτε όταν ήρθε αν και το ήξερα από την πρώτη στιγμή. Ήταν Πέμπτη πρωί όταν ξεκίνησε, που άκουσα την φωνή της ίσα να βγαίνει, είχε τάση για εμετό, έβγαλε αίμα δύο φορές και μετά την πήραν. Πήγα για να την χαιρετήσω όταν διασωληνώθηκε και έφυγα με την Μαρριέλη».
Για τους ανθρώπους που θα το διαβάσουν και μπορεί να αναρωτηθούν διάφορα πράγματα για τον Λάκη:
«Δεν ξέρω τι σκέφτεται ή τι θα σκεφτεί κάποιος για το βιβλίο με την έννοια του γιατί το έκανα. Εγώ ήθελα να το γράψω και θεωρώ ότι μέσα από την ψυχή μου αυτά που έχω γράψει είναι αυτά που έζησα. Μου ήταν δύσκολο να το γράψω, ακόμη και αυτά που είχε γράψει η Τασούλα για μένα να τα μεταφέρω στο χαρτί, αλλά είχε έρθει η ώρα να γίνει. Έχω μάθει από το σπίτι μου να λέω την αλήθεια όσο και αν μου κοστίζει και μου κόστισε ουκ ολίγες φορές. Εγώ είπα και εν προκειμένω έγραψα αυτά που σκεφτόμουν».