Καθώς οι αντοχές της κοινωνίας και όχι μόνο έφθασαν στο όριό της, το Μέγαρο Μαξίμου δεν έχει άλλο δρόμο από εκείνο που απέφευγε επί πολλούς μήνες, κατ΄ άλλους σκόπιμα και και κατ΄ άλλους αναπόφευκτα. Είτε με τη μια είτε με την άλλη εκδοχή, το δεύτερο και τρίτο κύμα του κορονοϊού χρησίμευσαν εξ αντικειμένου ως ένα πολύτιμο εργαλείο στην κυβέρνηση προκειμένου να θέσει αφενός σε δεύτερη μοίρα όλα τα άλλα μεγάλα θέματα και αφετέρου να συνεχίσει να καρπώνεται τα (όποια) επικοινωνιακά οφέλη μιας τέτοιας «έκτακτης κατάστασης».
Για παράδειγμα, λίγοι θυμούνται σήμερα πως όταν εκδηλώθηκε το πρώτο κύμα στις αρχές του 2020 τα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας ήταν ήδη δυσμενή και η αναμενόμενη από τότε ανάπτυξη είχε αρχίσει να ξεθωριάζει πριν την «αποτελειώσει» ο κορονοϊός. Τα αλλεπάλληλα lockdown και τα συνεχή περιοριστικά μέτρα βοήθησαν ωστόσο να κρυφτεί πολύ γρήγορα το πρόβλημα κάτω από το χαλί και η χώρα να μπει σε μια παρατεταμένη περίοδο υγειονομικής κρίσης, άλλοτε με στοιχεία υπερβολής κι άλλοτε όχι. Ακόμη και τα τραγικά λάθη της περσινής τουριστικής σεζόν πάντως θάφτηκαν υπό τους ήχους του φθινοπωρινού συναγερμού για την έξαρση της πανδημίας.
Οχυρωμένη και επικοινωνιακά -βοηθούντων και των περισσοτέρων μέσων ενημέρωσης- η κυβέρνηση έπαιξε με τις καθυστερήσεις όσο μπορούσε περισσότερο το τελευταίο διάστημα. Δεν είναι μάλλον τυχαίο ότι ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έφθασαν να μαλώσουν για το κατά πόσο χρησιμοποιήθηκε η πανδημία ακόμη και για να παραταθεί το καθεστώς υπολειτουργίας της Βουλής.
Η αλλαγή τακτικής υπαγορεύθηκε για την κυβέρνηση και από μια άλλη αναγκαιότητα. Από τη στιγμή που το επίσημο αφήγημα υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα των εμβολιασμών εξελίσσεται «πολύ καλύτερα του αναμενομένου» -μολονότι βέβαια τα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο- θα έπρεπε να κάνει και τις ανάλογες κινήσεις οι οποίες να δίνουν την ανάλογη αξιοπιστία.
Αυτό που προκύπτει πάντως είναι ότι η επάνοδος στην «κανονικότητα» μοιάζει περισσότερο με μια απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα η οποία συνοδεύεται και από την αντίστοιχη αμηχανία εάν όχι σαστισμάρα. Απολύτως χαρακτηριστικό -όσο και δυσάρεστο- είναι αυτό που συμβαίνει τα τελευταία εικοσιτετράωρα με την καταστροφική πυρκαγιά στην Κορινθία και την Δυτική Αττική. Ο κυβερνητικός και κρατικός μηχανισμός πιάστηκε κυριολεκτικά απροετοίμαστος και αυτό από αρμόδια χείλη άρχισαν να ακούγονται διάφορες πρόχειρες δικαιολογίες ακόμη και για το πότε τυπικά ξεκινά η θερινή αντιπυρική περίοδος. Η ολιγωρία και οι καθυστερήσεις δεν καταλογίζονται μόνο από την αντιπολίτευση -που το κάνει και «εκ καθήκοντος»- αλλά είναι διαπιστώσεις και από τους κατά τόπους φορείς και παράγοντες των πληττόμενων περιοχών.
Πολλοί φοβούνται ότι αυτές οι εικόνες ενδεχομένως να αποδειχθούν ήσσονος σημασίας μπροστά στους κινδύνους που απειλούνται για τη συνέχεια. Αν όπως λέγεται τώρα οι πυρκαγιές μπορούν να σπέρνουν τέτοια καταστροφή, θα πρέπει εγκαίρως να ληφθούν μέτρα για την επόμενη και δυσκολότερη φάση. Φαίνεται πάντως ότι -με αιχμή το σκηνικό του τελευταίου 48ώρου- στις πρώτες μάχες με την καθημερινότητα (στην άτυπη «μετά πανδημία» εποχή) η κυβέρνηση υφίσταται απώλειες. Αυτό καταγράφεται και με τα απανωτά κρούσματα εγκληματικότητας και μάλιστα βαριάς μορφής. Οι ληστείες και οι δολοφονίες, με πιο αποτρόπαια αυτή στα Γλυκά Νερά, ανεξάρτητα από τις στατιστικές έχουν οδηγήσει σε αναζωπύρωση τα αισθήματα φόβου και ανασφάλειας στην ελληνική κοινωνία. Η κυβερνητική αμηχανία αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι αν επί ΣΥΡΙΖΑ το κυρίαρχο δόγμα είχε εκφραστεί με τη φράση του Ν. Τόσκα «αν μπουν οι διαρρήκτες στο σπίτι σας, να κάνετε ότι κοιμάστε», επί ΝΔ του μότο που ακούγεται είναι «αυτά συνέβαιναν και θα συμβαίνουν», όπως δήλωσαν οι υπουργοί Μ. Βορίδης και Στ. Πέτσας...
Η κυβέρνηση φαίνεται ότι εκτός των άλλων πληρώνει στο μέτωπο αυτό και ένα μεγάλο τίμημα λόγω της αλαζονείας που την διαπερνά εδώ και μια διετία. Η αίσθηση που επικρατεί για την έλλειψη ισχυρού αντιπάλου και την απουσία σοβαρής πολιτικής πίεσης, σε συνδυασμό με τις αρρυθμίες του επιτελικού κράτους, έχουν γεννήσει παρενέργειες οι οποίες τώρα εκδηλώνονται στην πράξη. Το κλίμα δε που έχει διαμορφωθεί στους κόλπους της κυβερνητικής παράταξης και ειδικά της Κοινοβουλευτικής Ομάδας είναι τέτοιο πλέον που δεν βοηθά στη διατήρηση της συνοχής. Όσο περνά μάλιστα ο καιρός εκφράζονται αμφιβολίες εάν ακόμη και ο (αναμενόμενος...) ανασχηματισμός θα είναι αρκετός για να δημιουργήσει μια νέα αφετηρία με την αναγκαία προς τούτο δυναμική.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό και εσωκομματικό περιβάλλον, η επιστροφή στην κανονικότητα συνοδεύεται και από την επαναφορά στο προσκήνιο των υποθέσεων σκανδάλων αλλά και της σκανδαλολογίας. Δεν είναι μόνο η προανακριτική επιτροπή -με «πρωταγωνιστή» τον άλλοτε κόκκινο εργολάβο Χρ. Καλογρίτσα- που δίνει τον τόνο, ενδεχομένως και με προεκλογικό άρωμα κατά την εκτίμηση ορισμένων. Φαίνεται ότι μπαίνουμε σε μια πολιτική περίοδο που εκατέρωθεν τα ζητήματα διαφθοράς θα χρησιμοποιηθούν ως όπλα στη φαρέτρα της αντιπαράθεσης. Αυτό δείχνει και η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ που αναδεικνύει υποθέσεις της τελευταίας διετίας από διάφορους τομείς για αντεπιτεθεί στην κυβέρνηση η οποία θεωρεί ότι η διαρκής υπόμνηση του (χαμένου) «ηθικού πλεονεκτήματος» των αντιπάλων θα παραμείνει μέχρι τέλους το ισχυρότερο ατού της.
Η ένταση της σκανδαλολογίας, που είναι άγνωστο σε ποιο βαθμό αγγίζει την κοινωνία, ενδέχεται να επισκιάσει και το άλλο μεγάλο μέτωπο που σηματοδοτεί η επάνοδος στην κανονικότητα, δηλαδή την οικονομία. Προς το παρόν, τα πράγματα κινούνται με την κεκτημένη ταχύτητα των ενισχύσεων και κονδυλίων που διατέθηκαν τον τελευταίο χρόνο και εν αναμονή του τουρισμού το πραγματικό ραντεβού στον τομέα αυτό δίνεται για το φθινόπωρο. Εάν δεν έχουν μεσολαβήσει άλλες εξελίξεις και δεν έχει επανέλθει η απειλή του κορονοϊού, τότε θα φανούν πιο καθαρά οι συνέπειες στην πραγματική οικονομία και τότε θα υπάρξει και η ουσιαστική δοκιμασία αφενός μεν για την πολιτική που θα εφαρμόσει η κυβέρνηση και αφετέρου για τη δυνατότητα της αντιπολίτευσης να αρθρώσει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση. Κάτι ανάλογο αναμένεται το επόμενο διάστημα και στο πεδίο των εθνικών θεμάτων τα οποία αν και βρίσκονται επί της ουσίας σε κρίσιμο σημείο, έως τώρα τα «κάλυπτε» και αυτά η σκιά της πανδημίας...
Ανδρέας Καψαμπέλης