Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 20 χρόνια από το δημοψήφισμα στην Κύπρο με το οποίο οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο Ανάν με το συντριπτικό 76%.
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από το δημοψήφισμα στην Κύπρο με το οποίο οι Ελληνοκύπριοι (82% του νομίμου πληθυσμού του νησιού) απέρριψαν το σχέδιο Ανάν με το συντριπτικό ποσοστό του 76%, παρά τις τεράστιες πιέσεις και σχεδόν άμεσες απειλές που δέχτηκαν από τη μεγάλη πλειοψηφία της κυπριακής και ελλαδικής αστικής τάξης, του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας και της Κύπρου, των ελλαδικών και κυπριακών ΜΜΕ, σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, της Ε.Ε. και των ΗΠΑ προκειμένου να ψηφίσουν «Ναι».
Μετά το δημοψήφισμα, πολλοί, που ήταν υπέρ του «Ναι» ή ποιούσαν τη νήσσα, σε Κύπρο και Ελλάδα, εμφανίσθηκαν όψιμοι οπαδοί του «Όχι». Μια μελέτη όμως των δημοσιευμάτων και των δηλώσεων από τον Νοέμβριο του 2002, που πρωτοεμφανίστηκε το σχέδιο αυτό, μέχρι τον Απρίλιο του 2004, που απερρίφθη, θα απεδείκνυε ότι σχεδόν οι πάντες σε Κύπρο και Ελλάδα το υποστήριζαν ή πάντως δεν το επέκριναν και μόνο μια φούχτα ανθρώπων ήταν απέναντι. Με δεδομένο τον τερατώδη, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, χαρακτήρα του ίδιου του σχεδίου Ανάν, η σχεδόν καθολική υποστήριξή του από την πολύ μεγάλη πλειοψηφία της ελλαδικής και κυπριακής «ελίτ» (τρόπος του λέγειν, γιατί μόνο εκλεκτοί δεν είναι), συνιστούσε από τότε μια σοβαρότατη ένδειξη του βαθμού εκφυλισμού, της ηθικής και διανοητικής αποσύνθεσης και παρακμής και της ξένης εξάρτησης της ελλαδικής και κυπριακής «ελίτ». Τον διαπιστώσαμε εξάλλου αργότερα, πέραν αμφιβολίας, όταν διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις απεδέχθησαν καταστροφικά οικονομικά προγράμματα, που δεν είχαν επιβληθεί από το ΔΝΤ ούτε στον Τρίτο Κόσμο και βεβαίως τον διαπιστώνουμε ακόμα περισσότερο σήμερα σε όλες τις εκδηλώσεις της ελλαδικής και κυπριακής δημόσιας ζωής. Οι πολιτικοί άλλωστε της Ελλάδας που στρατεύτηκαν ολόψυχα στην υποστήριξη του σχεδίου Ανάν, όπως ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Ντόρα Μπακογιάννη, ήταν οι ίδιοι που στήριξαν με ενθουσιασμό τα Μνημόνια και τις Δανειακές το 2010. Δεν κατάφεραν να καταλύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία το 2004, κατάφεραν όμως να καταλύσουν την Ελληνική το 2010!
Να σημειώσουμε επίσης ότι οι δυνάμεις του «Ναι» διέθεσαν εκατομμύρια δολάρια για την προπαγάνδα τους.
Θυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι η επεξεργασία του σχεδίου Ανάν άρχισε σε τρία συνέδρια του Ιδρύματος Κόκκαλη και τις πρώτες ιδέες τις εισηγήθηκαν Ισραηλινοί συμμετέχοντες. Ο Βρετανός Λόρδος Χάνεϊ επιστάτησε την όλη διαδικασία διαμόρφωσής του και το «διαπραγματεύτηκε» από ελλαδικής πλευράς ο Γιώργος Παπανδρέου και η ομάδα του στην Αθήνα, υπό την εποπτεία των συμβούλων του Κώστα Σημίτη Γιάννη Παπαδημητρίου και Γιώργου Πανταγιά. Σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου εκείνη την εποχή ήταν και ο μετέπειτα υπουργός του Τσίπρα Νίκος Κοτζιάς, που χαρακτήρισε μάλιστα σε βιβλίο του (Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας κατά τον 21ο αιώνα, εκδ. Καστανιώτη, 2010) την πρόβλεψη να τεθεί δημοψήφισμα ως το μεγάλο σφάλμα του 2004! Ως υπουργός Εξωτερικών του Τσίπρα θα προσπαθήσει να το επανορθώσει συγκαλώντας τη Διάσκεψη της Γενεύης ώστε να λύσει το Κυπριακό χωρίς να κάνει δημοψήφισμα.
Διαπρεπής συνταγματολόγος, ο νομικός σύμβουλος του Κώστα Σημίτη Γιάννης Παπαδημητρίου ζήτησε συγγνώμη από τους Κυπρίους όταν επισκέφθηκε το νησί μετά το δημοψήφισμα για το ότι επέτρεψε να φτιαχτεί ένα τέτοιο σχέδιο. Η εξουσία έχει συχνά θλιβερές επιπτώσεις στο ήθος των ανθρώπων. Από πλευράς Κύπρου, το σχέδιο το διαπραγματεύτηκαν οι Γλαύκος Κληρίδης, Γιαννάκης Κασουλίδης και Αλέκος Μαρκίδης. Η «διαπραγμάτευση» δεν μπορούσε βέβαια να οδηγήσει παρά εκεί που κατέληξε εν τέλει, με δεδομένο ότι ο Γιώργος Πανταγιάς δήλωσε ευθύς εξ αρχής ότι οι νομικές διατάξεις δεν έχουν μεγάλη σημασία, αφού το νέο κράτος θα ενταχθεί στην Ε.Ε.!!
Στο τέλος πήραν το τέρας που κατασκεύασαν και το έδωσαν στον Γ.Γ. του ΟΗΕ Κόφι Ανάν να το εμφανίσει ως τάχα μου δικό του, ώστε να εμφανίσουν όσους θα έλεγαν «Όχι» ως αντιτιθέμενους στα ίδια τα Ηνωμένα Έθνη. Μάλιστα ο -υποτίθεται δημοκράτης και σοσιαλιστής- Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης πρότεινε στον Κληρίδη να αναβληθούν οι εκλογές στην Κύπρο και να κυβερνήσει ο ίδιος επί ένα διάστημα ως δικτάτωρ, ώστε να ψηφιστεί μετά βεβαιότητος το σχέδιο!
Θα δείξουμε στη συνέχεια, με επιχειρήματα που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από την ισχύ μιας αυστηρής μαθηματικής απόδειξης, ότι, ψηφίζοντας όπως ψήφισαν οι Ελληνοκύπριοι, διέσωσαν την ίδια την ύπαρξη του κράτους τους και την ειρήνη στο νησί. Διέσωσαν επίσης την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό από τις δραματικές συνέπειες που θα υφίσταντο αν έπεφταν απάνω τους τα ερείπια της Κύπρου, όπως και την Ευρωπαϊκή Ένωση από τις συνέπειες μιας ένταξης από το παράθυρο της Τουρκίας στην Ένωση χωρίς να πληροί καμιά από τις προϋποθέσεις και από τη δημιουργία χάους σε ένα τμήμα των εδαφών της Ε.Ε..
Γιατί ήταν μια ειρηνική επανάσταση το δημοψήφισμα
Χαρακτηρίσαμε επανάσταση το δημοψήφισμα, έστω και αν έγινε με ειρηνικές μεθόδους, για τρεις λόγους:
Πρώτον γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων απέρριψε ένα σχέδιο πίσω από το οποίο συνέκλιναν οι ισχυρότερες δυνάμεις του πλανήτη και το μεγαλύτερο τμήμα του κατεστημένου Ελλάδας και Κύπρου. Αυτό επανελήφθη 11 χρόνια αργότερα στο ελληνικό δημοψήφισμα του 2015, που άλλωστε έχει ομοιότητες με το κυπριακό του 2004, αφού και τα δύο αφορούσαν τον ίδιο τον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος, την ίδια τη λαϊκή και την εθνική κυριαρχία. Και το σχέδιο Ανάν και τα μνημόνια και οι δανειακές είναι άλλωστε ακραίες εκδηλώσεις μιας πολύ γενικότερης και παγκόσμιας τάσης: της επίθεσης του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου και της «συλλογικής» Δύσης -της «παγκοσμιοποίησης» αν προτιμάτε- εναντίον των κυρίαρχων κρατών. Μόνο που στην Ελλάδα και την Κύπρο αυτή η γενική τάση εκδηλώθηκε με ασυνήθιστη, άνευ προηγουμένου δριμύτητα, που δεν συναντάμε σε καμιά άλλη χώρα που να ανήκει στη συλλογική Δύση (έστω και στην περιφέρεια). Στην Ελλάδα είχαμε ένα οικονομικό πρόγραμμα που μείωσε κατά 27% το ΑΕΠ, κάτι που δεν συνέβη σε άλλη δυτική χώρα μετά την κρίση του 1929 στις ΗΠΑ και στη Γερμανία της Βαϊμάρης (1929-33). Στην Κύπρο το σχέδιο προέβλεπε την πλήρη κατάργηση του κράτους!
Δεύτερον, γιατί το διακύβευμα του δημοψηφίσματος του 2004 δεν ήταν τίποτα άλλο από την ίδια την ύπαρξη του κυπριακού κράτους, του κράτους δηλαδή που δημιούργησε η μεγάλη αντιαποικιακή επανάσταση των Κυπρίων το 1955-59.
Τρίτον, γιατί το κυπριακό δημοψήφισμα τίναξε στον αέρα ολόκληρη την αμερικανο-βρετανο-ισραηλινή στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο, που είχε επεξεργαστεί ο Αμερικανός διπλωμάτης Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ και η οποία περιελάμβανε τρία σκέλη: την «επίλυση» των ελληνοτουρκικών διαφορών με κάποιες παραχωρήσεις κυριαρχίας της Αθήνας, τη μετατροπή της Κύπρου σε δυτικό προτεκτοράτο και την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.. Εφαρμοζόμενο, το πρόγραμμα αυτό θα οδηγούσε στην θεσμοποίηση του αμερικανικού ελέγχου σε Ελλάδα και Κύπρο, με ουσιαστική κατάργηση του κυπριακού κράτους, δημιουργία ενός ακόμα ισχυρού μοχλού αμερικανικής επιρροής στο εσωτερικό της ΕΕ, ολοκλήρωση μιας ζώνης αμερικανο-ισραηλινο-τουρκικής ζώνης επιρροής στην ανατολική Μεσόγειο και εκτόπιση της ρωσικής επιρροής από την περιοχή αυτή. (Σε ό,τι αφορά την τουρκική ένταξη στην Ε.Ε. δεν θα ξεχάσω με πόσο σαρκαστικό κυνισμό ένας φιλότουρκος Βρετανός συγγραφέας απαριθμούσε, σε ένα συνέδριο για τις ευρωτουρκικές σχέσεις που παρακολούθησα το 2004 στην Τουρκία, τους λόγους για τους οποίους η χώρα του και οι ΗΠΑ θέλουν την τουρκική ένταξη, παρά τις αντιρρήσεις των Ευρωπαίων: «η ένταξη θα καταργήσει την ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική, θα μετατρέψει την Ένωση σε ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών, όπως είναι η επιδίωξη του Λονδίνου από τον καιρό της EFΤΑ και θα βάλει έναν δούρειο ίππο της Αμερικής στο εσωτερικό της».
Τέταρτο, γιατί τεθέντες εκ του Σχεδίου ενώπιον της προοπτικής να χάσουν το κράτος τους, οι Κύπριοι απέκτησαν για πρώτη φορά συνείδηση της αξίας του, έγιναν πολίτες κράτους, όχι απλοί υπήκοοι κράτους που υπάρχει μόνο λόγω του ότι το επιτρέπουν οι ισχυροί, ως μία παραχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας. Το δημοψήφισμα τους έθεσε προ δύο φόβων, είτε να υποστούν τα αντίμετρα των ξένων που ήθελαν να ψηφίσουν «Ναι», είτε να χάσουν το κράτος τους. Προτίμησαν τον πρώτο από τον δεύτερο φόβο.
Το δημοψήφισμα του 2004 απετέλεσε ένα ποιοτικό άλμα στην συνείδηση των Κυπρίων για το κράτος τους. Στην Ελλάδα συνέβη το αντίστροφο. Η μη τήρηση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 2015 οδήγησε μια πλειοψηφία Ελλήνων στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν πια δικό τους κράτος, ότι το κράτος που λέγεται ελληνικό λειτουργεί πλέον υπό τις εντολές ξένων και εναντίον των συμφερόντων του ελληνικού λαού, δίκην αποικιακής διοίκησης. Υπήρξε ένας μεγάλος σταθμός στη «ραγιαδοποίησή» μας.
Και μια Επανάσταση στο ΑΚΕΛ
Για να μπορέσουν όμως να κάνουν την Επανάστασή τους εναντίον των δυνάμεων που επιβουλεύονταν το νησί τους, οι Κύπριοι χρειάστηκε προηγουμένως να κάνουν μια επανάσταση εναντίον των ηγεσιών των δύο μεγάλων κομμάτων τους, του δεξιού Δημοκρατικού Συναγερμού και του αριστερού ΑΚΕΛ, που, αμφότερες είχαν αποφασίσει να ταχθούν με τον ξένο παράγοντα.
Ανάλογα έγιναν, θυμίζουμε, και στην Ελλάδα, όπου οι ψηφοφόροι, αντιμέτωποι με την εθνική και κοινωνική λαίλαπα των Μνημονίων εγκατέλειψαν τα δύο κόμματα εξουσίας της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, για να στηρίξουν τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Αν.Ελλ. και να τους κάνουν κυβέρνηση (προτού διαπιστώσουν βέβαια αποσβολωμένοι ότι είναι και αυτοί «τζούφιοι» και δεν είχαν προετοιμάσει κανένα σχέδιο για να έρθουν σε ρήξη με τους πιστωτές αν δεν βρισκόταν μια ανεκτή έστω συμβιβαστική λύση).
Στην Κύπρο, το 70% σχεδόν των ψηφοφόρων της Δεξιάς, του Δημοκρατικού Συναγερμού των Κληρίδη και Αναστασιάδη τον εγκατέλειψαν ψηφίζοντας «Όχι» στο δημοψήφισμα. Με το ΑΚΕΛ τα πράγματα ήταν πιο μπερδεμένα. Η ηγεσία του κόμματος παρέμενε πιστή στη βαθειά εσφαλμένη άποψη του ΑΚΕΛ στο εθνικό ζήτημα, άποψη που του έφερε σε ευθεία σύγκρουση με μεγάλα τμήματα του κυπριακού λαού και κατά την εξέγερση του 1931 και κατά την επανάσταση του 1955-59. Ταυτόχρονα η άποψη αυτή επέτρεπε στην ηγεσία του ΑΚΕΛ να έχει την εύνοια του δυτικού ιμπεριαλισμού, ιδίως των Βρετανών, στο μέτρο που οι απόψεις τους για το Κυπριακό πρακτικά ταυτίζονταν.
Μόνο που το ΑΚΕΛ ήταν ένα παραδοσιακό λαϊκό κόμμα, με μεγάλη συμμετοχή σε κοινωνικούς αγώνες και στέρεους δεσμούς με τις κυπριακές λαϊκές τάξεις. Και αυτές οι τάξεις ένοιωθαν καλύτερα από τους φραγκάτους αστούς του νησιού, με τα σπίτια στο Λονδίνο, ότι χρειάζονται κράτος. Και όταν η βάση του ΑΚΕΛ έμαθε ότι το Πολιτικό Γραφείο αποφάσισε, τη Μεγάλη Τρίτη του 2004, να σταυρώσει την Κύπρο τασσόμενο υπέρ του σχεδίου Ανάν, ήταν από τα προπύργια του κόμματος, από το «κόκκινο» Τσέρι, από τη «μικρή Μόσχα» της Αγλατζάς, από το Καϊμακλί που ξεκίνησε ο ξεσηκωμός. Σε μια επαναστατική κατάσταση, έγραφε ο Λένιν το 1917, οι εργάτες είναι εκατό φορές πιο αριστερά από το κόμμα, το κόμμα εκατό φορές πιο αριστερά από την Κεντρική Επιτροπή. Ήταν τέτοια η πίεση που η βάση του κόμματος άσκησε στην ηγεσία του ώστε η Κεντρική Επιτροπή μετέβαλε, για πρώτη φορά στην ιστορία του κόμματος, την απόφαση του Πολιτικού Γραφείου τασσόμενη υπέρ του «Όχι». Έξαλλος και μη έχοντας καταλάβει τι και γιατί συμβαίνει ο Δημήτρης Χριστόφιας μίλησε για «εθνικιστικό παροξυσμό» και πρόσθεσε ότι «ψηφίζουμε Όχι για να τσιμεντώσουμε το Ναι».
Ήταν μια ιστορική ευκαιρία να πάρουν τον έλεγχο του κόμματος της αριστεράς δυνάμεις με μια πιο ισορροπημένη πολιτική στο εθνικό, πιο αντιπροσωπευτικές της λαϊκής βάσης της αριστεράς, ικανές να παντρεύουν το εθνικό με το κοινωνικό, που είναι το «κλειδί» για τη διεκδίκηση της ηγεμονίας (όπως έγινε με το ΕΑΜ, με το ΠΑΣΟΚ και με τον ΣΥΡΙΖΑ της αντιμνημονιακής περιόδου). Αλλά ακόμα κι όσοι διαφωνούσαν δεν το κατάλαβαν, ούτε είχαν και τέτοια στρατηγική. Μόλις πέρασε η καταιγίδα, η κυβερνώσα το ΑΚΕΛ γραφειοκρατία πέταξε ξεφλούδισε σαν αυγό τους πρωταγωνιστές του αριστερού, αντιαποικιακού «Όχι».
Εκείνη την εποχή αλλά και αργότερα επισκέφθηκα πολλές φορές την Κύπρο και μίλησα με όλους σχεδόν τους πολιτικούς της. Διαπίστωσα εντελώς έντρομος ότι δεν είχαν μελετήσει το σχέδιο και δεν γνώριζαν τις διατάξεις που περιείχε! Είναι ζήτημα επίσης αν δύο τρεις άνθρωποι στην Αθήνα -πλην όσων το διαπραγματεύθηκαν και το συνέταξαν -γνώριζαν τι περιείχε. Τοποθετούνταν γενικώς, οι «αντιεθνικιστές» υπέρ, οι «πατριώτες» εναντίον. Δεν είναι χαζοί άνθρωποι, ούτε και οι δημοσιογράφοι είναι. Αν δεν ενημερώνονται, αν δεν διαβάζουν είναι γιατί καταλαβαίνουν ότι μόνο δυσκολίες θα έχουν αν διαβάσουν και αν ενημερωθούν. Άλλωστε η συζήτηση και ο διάλογος με επιχειρήματα είναι άγνωστα σπορ στη σημερινή Ελλάδα και Κύπρο, για να μη πω και το διάβασμα γενικώς! Αν κάποτε γράψω τους παραλογισμούς και τα «μαργαριτάρια» που έχω ακούσει από Πρωθυπουργούς, Υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας ως πολιτικο-διπλωματικός συντάκτης ο κόσμος δεν θα με πιστεύει και αν με πιστέψει θα πάθει έμφραγμα.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, επί των ημερών του οποίου εμφανίστηκε το σχέδιο Ανάν το παρουσίασε σε συνέντευξη τύπου. Όταν ένας δημοσιογράφος του επεσήμανε ότι το σχέδιο καταργεί τον κυπριακό στρατό (την Εθνοφρουρά) απόρησε και διερωτήθηκε (Πρωθυπουργός της Ελλάδος ων) αν η Κύπρος έχει στρατό. Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας αγνοούσε την ύπαρξη ενόπλων δυνάμεων της Κύπρου. Όταν ρώτησα έναν από τους Κυπρίους διαπραγματευτές του σχεδίου, ηγετικό στέλεχος της κυπριακής Δεξιάς, γιατί πιστεύει ότι θα δουλέψει το σχέδιο Ανάν μου απάντησε: «Άκου, δεν θέλουμε να ζήσουμε με τους Τουρκοκυπρίους. Θα το υπογράψουμε και μετά θα πάμε σε βελούδινο διαζύγιο»! Ξέχασε βέβαια ότι αυτό που θα υπέγραφε – και το οποίο διαπραγματεύτηκε ο ίδιος προέβλεπε την απαγόρευση τυχόν διαζυγίου Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων (γιατί ένα τέτοιο “διαζύγιο” θα εξουδετέρωνε τον αποικιακό έλεγχο της Κύπρου που στηριζόταν στον εκ νέου θεσμοποιύμενο, δια του σχεδίου, ανταγωνισμό των δύο κοινοτήτων). Ένας άλλος, ανώτερο στέλεχος του ΑΚΕΛ, και όχι από τα χειρότερα, με ρώτησε «γιατί σε ενοχλεί το Ανώτατο Δικαστήριο; Αυτό θα ασχολείται μόνο με τους Τουρκοκύπριους» και φυσικά με “έστειλε”. Το Ανώτατο Δικαστήριο που προέβλεπε το σχέδιο θα ίσχυε φυσικά για όλη την Κύπρο και όλους τους Κυπρίους. Έτσι γίνεται η άσκηση εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής σε Ελλάδα και Κύπρο!
Σας υποσχέθηκα να σας αποδείξω ότι το σχέδιο Ανάν ήταν ένα τέρας που κατέλυε το κυπριακό κράτος, ένα σχέδιο παγκόσμιας σημασίας ως προς την εγκαθίδρυση μιας νέας ολοκληρωτικής μορφής διακυβέρνησης που προέβλεπε. Αυτό θα κάνω στο επόμενο άρθρο μου για το θέμα.
——–
Σημείωση: Όσους αναγνώστες ενδιαφέρονται τυχόν περισσότερο για τις αντιφάσεις της πολιτικής του ΑΚΕΛ, τους παραπέμπω σε ένα βιβλίο μου που εξέδωσα το 2008, με τον τίτλο «Η Κύπρος σε παγίδα» (εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008), όπου εξετάζω αναλυτικά τον πολιτικό λόγο του ΑΚΕΛ και τις αντιφάσεις του, όπως και το γενικότερο και εντελώς παρεξηγημένο θέμα των σχέσεων της Αριστεράς με τις έννοιες του έθνους, του εθνισμού και του εθνικισμού και τη διαλεκτική εθνισμού και διεθνισμού.
Πηγή: kosmodromio.gr