Έπεσαν το Σάββατο οι τίτλοι τέλους στη σπουδαία καριέρα του Βασίλη Σπανούλη, καθώς ο «Kill Bill», μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στο instagram, ανακοίνωσε κι επίσημα την αποχώρησή του από την ενεργό δράση σε ηλικία 39 ετών.
Ο πολύπειρος γκαρντ έκρινε ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να κρεμάσει τη φανέλα του και ανακοίνωσε τη σχετική του απόφαση στους αδερφούς Αγγελόπουλους, στη συνάντηση που είχε σήμερα με τους ισχυρούς άνδρες της ΚΑΕ Ολυμπιακός.
Ο διεθνής άσος στο μήνυμά του κάνει λόγο για μία «δύσκολη αλλά όχι στενάχωρη απόφαση».
Παράλληλα τονίζει ότι ο Ολυμπιακός αποτέλεσε για εκείνον «το πεπρωμένο μου και το πιο όμορφο λιμάνι μου», επισημαίνει ότι «φεύγω περήφανος», ενώ χαρακτηρίζει εαυτόν ως «ένα παιδί που ονειρεύτηκε να παιξει μπάσκετ».
Στο μήνυμά του ο Kill Bill ανέφερε:
Πριν από λίγο ανακοίνωσα στους προέδρους ότι ήρθε η ώρα να κλείσει το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ζωής μου και τους ευχαρίστησα για όσα πετύχαμε μαζί.
Ήταν μια δύσκολη απόφαση αλλά δεν ήταν στενάχωρη.
Το μπάσκετ μου χάρισε ένα ανεπανάληπτο ταξίδι γεμάτο από έντονες στιγμές και μεγάλες συγκινήσεις. Μου έδωσε τα πάντα και του έδωσα τα πάντα.
Ο Ολυμπιακός αποδείχτηκε το πεπρωμένο μου και το πιο όμορφο λιμάνι μου. Φεύγω περήφανος για όσα σπουδαία κατακτήθηκαν αλλά και για όσα μετά από σκληρή μάχη χάθηκαν. Πάνω απ' όλα φεύγω γεμάτος, γιατί έζησα περισσότερα απ’ όσα ονειρεύτηκα.
Μέσα από την καρδιά μου θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι ήταν στο πλευρό μου όλα αυτά τα χρόνια, τους προέδρους, τους προπονητές, τους συμπαίκτες, τους συνεργάτες και τους αντιπάλους, μα πάνω από όλα θέλω να ευχαριστήσω όλους τους φιλάθλους για την αγάπη τους. Αυτή η αγάπη ήταν που μου έδινε τη δύναμη να προσπαθώ πιο σκληρά κάθε μέρα κι αυτή η αγάπη θα είναι για πάντα οδηγός μου.
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΟΛΟΥΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ. ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΠΑΝΟΥΛΗΣ, ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΕ ΝΑ ΠΑΙΞΕΙ ΜΠΑΣΚΕΤ…
Μια καριέρα γεμάτη τίτλους και διακρίσεις
Στα 22 χρόνια (1999-2021) που έπαιξε μπάσκετ ο Βασίλης Σπανούλης έγραψε κυριολεκτικά ιστορία στον χώρο της καλαθοσφαίρισης.
Ξεκίνησε την καριέρα του στη γενέτειρά του, τη Λάρισα, αγωνιζόμενος για δύο χρόνια στον Γυμναστικό (1999-2001).
Ακολούθησε η μεταγραφή του στο Μαρούσι, με τη φανέλα του οποίου έκανε σπουδαίες εμφανίσεις και μετά από τέσσερα χρόνια στην ομάδα των βορείων προαστίων έκανε το μεγάλο βήμα στην καριέρα του, παίρνοντας μεταγραφή στον Παναθηναϊκό.
Με το «τριφύλλι» πανηγύρισε τέσσερα πρωταθλήματα (2006, 2008, 2009, 2010), τρία Κύπελλα (2006, 2008, 2009) έναν τίτλο Euroleague (2009) και ένα τριπλ κράουν (2009) φορώντας τη φανέλα του μέχρι το 2010, με εξαίρεση τη σεζόν 2006-2007, όπου πέρασε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, αγωνιζόμενος στο ΝΒΑ με τους Χιούστον Ρόκετς.
Το 2010 αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο και από τον Παναθηναϊκό βρέθηκε στον Ολυμπιακό, προκειμένου να αναλάβει τον ρόλο του ηγέτη στους Πειραιώτες.
Με την ομάδα του Πειραιά, της οποίας έγινε ο μεγάλος αρχηγός, κατέκτησε τρία πρωταθλήματα (2012, 2015, 2016), ένα Κύπελλο (2011), δύο συνεχόμενα Ευρωπαϊκά (2012, 2013) και ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο (2013).
Συνολικά ο Λαρισαίος γκαρντ, που έμελλε με την παρουσία του να αλλάξει τις ισορροπίες στο ευρωπαϊκό μπάσκετ κατέκτησε 3 φορές την Euroleague.
Αναδείχθηκε MVP της διοργάνωσης το 2013, κατέκτησε τρεις φορές το βραβείο του MVP του Final 4 της διοργάνωσης, ενώ το όνομά του φιγουράρει στην κορυφή της κατηγορίας των σκόρερ αλλά και των πασέρ στη διοργάνωση.
Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα στο παλμαρέ του έχει συνολικά 7 πρωταθλήματα Ελλάδας και 4 Κύπελλα.
Με την Εθνική ομάδα, κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στο Μουντομπάσκετ της Ιαπωνίας, το 2006, όπου ως γνωστόν η «επίσημη αγαπημένη» είχε πετύχει στον ημιτελικό την αλλήστου μνήμης νίκη επί της Team USA καθώς επίσης το χρυσό στο Eurobasket του Βελιγραδίου (2005) και το χάλκινο στο Eurobasket της Πολωνίας (2009), το οποίο είναι και το τελευταίο μετάλλιο του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος σε μεγάλες διοργανώσεις.