Ο Δημήτριος Σκαλτσούνης είναι ο νέος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Μόλις γνωστοποιήθηκε η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου ότι αναλαμβάνει από την 1η Ιουλίου 2021 πρόεδρος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας, ο κ. Σκαλτσούνης δήλωσε: «Ευχαριστώ την Πολιτεία η οποία με επέλεξε, δια του αρμοδίου κατά το Σύνταγμα οργάνου, του Υπουργικού Συμβουλίου και μετά από πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης, στο άκρως τιμητικό για το πρόσωπό μου ανώτατο αξίωμα της Διοικητικής Δικαιοσύνης.
Με επίγνωση των θεσμικών μου υποχρεώσεων θα συνεχίσω το έργο των προκατόχων μου στη δύσκολη και για τη χώρα μας συγκυρία, και θα αφιερώσω τις δυνάμεις μου στην ορθή και έγκαιρη απονομή του δικαίου, την ολοκλήρωση του ψηφιακού εκσυγχρονισμού και τη συνέχιση του εξωστρεφούς προσανατολισμού της Διοικητικής Δικαιοσύνης στη διεθνή κοινότητα και την ελληνική κοινωνία».
«Είμαι βέβαιος ότι με τη συνεργασία των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Γενικής Επιτροπείας και των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας, η Διοικητική Δικαιοσύνη θα συνεχίσει να αποτελεί θεμελιώδη θεσμό της Πολιτείας, ταγμένο στην υπηρεσία του κοινωνικού κράτους δικαίου», πρόσθεσε.
Βιογραφικό Δ Σκαλτσούνη -Ποιος είναι ο νέος πρόεδρος του ΣτΕ
Ο Δημήτριος Σκαλτσούνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Είναι απόφοιτος της Βαρβακείου Προτύπου Σχολής (1972) και πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1977).
Συνέχισε τις σπουδές του ως υπότροφος της γαλλικής κυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο Paris I-Panthéon Sorbonne (1978-1980), όπου έλαβε τον τίτλο DEA d' administration publique et droit public interne (1979).
Από το 1981 έως το 1983 δικηγόρησε στην Αθήνα και εισήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατόπιν διαγωνισμού, ως εισηγητής, το έτος 1983. Προήχθη σε πάρεδρο το 1989, σε σύμβουλο το 2003 και σε αντιπρόεδρο το 2018.
Κατά την εκπαιδευτική του άδεια (1994-1995) παρακολούθησε μαθήματα Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Paris I, καθώς και εργασίες του Διοικητικού Δικαστηρίου (Tribunal Administratif de Paris). Εργάστηκε για την προμήθεια και εγκατάσταση συστήματος πληροφορικής στο Συμβούλιο της Επικρατείας (1999 και 2004-2007). Υπήρξε μέλος του Δικαστηρίου Εκδικάσεως Αγωγών Κακοδικίας, του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης (ΑΔΣ ΔΔ), της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης, της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, καθώς και πρόεδρος υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων και νομοπαρασκευαστικών επιτροπών.
Από το 2016 είναι εκπρόσωπος του ΑΔΣ ΔΔ στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικών Συμβουλίων (European Network of Councils for the Judiciary). Ως προεδρεύων σύμβουλος και αντιπρόεδρος προήδρευσε στο Γ' Τμήμα του ΣτΕ (2014-2021).
Ακόμη, δίδαξε στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (2000-2003), ενώ νομικά του κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στα ελληνικά και γαλλικά. Γνωρίζει γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά.
Ακόμη, υπήρξε εισηγητής σε πολλές σημαντικές υποθέσεις, μεταξύ των οποίων αυτές που αφορούν την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από τυπικό νόμο, τον πρότυπο Γενικό Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας των ΑΕΙ, τους καταχρηστικούς όρους σε συμβάσεις Τραπεζών, τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, την προκήρυξη του δημοψηφίσματος το 2015, την αποχή των δικηγόρων, τη συμφωνία των Πρεσπών (Επιτροπή Αναστολών), κλπ.
Η νέα πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Μαρία Γεωργίου
Η νέα πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Μαρία Γεωργίου, γεννήθηκε το 1956 και μεγάλωσε στη Χαλκίδα, όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές στη μέση εκπαίδευση. Σπούδασε νομικά και αποφοίτησε με άριστα. Στο δικαστικό σώμα εισήλθε τον Ιούνιο του 1983 και επελέγη αρεοπαγίτης τον Φεβρουάριο του 2017 από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης του Αρείου Πάγου και το 2020 επελέγη αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, ενώ στην θέση της πρόεδρου θα παραμείνει μέχρι την 30ή Ιουνίου 2023.
Κατά τη διάρκεια της διετούς θητείας της στην ηγεσία του Αρείου Πάγου, επιθυμεί να συμβάλει στην επίλυση των προβλημάτων της Δικαιοσύνης, καθώς, όπως λέγεται, είναι οπαδός της αξιοποίησης με τον καλύτερο δυνατό τρόπο του χρόνου.
Πάντως, όπως αναφέρεται από το περιβάλλον της, στα 38 χρόνια της δικαστικής καριέρας επικεντρώθηκε στο δικαστικό και μόνον έργο, με γνώμονα την ποιότητα και την απόδοση δικαίου στου πολίτες μέσω των αποφάσεων της. Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδρομής χειρίστηκε σημαντικές υποθέσεις (Φάλκον, κλπ).