Οι εκλογές της 9ης Ιουνίου για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πραγματοποιούνται στην Αυστρία μόλις τρεις ημέρες πριν από τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από μια ιστορική ημέρα για τη χώρα, καθώς στις 12 Ιουνίου του 1994 το 66% του πληθυσμού της, σε ένα από τα ελάχιστα, μετά το 1945, δημοψηφίσματα, τοποθετούνταν υπέρ της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, καταγράφοντας το μέχρι τώρα υψηλότερο ποσοστό σε ανάλογη ετυμηγορία ως προς τη συμμετοχή ενός κράτους της Γηραιάς Ηπείρου στην Ενωμένη Ευρώπη.
Είχαν προηγηθεί δυσκολίες τόσο στη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων όσο και στην επίπονη, σχεδόν μακρόχρονη, προετοιμασία του αυστριακού πληθυσμού για την αποδοχή της ένταξης, καθότι ακόμη και ελάχιστους μήνες πριν από την ημερομηνία εκείνου του δημοψηφίσματος δεν διαγραφόταν μια θετική έκβασή του.
Τερματικός σταθμός αυτής της ενταξιακής πορείας υπήρξε η επίσημη πλέον ένταξη της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση από την 1η Ιανουαρίου 1995, ένταξη για την οποία σε μετέπειτα δημοσκοπήσεις γίνονταν θετικές και αρνητικές αποτιμήσεις από τους ψηφοφόρους που σήμερα εμφανίζονται, στην πλειοψηφία τους, μη ικανοποιημένοι, με το 60% να δηλώνει ότι η Ε.Ε. εξελίσσεται προς τη λάθος κατεύθυνση και μόλις το 24% να τη βλέπει θετικά.
Νεαρές Βιενέζες πανηγυρίζουν τα πρώτα έξιτ πολ που δίνουν προβάδισμα 65,5% στο «Ναι» υπέρ της ένταξης στην Ε.Ε., στις 12 Ιουνίου του 1994
Το μεγαλύτερο ποσοστό της αρνητικής γνώμης καταγράφεται με ένα 89% στους ψηφοφόρους του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων, το οποίο προηγείται σταθερά εδώ και μήνες στις δημοσκοπήσεις τόσο για τις ευρωεκλογές όσο και για τις επερχόμενες αυστριακές βουλευτικές εκλογές της 29ης Σεπτεμβρίου, αγγίζοντας ακόμη και ένα 30% στην πρόθεση ψήφου.
Σε αντιδιαστολή, από την άλλη πλευρά, οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές της Ε.Ε. σε ποσοστό 51% είναι οι ψηφοφόροι των Πράσινων που συμμετέχουν από το 2019 στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνασπισμού με το δεξιό Λαϊκό Κόμμα του καγκελάριου Καρλ Νεχάμερ και οι οποίοι πιστεύουν πως η Ε.Ε. βαδίζει προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ οι ίδιοι διαφέρουν επίσης όταν πρόκειται για το ερώτημα εάν η ένταξη της Αυστρίας στην Ε.Ε. έχει γίνει περισσότερο ή λιγότερο σημαντική για αυτούς τα τελευταία 30 χρόνια, κάτι που επικροτείται από το 70%.
Γενικά, οι ερωτηθέντες, οι οποίοι αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην ένταξη στην Ε.Ε., αναφέρουν συνήθως την οικονομική ανάπτυξη, την ευρωπαϊκή συνοχή και τα πλεονεκτήματα που έχει μια μικρή χώρα από μια μεγαλύτερη κοινότητα ως επιχειρήματα για αυτήν, ενώ στους δυσαρεστημένους βλέπει κανείς μια αδιάφορη εικόνα πολλών παραγόντων: αποφάσεις που θα επιβάλλονταν στη χώρα, γραφειοκρατία, σπατάλη χρημάτων, περιττοί νόμοι.
Παρ’ όλη τη διαφορετική αποτίμηση της κατάστασης από τους ψηφοφόρους των πέντε κομμάτων που εκπροσωπούνται σήμερα στη Βουλή στη Βιέννη, από αυτούς ένα ποσοστό 54% προτίθεται να προσέλθει στις κάλπες στις 9 Ιουνίου (κάποιοι αναλυτές αναμένουν ακόμη και ποσοστό πάνω από το 60%), με τη συμμετοχή το 2019 να έχει βρεθεί στο αρκετά υψηλό 60%, ενώ σε προηγούμενες ευρωεκλογές στη χώρα η προσέλευση των ψηφοφόρων ήταν μερικές φορές πολύ κάτω από το 50%.
Η πλέον πρόσφατη, αντιπροσωπευτική δημοσκόπηση φέρει το Κόμμα των Ελευθέρων να προηγείται σταθερά με ποσοστό 27%, έναντι του 17,2% στις ευρωεκλογές του 2019, ακολουθούν οι Σοσιαλδημοκράτες με 23,9% (23% πριν από πέντε χρόνια) και μόλις στην τρίτη θέση -χάνοντας 15,6 ποσοστιαίες μονάδες- βρίσκεται το Λαϊκό Κόμμα με ένα 19%.
Τέταρτοι, με σχεδόν αμετάβλητη τη δύναμή τους, είναι οι Πράσινοι με 14% (14,1%), πέμπτο το νεοφιλελεύθερων τάσεων ΝΕΟΣ με αυξημένο ποσοστό από το 8,4% στο 11% και στην έκτη θέση, μπορώντας να εκλέξει αντιπρόσωπό του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εμφανίζεται το Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστρίας (ΚΚΑ) με ποσοστό 4% (0,8% το 2019), το οποίο εδώ και δεκαετίες βρισκόταν τόσο σε ευρωεκλογές όσο και σε εθνικές εκλογές γύρω στο 1%.
Τελευταία, το ΚΚΑ βιώνει μια εντυπωσιακή άνοδο, έχοντας αναδειχθεί, αντίστοιχα, πρώτο κόμμα πριν από τρία χρόνια στο Γκρατς, όπου η δήμαρχος προέρχεται από αυτό, ή πρόσφατα στο Ζάλτσμπουργκ, όπου στον δήμο του είναι από τον Απρίλιο η δεύτερη πολιτική δύναμη, με μικρή απόσταση από τους Σοσιαλδημοκράτες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πιθανολογούμενος νικητής των ευρωεκλογών, το ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων, επικέντρωσε την προεκλογική εκστρατεία του σε συνθήματα όπως «Σταματήστε την τρέλα της Ε.Ε.», κι αυτό γνωρίζοντας πως μεταξύ των ανθρώπων που αυτοκατατάσσονται στην εργατική τάξη ή στην κατώτερη μεσαία τάξη, ένα ποσοστό άνω του μέσου όρου και συγκεκριμένα το 47% έχει αρνητική εικόνα για την Ενωση.
Και είναι ακριβώς αυτή η ομάδα των ψηφοφόρων με την οποία ο αρχηγός των Ελευθέρων, ο Χέρμπερτ Κικλ, στοχεύει -και είναι σίγουρος- να έλθει πρώτος τόσο στις ευρωεκλογές όσο και στις βουλευτικές εκλογές στις 29 Σεπτεμβρίου και τους αφουγκράζεται αφήνοντας τον Χάραλντ Βιλίμσκι, τον κορυφαίο του υποψήφιο για τις ευρωεκλογές, να ακολουθήσει μια πορεία που μόνο ελάχιστα αποφεύγει ένα «Axit» - την έξοδο της Αυστρίας από την Ε.Ε.
Ο αρχηγός των Ελευθέρων και πρώην υπουργός Εσωτερικών στη δεξιά-ακροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού τού τότε αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος και καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς καταγγέλλει επανειλημμένα τις Βρυξέλλες και ισχυρίζεται ότι ως καγκελάριος θα λέει «όχι» εκεί και θα προβάλλει βέτο, είτε πρόκειται για κυρώσεις κατά της Ρωσίας είτε για τη χρηματοδότηση πωλήσεων όπλων στην Ουκρανία.
Το γεγονός ότι το Κόμμα των Ελευθέρων βρίσκεται σαφώς στην πρώτη θέση σε όλες τις δημοσκοπήσεις υποδηλώνει ότι η στρατηγική του Χέρμπερτ Κικλ λειτουργεί, κάτι που πιθανότατα έχει να κάνει και με το γεγονός ότι δεν ξεχνά να ισχυρίζεται ξανά και ξανά πως οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν οδηγήσει σε αυτό που βλάπτει ιδιαίτερα την εργατική τάξη και τη χαμηλότερη μεσαία τάξη: τον πληθωρισμό.
Στην επιτυχία του συμβάλλει και ο ρόλος των πρώην αποκαλούμενων «μεγάλων» κομμάτων, των Σοσιαλδημοκρατών και του δεξιού Λαϊκού Κόμματος, τα οποία φαίνεται να αδυνατούν να προσφέρουν μια φιλοευρωπαϊκή αντιπρόταση, αλλά μάλλον αφήνουν να υπάρχουν κάποιες επιβεβαιώσεις για την πολιτική του Κικλ και της Ακροδεξιάς, καθιστώντας τους ακόμη πιο ισχυρούς στο εκλογικό σώμα.
Από την πλευρά του, το Λαϊκό Κόμμα άφησε να φύγει από τις τάξεις του ο θεωρούμενος «καθαυτό Ευρωπαίος» πολιτικός του, ο Οτμαρ Κάρας, για να μπορεί το ίδιο να μιλά ανενόχλητα για την αποτυχία των Βρυξελλών σε θέματα ασύλου ή για να μπορέσει να ζητήσει «επανεστίαση της Ενωσης σε οικονομικά ζητήματα», δηλαδή λιγότερο Ε.Ε., όπως προβάλλεται από τον αρχηγό του και καγκελάριο Καρλ Νεχάμερ στο «Σχέδιο για την Αυστρία».
Θεμελιώδης δυσαρέσκεια με την Ε.Ε. υπάρχει και μέσα στους Σοσιαλδημοκράτες με το ότι αυτή εξυπηρετεί μεγάλους ομίλους, ενώ, από την άλλη, από τη δεξιά πτέρυγά τους ασκείται κριτική στον εδώ και ακριβώς έναν χρόνο νέο αρχηγό τους και εκπρόσωπο της αριστερής πτέρυγάς τους, τον Αντρέα Μπάμπλερ, ο οποίος θέτει με επίταση στο επίκεντρο της πολιτικής του τον άνθρωπο, είναι αφοσιωμένος σε μια Ε.Ε. ως εγχείρημα ειρήνης, σε μια Ευρώπη που υπηρετεί τους πολίτες αντί να ενεργεί υπέρ των οικονομικών ομάδων συμφερόντων και των μεγάλων εταιρειών.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο θα μπορέσει να πείσει τους ψηφοφόρους ότι ο ίδιος θέλει να διασφαλίσει πως οι εταιρείες προστατεύουν τα δικαιώματα των εργαζομένων, πληρώνουν επιτέλους το δίκαιο μερίδιο των φόρων και δεν επωφελούνται πλέον από τα φορολογικά κενά και πως η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να συνεχίσει να αναπτύσσεται προς μια κοινωνική ένωση και να σχεδιάζει το νομικό και χρηματοπιστωτικό της σύστημα κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατές επαρκείς επενδύσεις στον κοινωνικό και οικολογικό μετασχηματισμό.
Το μεγαλύτερο ποσοστό της αρνητικής γνώμης καταγράφεται με ένα 89% στους ψηφοφόρους του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων, το οποίο προηγείται σταθερά εδώ και μήνες στις δημοσκοπήσεις τόσο για τις ευρωεκλογές όσο και για τις επερχόμενες αυστριακές βουλευτικές εκλογές της 29ης Σεπτεμβρίου, αγγίζοντας ακόμη και ένα 30% στην πρόθεση ψήφου.
Σε αντιδιαστολή, από την άλλη πλευρά, οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές της Ε.Ε. σε ποσοστό 51% είναι οι ψηφοφόροι των Πράσινων που συμμετέχουν από το 2019 στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνασπισμού με το δεξιό Λαϊκό Κόμμα του καγκελάριου Καρλ Νεχάμερ και οι οποίοι πιστεύουν πως η Ε.Ε. βαδίζει προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ οι ίδιοι διαφέρουν επίσης όταν πρόκειται για το ερώτημα εάν η ένταξη της Αυστρίας στην Ε.Ε. έχει γίνει περισσότερο ή λιγότερο σημαντική για αυτούς τα τελευταία 30 χρόνια, κάτι που επικροτείται από το 70%.
Γενικά, οι ερωτηθέντες, οι οποίοι αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην ένταξη στην Ε.Ε., αναφέρουν συνήθως την οικονομική ανάπτυξη, την ευρωπαϊκή συνοχή και τα πλεονεκτήματα που έχει μια μικρή χώρα από μια μεγαλύτερη κοινότητα ως επιχειρήματα για αυτήν, ενώ στους δυσαρεστημένους βλέπει κανείς μια αδιάφορη εικόνα πολλών παραγόντων: αποφάσεις που θα επιβάλλονταν στη χώρα, γραφειοκρατία, σπατάλη χρημάτων, περιττοί νόμοι.
Παρ’ όλη τη διαφορετική αποτίμηση της κατάστασης από τους ψηφοφόρους των πέντε κομμάτων που εκπροσωπούνται σήμερα στη Βουλή στη Βιέννη, από αυτούς ένα ποσοστό 54% προτίθεται να προσέλθει στις κάλπες στις 9 Ιουνίου (κάποιοι αναλυτές αναμένουν ακόμη και ποσοστό πάνω από το 60%), με τη συμμετοχή το 2019 να έχει βρεθεί στο αρκετά υψηλό 60%, ενώ σε προηγούμενες ευρωεκλογές στη χώρα η προσέλευση των ψηφοφόρων ήταν μερικές φορές πολύ κάτω από το 50%.
Η πλέον πρόσφατη, αντιπροσωπευτική δημοσκόπηση φέρει το Κόμμα των Ελευθέρων να προηγείται σταθερά με ποσοστό 27%, έναντι του 17,2% στις ευρωεκλογές του 2019, ακολουθούν οι Σοσιαλδημοκράτες με 23,9% (23% πριν από πέντε χρόνια) και μόλις στην τρίτη θέση -χάνοντας 15,6 ποσοστιαίες μονάδες- βρίσκεται το Λαϊκό Κόμμα με ένα 19%.
Τέταρτοι, με σχεδόν αμετάβλητη τη δύναμή τους, είναι οι Πράσινοι με 14% (14,1%), πέμπτο το νεοφιλελεύθερων τάσεων ΝΕΟΣ με αυξημένο ποσοστό από το 8,4% στο 11% και στην έκτη θέση, μπορώντας να εκλέξει αντιπρόσωπό του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εμφανίζεται το Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστρίας (ΚΚΑ) με ποσοστό 4% (0,8% το 2019), το οποίο εδώ και δεκαετίες βρισκόταν τόσο σε ευρωεκλογές όσο και σε εθνικές εκλογές γύρω στο 1%.
Τελευταία, το ΚΚΑ βιώνει μια εντυπωσιακή άνοδο, έχοντας αναδειχθεί, αντίστοιχα, πρώτο κόμμα πριν από τρία χρόνια στο Γκρατς, όπου η δήμαρχος προέρχεται από αυτό, ή πρόσφατα στο Ζάλτσμπουργκ, όπου στον δήμο του είναι από τον Απρίλιο η δεύτερη πολιτική δύναμη, με μικρή απόσταση από τους Σοσιαλδημοκράτες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πιθανολογούμενος νικητής των ευρωεκλογών, το ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων, επικέντρωσε την προεκλογική εκστρατεία του σε συνθήματα όπως «Σταματήστε την τρέλα της Ε.Ε.», κι αυτό γνωρίζοντας πως μεταξύ των ανθρώπων που αυτοκατατάσσονται στην εργατική τάξη ή στην κατώτερη μεσαία τάξη, ένα ποσοστό άνω του μέσου όρου και συγκεκριμένα το 47% έχει αρνητική εικόνα για την Ενωση.
Και είναι ακριβώς αυτή η ομάδα των ψηφοφόρων με την οποία ο αρχηγός των Ελευθέρων, ο Χέρμπερτ Κικλ, στοχεύει -και είναι σίγουρος- να έλθει πρώτος τόσο στις ευρωεκλογές όσο και στις βουλευτικές εκλογές στις 29 Σεπτεμβρίου και τους αφουγκράζεται αφήνοντας τον Χάραλντ Βιλίμσκι, τον κορυφαίο του υποψήφιο για τις ευρωεκλογές, να ακολουθήσει μια πορεία που μόνο ελάχιστα αποφεύγει ένα «Axit» - την έξοδο της Αυστρίας από την Ε.Ε.
Ο αρχηγός των Ελευθέρων και πρώην υπουργός Εσωτερικών στη δεξιά-ακροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού τού τότε αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος και καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς καταγγέλλει επανειλημμένα τις Βρυξέλλες και ισχυρίζεται ότι ως καγκελάριος θα λέει «όχι» εκεί και θα προβάλλει βέτο, είτε πρόκειται για κυρώσεις κατά της Ρωσίας είτε για τη χρηματοδότηση πωλήσεων όπλων στην Ουκρανία.
Το γεγονός ότι το Κόμμα των Ελευθέρων βρίσκεται σαφώς στην πρώτη θέση σε όλες τις δημοσκοπήσεις υποδηλώνει ότι η στρατηγική του Χέρμπερτ Κικλ λειτουργεί, κάτι που πιθανότατα έχει να κάνει και με το γεγονός ότι δεν ξεχνά να ισχυρίζεται ξανά και ξανά πως οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν οδηγήσει σε αυτό που βλάπτει ιδιαίτερα την εργατική τάξη και τη χαμηλότερη μεσαία τάξη: τον πληθωρισμό.
Στην επιτυχία του συμβάλλει και ο ρόλος των πρώην αποκαλούμενων «μεγάλων» κομμάτων, των Σοσιαλδημοκρατών και του δεξιού Λαϊκού Κόμματος, τα οποία φαίνεται να αδυνατούν να προσφέρουν μια φιλοευρωπαϊκή αντιπρόταση, αλλά μάλλον αφήνουν να υπάρχουν κάποιες επιβεβαιώσεις για την πολιτική του Κικλ και της Ακροδεξιάς, καθιστώντας τους ακόμη πιο ισχυρούς στο εκλογικό σώμα.
Από την πλευρά του, το Λαϊκό Κόμμα άφησε να φύγει από τις τάξεις του ο θεωρούμενος «καθαυτό Ευρωπαίος» πολιτικός του, ο Οτμαρ Κάρας, για να μπορεί το ίδιο να μιλά ανενόχλητα για την αποτυχία των Βρυξελλών σε θέματα ασύλου ή για να μπορέσει να ζητήσει «επανεστίαση της Ενωσης σε οικονομικά ζητήματα», δηλαδή λιγότερο Ε.Ε., όπως προβάλλεται από τον αρχηγό του και καγκελάριο Καρλ Νεχάμερ στο «Σχέδιο για την Αυστρία».
Θεμελιώδης δυσαρέσκεια με την Ε.Ε. υπάρχει και μέσα στους Σοσιαλδημοκράτες με το ότι αυτή εξυπηρετεί μεγάλους ομίλους, ενώ, από την άλλη, από τη δεξιά πτέρυγά τους ασκείται κριτική στον εδώ και ακριβώς έναν χρόνο νέο αρχηγό τους και εκπρόσωπο της αριστερής πτέρυγάς τους, τον Αντρέα Μπάμπλερ, ο οποίος θέτει με επίταση στο επίκεντρο της πολιτικής του τον άνθρωπο, είναι αφοσιωμένος σε μια Ε.Ε. ως εγχείρημα ειρήνης, σε μια Ευρώπη που υπηρετεί τους πολίτες αντί να ενεργεί υπέρ των οικονομικών ομάδων συμφερόντων και των μεγάλων εταιρειών.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο θα μπορέσει να πείσει τους ψηφοφόρους ότι ο ίδιος θέλει να διασφαλίσει πως οι εταιρείες προστατεύουν τα δικαιώματα των εργαζομένων, πληρώνουν επιτέλους το δίκαιο μερίδιο των φόρων και δεν επωφελούνται πλέον από τα φορολογικά κενά και πως η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να συνεχίσει να αναπτύσσεται προς μια κοινωνική ένωση και να σχεδιάζει το νομικό και χρηματοπιστωτικό της σύστημα κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατές επαρκείς επενδύσεις στον κοινωνικό και οικολογικό μετασχηματισμό.