Αντισυνταγματικό το πλαφόν των 4.608 ευρώ για τις συντάξεις των δικαστών αποφάνθηκε αμετάκλητα το Μισθοδικείο στις 5 Οκτωβρίου. Η απόφαση οδηγεί σε αύξηση των συντάξιμων αποδοχών, κυρίως των παλιών συνταξιούχων, αλλά και αναδρομικά. Τι απαντά η κυβέρνηση.
Απόφαση που οδηγεί σε αύξηση των συντάξιμων αποδοχών των δικαστών και καταβολή αναδρομικών, εξέδωσε το Μισθοδικείο στις 5 Οκτωβρίου, σχηματοποιώντας τη νομική βάση πάνω στην οποία θα κληθεί να κινηθεί η κυβέρνηση για να την εφαρμόσει. Η απόφαση 255/5-10-2021 , το σκεπτικό της οποίας αποκαλύπτει το dikastiko.gr , κρίνει αντισυνταγματικό το πλαφόν των 4.608,00 € που επέβαλλε το άρθρο 120 του ν. 4623/2019, ως ενιαίο ανώτατο όριο όλων των συντάξεων που καταβάλλονται από τον ΕΦΚΑ.
Όπως εξηγεί η εργατολόγος Ασπα Παπαθανασοπουλου στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης αναφέρεται ότι δεν ελήφθη υπόψη απο τον νομοθέτη, η ιδιαίτερη συνταξιοδοτική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, την οποία κατοχυρώνει το Σύνταγμα ως εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας και της παροχής στους πολίτες αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Επίσης πως η διάταξη αυτή οδηγεί τις συντάξιμες αποδοχές τους σε ύψος “μικρότερο ακόμη και εκείνου που είχε ήδη επέλθει με τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές του ν. 4093/2012”.
“….οδηγεί δε η εφαρμογή της κρινόμενης διάταξης σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του εισοδήματός τους και σε ουσιώδη ανατροπή των οικονομικών δεδομένων στα οποία δικαιολογημένα είχαν αποβλέψει, χωρίς να δύνανται τα πρόσωπα αυτά και μετά το πέρας του ενεργού υπηρεσιακού τους βίου να διατηρήσουν επίπεδο διαβίωσης ανάλογο προς το κύρος του δικαστικού λειτουργήματος και εγγύτερο κατά το δυνατόν προς εκείνο το οποίο εξασφάλιζαν οι αποδοχές τις οποίες λάμβαναν στη θέση και στον βαθμό που κατείχαν κατά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία”, αναφέρει η απόφαση.
Εν ολίγοις η δικαστική απόφαση λύνει το νομικό θέμα που τέθηκε απο συνταξιούχο δικαστή και τώρα παραπέμπει για την κρίση της ουσίας (καθορισμό ποσού αναδρομικών κλπ) στο Διοικητικό Δικαστήριο. Η απόφαση δε καταλαμβάνει το σύνολο των δικαστικών λειτουργών και ανοίγει ένα τεράστιο ζητημα προς επίλυση.
Τσακλόγλου: «Δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος»
Η Ενωση Δικαστών Εισαγγελέων, όπως ανακοίνωσε , επισκέφθηκε τον υφυπουργό Πάνο Τσακλόγλου και ζητησαν να σεβαστεί η κυβέρνηση την τελεσίδικη απόφαση του Μισθοδικείου . Στη συνάντηση συμμετείχαν ο πρόεδρος της Ένωσης Χριστόφορος Σεβαστίδης μαζί με τον ειδικό επιστήμονα, δικηγόρο κ. Δημήτριο Μπούρλο.
Οι δικαστές αναφέρονται στην 255/5-10-2021 απόφαση του Μισθοδικείου η οποία έκρινε ότι “η επισήμανση..δεν έχει την έννοια ότι σύνταξη δικαστικού λειτουργού ίση με το 60% των αποδοχών των εν ενεργεία ευρίσκεται στην συνταγματικώς επιβαλλόμενη σχέση αναλογίας με τις ενεργεία αποδοχές…”
Εν ολίγοις ζήτησαν αυξημένο ποσοστό αναπλήρωσης των καταβαλλόμενων συντάξεων με βάση την τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου. Η απάντηση που πήραν πάντως ήταν πως «δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος».
Ασπα Παπαθανασοπουλου: “Αντίκεται στο Σύνταγμα”
Οπως εξηγεί η εργατολόγος Ασπα Παπαθανασοπούλου “….το κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Ειδικό Δικαστήριο – Μισθοδικείο, επελήφθη το περασμένο έτος αγωγής συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού, στο πλαίσιο της οποίας απεφάνθη σχετικά με την συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα των διατάξεων του άρθρου 120 του ν. 4623/2019, με τις οποίες θεσπίσθηκε ως ενιαίο ανώτατο όριο όλων των συντάξεων που καταβάλλονται από τον ΕΦΚΑ το ποσό των 4.608,00 €.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθμ. 255/2021 απόφαση του Μισθοδικείου, κατά την θέσπιση της εν λόγω διάταξης του ν. 4623/2019, δεν ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη συνταξιοδοτική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, την οποία κατοχυρώνει το Σύνταγμα ως εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας και της παροχής στους πολίτες αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Και ναι μεν έκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο ότι «..δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, ο κοινός νομοθέτης, επικαλούμενος εξαιρετικά σοβαρούς λόγους γενικότερου συμφέροντος, να προβαίνει στη θέσπιση ανώτατου ορίου στις καταβαλλόμενες συντάξεις μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, … στην προκειμένη όμως περίπτωση, κατά τα οριζόμενα στο ανωτέρω άρθρο 120 του ν. 4623/2019, τίθεται ως ανώτατο όριο της σύνταξης που καταβάλλεται στους δικαστικούς λειτουργούς (περίπτωση που ενδιαφέρει εν προκειμένω) το ποσό των 4.608 ευρώ ….. τούτο δε έχει ως συνέπεια, το καθαρό ποσό σύνταξης που δικαιούνται μέχρι 31.12.2018 οι υπαγόμενοι στη ρύθμιση αυτή συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί (από το οποίο εξαρτάται το ύψος της προσωπικής διαφοράς που τους καταβάλλεται από την 1.1.2019 και εφεξής), μετά δηλαδή την αφαίρεση των προβλεπόμενων κρατήσεων, να διαμορφώνεται…..σε ύψος μικρότερο ακόμη και εκείνου που είχε ήδη επέλθει με τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές του ν. 4093/2012».
Κατόπιν αυτών το Ειδικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 120 του ν. 4623/2019, κατά το μέρος που αφορούν τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος και στις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, ως προς την δικαστική εξουσία, δεν μπορούν δε με βάση την απόφαση αυτή του Μισθοδικείου εξ αυτού του λόγου να εφαρμοστούν για τον προσδιορισμό της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών.
Και αυτό, διότι με την εφαρμογή τους επιτείνεται ακόμη περισσότερο η διάρρηξη της σχέσης αναλογίας μεταξύ σύνταξης και αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών, η οποία είχε ήδη επέλθει με τις περικοπές του ν. 4093/2012, και είχε επιταθεί έτι περαιτέρω με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 του ν. 4387/2016 περί επανυπολογισμού των συντάξεων, οδηγεί δε η εφαρμογή της κρινόμενης διάταξης σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του εισοδήματός τους και σε ουσιώδη ανατροπή των οικονομικών δεδομένων στα οποία δικαιολογημένα είχαν αποβλέψει, χωρίς να δύνανται τα πρόσωπα αυτά και μετά το πέρας του ενεργού υπηρεσιακού τους βίου να διατηρήσουν επίπεδο διαβίωσης ανάλογο προς το κύρος του δικαστικού λειτουργήματος και εγγύτερο κατά το δυνατόν προς εκείνο το οποίο εξασφάλιζαν οι αποδοχές τις οποίες λάμβαναν στη θέση και στον βαθμό που κατείχαν κατά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία”.