Του Γεωργίου Παπασίμου 

Δυστυχώς κάθε μέρα που περνάει η τουρκική εξτρεμιστική ρητορεία ενισχύεται με συνέπεια μια πολεμική σύρραξη μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, κάτι που πριν λίγα χρόνια φάνταζε ως κάτι μακρινό σήμερα να πιθανολογείται σφόδρα. Αποκαλύπτοντας το πραγματικό της πρόσωπο η Άγκυρα απέναντι στην Ελλάδα ευθέως διακηρύσσει παντού ότι διεκδικεί παράνομα το μισό Αιγαίο και τη μετατροπή των ελληνικών νησιών που κατοικούνται από ελληνικό πληθυσμό εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια σε χώρο αμφισβητούμενης κυριαρχίας, έτσι ώστε να συντελεστεί η μεγάλη στρατηγική της επιδίωξη, που είναι η φινλανδοποίηση των δύο κρατικών οντοτήτων του Ελληνισμού, της Ελλάδος και της Κύπρου στην περιοχή. Υπάρχει ,δε, πλέον ορατός κίνδυνος η Ελλάδα λόγω των διαχρονικών πολιτικών ευθυνών όλων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων της, που έδειξαν διαχρονικά υποχωρητικότητα και ανηπαρήγαγαν την κατευναστική αντίληψη με αποκορύφωμα τη μη αντίδραση της χώρας στην κατάληψη της Μεγαλονήσου το 1974, να της ζητηθεί από τους «συμμάχους» της να παίξει το ρόλο της Ιφιγένειας στην περιοχή για μια ακόμη φορά.

Είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό το γεγονός ότι κατά τη συνάντηση του δεξιού χεριού του Ερντογάν Καλίν στο Βερολίνο με τους υπεύθυνος ασφαλείας των ΗΠΑ, Γερμανίας, Βρετανίας και Γαλλίας προκειμένου να συζητηθεί το ζήτημα της εισδοχής της Φιλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ δημοσιοποιήθηκε ότι πέραν αυτού συζητήθηκε και το ζήτημα του Αιγαίου και τα Ανατολικής θάλασσας, όπου σε δηλώσεις του ο Καλίν φρόντισε να καταστήσει γνωστό ότι η Τουρκία δεν κάνει πίσω στις επιδιώξεις της στο Αιγαίο.

Η σημερινή κατάληξη των πραγμάτων στα ελληνοτουρκικά δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά είναι το αποτέλεσμα των χρόνιων παθογενειών της ελληνικής στάσης απέναντι στις τουρκικές παράνομες επιδιώξεις με την κυριαρχία του φοβικού συνδρόμου και της κατευναστικής πολιτικής που είχε ως αποτέλεσμα τη συνεχή έμμεση νομιμοποίηση των τουρκικών παράνομων απαιτήσεων με συνέπεια σήμερα το θρασύτατο τουρκικό καθεστώς να αμφισβητεί ευθέως την κυριαρχία της χώρα στα ελληνικά νησιά και στο μισό Αιγαίο, με το δε, παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο να παραμονεύει να υφαρπάξει τεράστιες θαλάσσιες εκτάσεις της ελληνικής ΑΟΖ.

Όταν το 1993 ο μεγάλος φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης στο προφητικό επίμετρο του κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Θεωρία του Πολέμου, που αφορούσε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις επισημαίνοντας με ενάργεια και επιστημονικό ορθολογισμό τους κινδύνους του Ελληνισμού από τη διαχρονική τουρκική απειλή, βάσει της προβολής που έκανε στο μέλλον (δημογραφικό, οικονομική ανάπτυξη, στρατιωτικοί εξοπλισμοί κλπ) λοιδορήθηκε από το ελληνικό κατεστημένο, το οποίο του προσήψε την εύκολη ετικέτα του εθνικιστή και του πολεμοκάπηλου. Την ίδια περίπου αντιμετώπιση είχαν και όσοι έθεταν αυτό το πρόβλημα της εθνικής ασφάλειας έναντι της Τουρκίας και ζητούσαν να ενισχυθεί σοβαρά η αποτρεπτική ικανότητα των ενόπλων δυνάμενων της χώρας, σε συνδυασμό με την λειτουργία και ενίσχυση του απαραίτητου παλλαϊκού συστήματος άμυνας της χώρας. Αντί όμως για αυτά, ιδιαίτερα στην περίοδο της λεγόμενης ύστερης Μεταπολίτευσης και της μνημονιακής κηδεμονίας επικράτησε στην πρώτη περίοδο μια γενική μακαριότητα, πρωτίστως του πολιτικού προσωπικόυ και της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας, τμήματα της οποίας έκαναν και χρυσές δουλειές με τη γείτονα χώρα, ενώ την ίδια ώρα διαλύονταν στην Ελλάδα η αμυντική βιομηχανία , αλλά και της κοινωνίας που βυθίστηκε σε μια ιδιότυπη μαλθακότητα μέσα από την κατευθυνόμενη καταναλωτική ψευδο-ευημερία με δανεικά , τα οποία οδήγησαν στη χρεωκοπία της χώρα το 2010. Αυτή, δε, η άφρονα πολιτική εξέλιξη για την Ελλάδα πέραν της διάρρηξης του κοινωνικού ιστού, που πιθανόν να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο μέλλον, είχε ως δραματικό αποτέλεσμα αφενός τη διάλυση της πολεμικής βιομηχανίας της χώρας και τον οικονομικό παροπλισμό της αποτρέπτικης ισχύος της χώρας. Συνεπίκουροι σε αυτή την προσπάθεια υπήρξε και η πλειοψηφία της φτωχής διανόησης της Ελλάδος που πρωτοστάτησε στην υπονόμευση των πατριωτικών αντανακλαστικών του λαού μέσα από ξενόφερτα μεταιστορικά ιδεολογήματα, και έναν ιδιότυπο αυτοχειριάστηκο εθνομηδενισμό.

Αυτό το υπόστρωμα της κατευναστικής αντίληψης και το φοβικού συνδρόμου έναντι του τούρκου παράγοντα ενισχύθηκε μέσω της εξαρτησιακής σχέσης του πολιτικού συστήματος εξουσίας με τις ΗΠΑ πρωτίστως και δευτερευόντως της Γερμανίας, όταν η Ελλάδα έπεσε στα νύχια της εξαιτίας της χρεωκοπία του 2010,. Είναι γνωστό ότι το μόνιμο μοτίβο όλων αυτών, είναι στην καλύτερη περίπτωση η ουδέτερη στάση έναντι της Ελλάδος και της Τουρκίας, κάτι που ευνοεί πρόδηλα την τελευταία αφού είναι η μόνη που απειλεί και προβάλει παράνομες διεκδικήσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο έναντι της Ελλάδος. Η τελευταία ακόμα και σε χονδροειδή τουρκικές παραβιάσεις της συνθήκς της Λωζάνης (Ίμβρος, Τένεδος, μεινότητα Κωνσταντινούποηλς) ουδέποτε προέβαλε το παραμικρό αίτημα ως προς αυτές τις παραβιάσεις. Αποκορύφωμα αυτής της δόλιας στάσης του Πόντιου Πιλάτου, πέραν της αξιοθρήνητης δημόσιας περιφοράς του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, Σολέντεπεργκ, ο οποίος λειτουργεί ω οιονεί εκπρόσωπος του τουρκικού κατεστημένου, αποτελεί η αιδήμων σιωπή των ΗΠΑ στο δικαίωμα των ελληνικών νησιών να έχουν στρατό και να αμύνονται ένατι των άμεσων τουρκικών απειλών σε βάρος τους. Το ότι το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών ψελλίζει υποδόρια απέναντι στην ανεξέλεγκτη τουρκική επιθετική ρητορεία περί μη αμφισβητήσεως της ελληνικής κυριαρχίας στα ελληνικά νησιά χωρίς να πράττει το ο,τιδήποτε για να μπει φραγμός στην τουρκική εξτρεμιστική επιθετικότητα δεν συνιστά κατ’ ελάχιστον αυτό που θα ανέμενε η Ελλάδα ,όταν μάλιστα το πολτικό της πορσωπικό έχει φροντίσει να της παραχωρήσει το έδαφο της για ανάπτυξη στρατιωτικών της βάσεων χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Για μια ακόμα αφορά δοκιμάζεται και διαλύεται με πάταγο η κοντόθωρη αντίληψη των ελληνικών ελίτ ότι ο υπάκουος και πιστός ρόλος της Ελλάδος ως συμμάχου των ΗΠΑ και μέλος του ΝΑΤΟ θα της εξασφάλιζε αυτομάτως την προστασία της έναντι του τουρκικού κινδύνου, κάτω, δε, από αυτές τις ανιστόρητες θεωρήσεις υπήρξε και η ακατανόητη διάλυση των ελληνορωσικών σχέσεων με την αποστολή όπλων στην Ουκρανία από την παρούσα κυβέρνηση.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η βασικός άξονας του αμερικανικού υποργείου εξωτερικών στο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου αποτελεί η δημοσίως παραίνεση του πρώην υπουργού Εξωτερικών Πομπέο για μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος στα νησιά, δηλαδή την απόσυρση των βαρέων όπλων πυροβολικού και τεθωρακισμένων έτσι ώστε να ικανοποιηθούν οι τουρκικές αξιώσεις, που είναι η αποψίλωση της αμυντικής ικανότητάς των νησιών καθιστάμενα έτσι έρμαιο στις ορέξεις του επεκτατκού τουρκικού καθεστώτος. Εάν στα παραπάνω συνυπολογίσει κανείς την ερμαφρόδιτη στάση του ΝΑΤΟ στο ζήτημα αυτό και τη διατυπωμένη νομική ερμηνεία από τον φιλότουρκο πρώην γενικό γραμματέα Joseph Luns, ότι το άρθρο 5 που αφορά την αμυντική συνδρομή, αφορά μόνο την περίπτωση που μέλος δεχθεί επίθεση από Τρίτη χώρα και όχι από μέλος του ΝΑΤΟ (!) συνάγεται ότι το μέχρι σήμερα ελληνικό αφήγημα – ψευδαίσθηση περί υποτιθέμενης ισχυρής συμμαχίας με τις ΗΠΑ και η εικόνα του πιστού μέλους του ΝΑΤΟ πάσχει σοβαρά και δεν παρέχει καμία αξιοπιστία στις διαφορές μας με την Τουρκία, δεδομένου ότι η τελευταία αποτελεί στρατηγικό στόχο της Δύσης να παραμείνει στο άρμα της.

Τέλος, σημαντικό ζήτημα αποτελεί σήμερα και η προσπάθεια καθησυχασμού της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην τουρκική απειλή από την πολιτική ηγεσία της χώρας ότι τα πάντα είναι υπό έλεγχο και δεν χρειάζεται να ενεργοποιηθεί τίποτα άλλο πέραν του δεδομένου ρόλου κα ιτης επαγρύπνησης των ενόπλων δυνάμεων.

Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση και του μεγάλους διαφαινόμενους κινδύνους για τον ελληνισμό, 100 χρόνια μετά την μικρασιατική καταστροφή, είναι η ώρα των μεγάλων αποφάσεων. Παρά το γεγονός ότι το μεγάλο εμπόδιο κα ι το μεγάλο πρόβλημα σε αυτό αποτελέι το φθαρμένο πολιτικό σύστημα της χώρας και ο εφησυχαμός και η αμεριμνησία του πολιτικού προσωπικού και της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας που επέβαλαν όλα αυτά τα χρόνια το φόβικο σύνδρομο αλλά και την καταστρεπτική εθνική αμεριμνησία έναντι του πρόδηλου τουρκικού κινδύνου. Για να υπάρξει η διάλυση αυτής της εικόνας της Ελλάδος, ως υποχωρητικής και κατευναστικής δύναμης, ακόμα και όταν θίγονται άμεσα τα εθνικά της συμφέροντα θα πρέπει άμεσα, συντονισμένα και σωρευτικά να πραγματοποιηθούν τα παρακάτω:

Πρώτον, επιθετική διπλωματική εκστρατεία ανάδειξης της τουρκικής δολιότητας στη διεθνή κοινότητα, εκμεταλλευόμενοι τις ιδιαίτερες συνθήκες στο παγκόσμιο χώρο που επέφερε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο εκεί συνεχιχόμενος πόλεμος

Δεύτερον, ξεκάθαρη δήλωση στο ΝΑΤΟ, στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ ότι οποιαδήποτε τουρκική ενέργεια σε βάρος νησιού ή κυριαρχικών δικαιώματων της χώρας (π.χ. γεώτρηση) στην ελληνική υφαλοκρηπίδα μέσω του παράνομου τουρκο-λιβυκού μνημονίου θα αντιμετωπιστεί ως επιθετική ενέργεια με αποδέσμευση της Ελλάδος για προληπτικά χτυπήματα εναντίον των τουρκικών επιθετικών δυνάμεων.

Τρίτον, επεξεργασία και κατάλληλη δημοσιοποίηση του δικαιώματος της Ελλάδος για ισχυρό προληπτικό χτύπημα έναντι των επιθετικών δυνάμεων της Τουρκίας προς προστασία των νησιών του Αιγαίου και της εθνικής της κυριαρχίας δεδομένου ότι ήδη η Άγκυρα απειλεί ευθέως την κυριαρχίας τους έχοντας κηρύξει υβριδικό πόλεμο κατά της Ελλάδος.

Τέταρτον, ενέργειες για άμεση περαιτέρω ισχυροποίηση της στρατιωτικής αποτρεπτικής δύναμης των νησιών με εγκατάσταση πυραυλικών και άλλων συστημάτων που να είναι σε θέση σε περίπτωση που δεχθούν επίθεση να πλήξουν απευθείας εσωτερικούς τουρκικούς στόχους.

Ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα μέσω της παλλαϊκής άμυνας. Η αμεριμηνσία και η επιβληθείσα μαλθακότητα στην ελληνική κοινωνία θα πρέπει να αρθεί μέσω της συνειδητοποίησης των κινδύνων που απειλούνται για την κυριαρχία της χώρας.

Έκτο, ουσιαστική ενεργοποίηση του δόγματος ενιαίας αμυνας Ελλάδος και Κύπρου.

Έβδομον, διαβούλευση με τη Γαλλία για την πρακτική εφαρμογή της ελληνογαλλικής συνεργασίας και απαίτηση για δημόσια επιβεβαίωση αυτής. Η συμμετοχή Γάλλων στρατιωτιών στην τελευταία άσκηση της Τουρκίας στη Σμύρνη, με στόχο τη κατάληψη νησιού εγείρει πολλά ερωτήματα που πρέπιε να απαντηθούν από τη γαλλική πλευρά.

Μόνο με την παραπάνω στάση της χώρας θα μπορούσε να δοθεί ισχυρό αποτρεπτικό μήνυμα απέναντι στον διατυπούμενο τουρκικό παραλογισμό, αλλά και στους συμμάχους μας
 
Top