O πληθυσμός της Ελλάδας συρρικνώθηκε το 2020 με τη μεγαλύτερη ταχύτητα που έχει καταγράψει η Ελληνική Στατιστική Αρχή από το 1932.
Με εξαίρεση την περίοδο μετά την έναρξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου για την οποία οι χρονοσειρές της ΕΛΣΤΑΤ δεν είναι συμπληρωμένες –υπάρχει κενό από το 1940 μέχρι και το 1955– ποτέ στο παρελθόν δεν έχει καταγραφεί μείωση του πληθυσμού κατά 46.000 άτομα. Η αμέσως χειρότερη επίδοση ήταν αυτή του 2019, έτος κατά το οποίο οι γεννήσεις υπολείπονταν των θανάτων κατά 40.000 άτομα. Τα αρνητικά ευρήματα της στατιστικής δεν σταματούν εδώ. Οι περίπου 132.000 θάνατοι του 2020 συνιστούν τη χειρότερη επίδοση που έχει καταγραφεί ποτέ στα ληξιαρχεία της ελληνικής επικράτειας. Οι περίπου 85.600 γεννήσεις –τόσες αποτυπώνονται στη στατιστική του ληξιαρχείου– αποτελούν «ισοφάριση» του προηγούμενου αρνητικού ρεκόρ που σημειώθηκε το 2019.
Ολα αυτά τα στατιστικά ευρήματα αφορούν το 2020 –έτος πανδημίας, κατά το οποίο επηρεάζεται και ο αριθμός των θανάτων λόγω COVID αλλά και της δυσκολότερης πρόσβασης των πολιτών στις δομές υγείας και για την αντιμετώπιση άλλων προβλημάτων υγείας αλλά και ο αριθμός των γεννήσεων (λόγω αβεβαιότητας για το μέλλον). Το πρόβλημα όμως καθίσταται μεγαλύτερο λόγω του επόμενου στατιστικού ευρήματος: Το 2020 συμπληρώθηκαν 10 διαδοχικά έτη με το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων να είναι αρνητικό. Εναν χρόνο μετά την υπογραφή του 1ου μνημονίου οι θάνατοι έγιναν για πρώτη φορά περισσότεροι από τις γεννήσεις κατά 4.671 άτομα και έκτοτε το φαινόμενο λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις με αποκορύφωμα την περυσινή χρονιά. Σε αυτή τη 10ετία, οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά περίπου 273.000 άτομα όσος είναι δηλαδή ο πληθυσμός δύο πολύ μεγάλων ελληνικών πόλεων.
Η ΕΛΣΤΑΤ δημοσίευσε για πρώτη φορά άμεσα τα στοιχεία των θανάτων της περασμένης χρονιάς λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος που προκαλεί η πανδημία. Ετσι, προ ημερών, ανακοίνωσε ότι στις 52 εβδομάδες του 2020, καταγράφηκαν 130.288 απώλειες. Από την άλλη, από τα στατιστικά στοιχεία των ληξιαρχείων όλης της χώρας προκύπτει ότι οι θάνατοι ήταν 131.839. Ανεξάρτητα από τη μικρή απόκλιση μεταξύ των δύο στατιστικών το γεγονός είναι ότι το 2020 θα αποτελέσει την πρώτη χρονιά που σημειώνεται τέτοιος αριθμός απωλειών ανθρώπινης ζωής.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και με τον αριθμό των γεννήσεων. Από τις 117.000-118.000 γεννήσεις σε ετήσια βάση πριν μπούμε στην περίοδο των μνημονίων, πέσαμε για πρώτη φορά κάτω από τις 100.000 το 2012, χάσαμε και το όριο των 90.000 από το 2016 και μετά και πλέον οι Ελληνες αποκτούν περίπου 85.000 παιδιά τον χρόνο, κάτι που προκύπτει και από τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας που έδωσε τα επιδόματα γέννησης παιδιών αλλά και από τη στατιστική των ληξιαρχείων.
Το 2021 είναι πιθανή η περαιτέρω επιδείνωση. Ηδη, τα στοιχεία του ληξιαρχείου δείχνουν ότι στις πρώτες εβδομάδες της χρονιάς, έχουν ήδη καταγραφεί 22.000 θάνατοι έναντι μόλις 13.600 γεννήσεων. Αρνητικό ισοζύγιο της τάξεως των 44.000-45.000 ανθρώπων σε ετήσια βάση, σημαίνει ότι «σβήνεται» ο πληθυσμός μιας μεγάλης ελληνικής πόλης.
Για το 2020, η κυβέρνηση δρομολόγησε για πρώτη φορά το επίδομα γέννησης τέκνου προκειμένου να αποτελέσει ένα ισχυρό κίνητρο για τη μείωση του φαινομένου της υπογεννητικότητας. Το γεγονός ότι η έναρξη εφαρμογής του συγκεκριμένου μέτρου ουσιαστικά συνέπεσε χρονικά με την πανδημία δεν επιτρέπει και την αξιολόγησή του. Με τον πληθυσμό της χώρας να βιώνει για πρώτη φορά το lockdown και την καραντίνα, το γεγονός ότι οι γεννήσεις παρέμειναν περίπου στο ίδιο επίπεδο με το 2019 μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση: από τη μία είναι η δεύτερη χειρότερη επίδοση (με πολύ μικρή διαφορά από την πρώτη) σχεδόν για έναν ολόκληρο αιώνα. Από την άλλη όμως, λόγω της ανασφάλειας που προκάλεσε η πανδημία στις οικογένειες, δεν μπορεί εύκολα να αξιολογηθεί το κατά πόσον οι γεννήσεις θα ήταν ακόμη λιγότερες αν έλειπε και το οικονομικό κίνητρο.
Ολα αυτά τα στατιστικά ευρήματα αφορούν το 2020 –έτος πανδημίας, κατά το οποίο επηρεάζεται και ο αριθμός των θανάτων λόγω COVID αλλά και της δυσκολότερης πρόσβασης των πολιτών στις δομές υγείας και για την αντιμετώπιση άλλων προβλημάτων υγείας αλλά και ο αριθμός των γεννήσεων (λόγω αβεβαιότητας για το μέλλον). Το πρόβλημα όμως καθίσταται μεγαλύτερο λόγω του επόμενου στατιστικού ευρήματος: Το 2020 συμπληρώθηκαν 10 διαδοχικά έτη με το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων να είναι αρνητικό. Εναν χρόνο μετά την υπογραφή του 1ου μνημονίου οι θάνατοι έγιναν για πρώτη φορά περισσότεροι από τις γεννήσεις κατά 4.671 άτομα και έκτοτε το φαινόμενο λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις με αποκορύφωμα την περυσινή χρονιά. Σε αυτή τη 10ετία, οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά περίπου 273.000 άτομα όσος είναι δηλαδή ο πληθυσμός δύο πολύ μεγάλων ελληνικών πόλεων.
Η ΕΛΣΤΑΤ δημοσίευσε για πρώτη φορά άμεσα τα στοιχεία των θανάτων της περασμένης χρονιάς λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος που προκαλεί η πανδημία. Ετσι, προ ημερών, ανακοίνωσε ότι στις 52 εβδομάδες του 2020, καταγράφηκαν 130.288 απώλειες. Από την άλλη, από τα στατιστικά στοιχεία των ληξιαρχείων όλης της χώρας προκύπτει ότι οι θάνατοι ήταν 131.839. Ανεξάρτητα από τη μικρή απόκλιση μεταξύ των δύο στατιστικών το γεγονός είναι ότι το 2020 θα αποτελέσει την πρώτη χρονιά που σημειώνεται τέτοιος αριθμός απωλειών ανθρώπινης ζωής.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και με τον αριθμό των γεννήσεων. Από τις 117.000-118.000 γεννήσεις σε ετήσια βάση πριν μπούμε στην περίοδο των μνημονίων, πέσαμε για πρώτη φορά κάτω από τις 100.000 το 2012, χάσαμε και το όριο των 90.000 από το 2016 και μετά και πλέον οι Ελληνες αποκτούν περίπου 85.000 παιδιά τον χρόνο, κάτι που προκύπτει και από τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας που έδωσε τα επιδόματα γέννησης παιδιών αλλά και από τη στατιστική των ληξιαρχείων.
Το 2021 είναι πιθανή η περαιτέρω επιδείνωση. Ηδη, τα στοιχεία του ληξιαρχείου δείχνουν ότι στις πρώτες εβδομάδες της χρονιάς, έχουν ήδη καταγραφεί 22.000 θάνατοι έναντι μόλις 13.600 γεννήσεων. Αρνητικό ισοζύγιο της τάξεως των 44.000-45.000 ανθρώπων σε ετήσια βάση, σημαίνει ότι «σβήνεται» ο πληθυσμός μιας μεγάλης ελληνικής πόλης.
Για το 2020, η κυβέρνηση δρομολόγησε για πρώτη φορά το επίδομα γέννησης τέκνου προκειμένου να αποτελέσει ένα ισχυρό κίνητρο για τη μείωση του φαινομένου της υπογεννητικότητας. Το γεγονός ότι η έναρξη εφαρμογής του συγκεκριμένου μέτρου ουσιαστικά συνέπεσε χρονικά με την πανδημία δεν επιτρέπει και την αξιολόγησή του. Με τον πληθυσμό της χώρας να βιώνει για πρώτη φορά το lockdown και την καραντίνα, το γεγονός ότι οι γεννήσεις παρέμειναν περίπου στο ίδιο επίπεδο με το 2019 μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση: από τη μία είναι η δεύτερη χειρότερη επίδοση (με πολύ μικρή διαφορά από την πρώτη) σχεδόν για έναν ολόκληρο αιώνα. Από την άλλη όμως, λόγω της ανασφάλειας που προκάλεσε η πανδημία στις οικογένειες, δεν μπορεί εύκολα να αξιολογηθεί το κατά πόσον οι γεννήσεις θα ήταν ακόμη λιγότερες αν έλειπε και το οικονομικό κίνητρο.