(Από το βιβλίο του Κώστα Σάμιου «Δρομείς-Θρύλοι της Ολυμπίας», Έκδοση Α.Π.Σ. «ΑΠΟΛΛΩΝ ΔΥΤ. ΑΤΤΙΚΗΣ)

ΕΚΑΤΟΜΝΟΣ Ο ΗΛΕΙΟΣ
... Από την κοιτίδα των Ολυμπιακών, την εύφορη γη της Ηλείας, την πατρίδα του Ίφιτου, του ιδρυτή των Αγώνων και του Κόροιβου, του πρώτου Ολυμπιονίκη, πέρασαν αρκετοί άξιοι ΔΡΟΜΕΙΣ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΕΣ. Η Ηλεία, αν και δεν δημιούργησε αυτό που λέμε Σχολή Δρομέων, σε κάθε ιστορική εποχή των Αγώνων, από την αφετηρία τους μέχρι και τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, παρουσίαζε κατά καιρούς δρομείς που κέρδιζαν τους Ολυμπιακούς αγώνες, εντυπωσιάζοντας τους συμπατριώτες τους αλλά και όλους τους θεατές.
Σε όλη αυτή την μακραίωνη εποχή όμως, δεν είχαν καταφέρει να πετύχουν οι Αθλητές - Δρομείς της Ηλείας αυτό που άλλοι είχαν πετύχει: Κάποιος από τους άξιους Αθλητές τους να νικήσει στην ίδια Ολυμπιάδα σε περισσότερα από ένα αγωνίσματα Δρόμου.
Είχαν περάσει 74 χρόνια από την επισημοποίηση της Ρωμαϊκής κατάκτησης το 146 π.Χ.. Στη Ρώμη κυρίαρχη προσωπικότητα ο Πομπήιος. Η 177η Ολυμπιάδα (του 72 π.Χ.) θα ήταν η πιο σημαντική όλης της Ρωμαϊκής περιόδου, όπως αποδείχθηκε από την ίδια την Ιστορία. Οι Αθλητές της Ρωμαϊκής Οικουμένης θα συναγωνίζονταν σε 18 αγωνίσματα, ανάμεσα τους και τα 5 των δρόμων (Στάδιο, Δίαυλο, Δόλιχο, Οπλίτης και Στάδιο Παίδων). Όπως αποδείχθηκε από τα τελικά αποτελέσματα, οι Ηλείοι Αθλητές σε όλα τα αγωνίσματα είχαν πετύχει στους στόχους τους, κατακτώντας τη νίκη στα περισσότερα απ' αυτά.
... Ξεχώριζε για το επιβλητικό του ανάστημα. Ο πατέρας του έμπορος από τη Μίλητο, πολλά χρόνια πριν είχε εγκατασταθεί στην Ήλιδα, όπου έκανε την οικογένειά του. Τον ονόμασε Εκάτομνο. Συνήθιζε από μικρό παιδί να βοηθάει τον πατέρα του στο μικρό εμπορικό που είχε στην Ήλιδα.
Έχοντας μεγαλώσει πια, θυμόταν την αναστάτωση που δημιουργείτο στην Ήλιδα, την εποχή των Ολυμπιακών. Χιλιάδες άνθρωποι που έρχονταν από παντού στον ιερό χώρο, κουβαλώντας ήθη, έθιμα, φορεσιές, προϊόντα, ήχους, τραγούδια, γλώσσες, θεούς, πιστεύω. Ένα τεράστιο πλήθος που στα παιδικά μάτια φάνταζε τόσο τρομακτικό, που πολλές φορές κρυβόταν για να αποφεύγει τη ματιά και το πείραγμα. Θυμόταν, που όταν πια μπορούσε να νιώσει και να καταλάβει την αξία των Αγώνων, ο πατέρας του τον έπαιρνε από το χέρι, και πορευόμενοι την απόσταση των 25 περίπου χιλιομέτρων πάνω στα ζώα τους, έφταναν στην Ολυμπία. Το ιερό τοπίο πνιγμένο στη βλάστηση και στο μάρμαρο. Ένα καράβι μάρμαρου που έπλεε μέσα στο φως. Γαλάζιο του ουρανού, πράσινο της βλάστησης, άσπρο του μάρμαρου και κόκκινο του χώματος του Σταδίου. Αχ, το Στάδιο! Μικρός ακόμα, ήταν δεν ήταν 6 χρονών, είχε δει τα πλήθη να αποθεώνουν τον Παρμενίσκο, τον Κερκυραίο νικητή για δεύτερη φορά στο Στάδιο (173η Ολυμπιάδα, 88 π.Χ.). Είδε να τον σηκώνουν στα χέρια, εκείνον να γελάει, να κλαίει ευτυχισμένος, να σηκώνει τα χεριά στον ουρανό. Είδε τους γονείς του, τους φίλους και συμπατριώτες του να γονατίζουν μπροστά στην αξιοσύνη του, να αγκαλιάζονται όλοι μαζί. Είδε την ΕΥΤΥΧΙΑ. Την απόλυτη Ευτυχία να έχει πλημμυρίσει κάθε κύτταρο του κορμιού τους που πάλλονταν σαν ένα αδιάσπαστο σύνολο, που δεν υπήρχε τίποτα να το διασπάσει. Παντού φωνές και επιδοκιμασίες χαράς, έπαινοι και προσφωνήσεις θαυμασμού.
Στο παιδικό του μυαλό είχε σχηματισθεί η εικόνα του στη θέση του Παρμενίσκου. Το βράδυ πριν κοιμηθεί, άρχισε να ονειρεύεται αυτό που η παιδική φαντασία
έπλασε τον ίδιο στη θέση του Παρμενίσκου, λίγα χρόνια αργότερα... Τον πατέρα του, τους φίλους του να τον περιφέρουν στο Στάδιο της Ολυμπίας. Όλο τον κόσμο της Ήλιδας, να τον αγαπά και να τον δείχνει... Κοιμήθηκε ευτυχισμένος, νικητής στους Δρόμους της Ολυμπίας... Με όλο τον κόσμο στα πόδια του... Από την άλλη κιόλας ημέρα ο Εκάτομνος άρχισε να τρέχει. Εξασκείτο πότε μόνος του, πότε με τ' άλλα παιδιά, στις αλάνες και τα χωράφια της Ήλιδας, όπου έστηναν αυτοσχέδιους αγώνες... Όποτε τ' άλλα παιδιά βαριόντουσαν ή έπαιζαν άλλα παιχνίδια, ο Εκάτομνος φτιάχνοντας μόνος του εικονικούς Αγώνες, έτρεχε κερδίζοντας πάντα...
Έτσι πέρασαν άλλα τέσσερα χρόνια. Είχε έρθει η ώρα των Ολυμπιακών. Ο πατέρας του είχε δει -ή μάλλον, είχε καταλάβει- την αγάπη του γιου του στους Δρόμους... Έλα, του είπε, την καθορισμένη ημέρα, να πάμε στην Ολυμπία για να δούμε ποιος θα είναι εφέτος ο νικητής... Μετά την αποχώρηση του Παρμενίσκου, όλοι φαίνονται ισάξιοι. Οι πολίτες της Ήλιδας μπορούσαν να πάνε στο γυμνάσιο και να παρακολουθούν τους Αθλητές - Δρομείς, στις δοκιμές τους, στην κορύφωση της προετοιμασίας των. Μ' αυτό τον τρόπο διαμόρφωναν μια πρώτη άποψη για τη δυναμικότητά τους. Ποιοι ήσαν οι επικρατέστεροι, οι πιο δυνατοί... Στην 174η Ολυμπιάδα (84 π.Χ.) αυτός που φαινόταν ότι ξεχώριζε, ήταν ο Δημόστρατος, που είχε έλθει από τη Λάρισα της Θεσσαλίας, και ο εξαίρετος Αριστίων από το πανάρχαιο Άργος, που είχε βγάλει τόσους σπουδαίους Δρομείς, ανάμεσα τους τον θρυλικό Δολιχοδρόμο Αγέα και τον ταχύτατο Δάνδη. Μεταξύ τους θα κρινόταν ο φετινός νικητής των Ολυμπιακών στο στάδιο.
Πήγαν συζητώντας όλη την απόσταση. Πατέρας και γιος. Το παιδί των 10 χρόνων εκμυστηρεύτηκε στον πατέρα του τα όνειρά του. Ο πατέρας, ένας ιδεολόγος των Αγώνων, αγνός και ανιδιοτελής, του είπε: «Μακάρι παιδί μου. Εγώ θα είμαι στο πλευρό σου. Συνέχισε να προσπαθείς... Και εγώ θα σε σηκώσω πρώτος στα χέρια μου, για να χαρώ μαζί σου...». Πατέρας και γιος, δεμένοι στο όνειρο. Αλήθεια, πόσοι τέτοιοι δεν είχαν περάσει στην Ολυμπία... Σε όλη αυτή την ατέλειωτη σειρά... Πόσοι θα πέρναγαν ακόμη... Πόσοι καρτερούσαν αυτή την τιμή και την υπερηφάνεια...
Έφθασαν στην Ολυμπία. Οι χιλιάδες των θεατών συνωστίζονταν στο Στάδιο. Οι θεατές από την Ήλιδα, τιμητικά είχαν τα κεντρικά τμήματα. Ο Εκάτομνος μαζί με τ' άλλα παιδιά βρέθηκαν κι άρχισαν να ενθαρρύνουν τον τοπικό Δρομέα που θα συμμετείχε στον τελικό. Το μάτι του Εκάτομνου όμως, είχε ξεχωρίσει τον εξαιρετικό Δημόστρατο. Οι κινήσεις του, το σώμα του, ο διασκελισμός του στα λίγα λεπτά προετοιμασίας πριν από τον Αγώνα, πρόδιδαν την υπεροχή και την αξιοσύνη του. Σιγή έπεσε στο στάδιο. Ο κόσμος άκουγε μόνο την ανάσα του. Ακούστηκε η βαριά φωνή του Αφέτη... Άπιτε... Μεμιάς οι Δρομείς έφυγαν. Τα μάτια των παιδιών είχαν ανοίξει... Ο Δημόστρατος με τον Αριστίωνα, όπως έλεγαν όλοι όσοι είχαν δει τους αθλητές στην Ήλιδα (και μέσα σ' αυτούς ήταν και ο πατέρας του), είχαν ξεχωρίσει. Ο αγώνας ήταν σκληρός. Στο τέλος, με μια-δυο δρασκελιές, νίκησε ο Δημόστρατος. Οι ίδιες εικόνες που ακολουθούσαν στην κάθε Ολυμπιάδα. Δίπλα στον μεγάλο χαμένο Αριστίωνα πήγε ο αδελφός του, ο μικρός Επαίνετος. Αυτός που θα κέρδιζε στην επόμενη Ολυμπιάδα, την νίκη στο Στάδιο Παίδων.
Ο Εκάτομνος είδε την τελετή της ανακήρυξης του Ολυμπιονίκη. Με την κόκκινη ταινία στο κεφάλι, στο χέρι, στο πόδι. Είδε το στεφάνι από την αγριελιά. Άκουσε τις ζητωκραυγές και τις επευφημίες, την ώρα που το πέρασαν στο κεφάλι του νικητή...
Με ενισχυμένη τη φαντασία και την πίστη, γύρισε στο σπίτι του, το βράδυ. Ποιος ξέρει, σκέφθηκε, σε 2 – 3 Ολυμπιάδες μπορεί να είμαι κι εγώ, νικητής εδώ το βράδυ με το στεφάνι της νίκης, μέσα στο σπίτι μου...
Ακολουθούν τα χρόνια της προσμονής. Της υπομονής και της επιμονής που χαρακτηρίζουν κάθε Δρομέα, παγκόσμια. Και τότε και τώρα. Ατέλειωτα χιλιόμετρα ταχύτητας και αντοχής. Σε σκληρά και λιγότερο σκληρά εδάφη. Με τις πατούσες των ποδιών να σκληραίνουν και να γίνονται παχιές από τη συνεχή άσκηση. Με χειμώνα και καλοκαίρι. Με κρύο, με βροχή, με λάσπη, με κρύο αγέρα. Αλλά και με ήλιο, καύσωνα, ξηρασία, με καυτό λίβα. Σε κάθε καιρό, κάθε χρόνο.
Ο Εκάτομνος να μεγαλώνει, τρέχοντας εδώ κι εκεί. Το όνομά του σιγά - σιγά άρχισε να διαδίδεται στην Ήλιδα. Σε αρκετά χωριά, σε τοπικές γιορτές που είχαν τοπικούς αγώνες, ο Εκάτομνος κέρδιζε με ευκολία. Στην επόμενη Ολυμπιάδα, όπως ήδη γράψαμε, κέρδισε ο αδελφός του μεγάλου χαμένου της προηγούμενης, ο Επαίνετος από το Άργος. Και στην αμέσως επόμενη, ο πολύ δυνατός, ο μοναδικός Ολυμπιονίκης που έβγαλε η Κυπαρισσία, ο Δίων ο Κυπαρισσεύς.
Ο Εκάτομνος βίωσε το πέρασμα από την εφηβεία στην ανδρική του ωρίμανση με μια τραγική απώλεια. Ο αγαπημένος του πατέρας δεν θα προλάβαινε να τον δει Ολυμπιονίκη. Μέσα σε λίγους μήνες αρρώστησε και έφυγε… Λίγο πριν τον χάσει, έσφιξε το χέρι του, που αδύνατο όπως είχε γίνει, χάθηκε μέσα στο δυνατό χέρι του, που αδύνατο όπως είχε γίνει, χάθηκε μέσα στο δυνατό χέρι του παιδιού του… «Μην ξεχάσεις γιέ μου, τις συζητήσεις που κάναμε σε κάθε Ολυμπιακούς, από εδώ, από το σπίτι μας, ως την Ολυμπία. Κι όταν θα πάρεις το στεφάνι, κρέμασέ το εδώ, πάνω από το κρεβάτι μου».
… «Ναι πατέρα… Εδώ θα σου το κρεμάσω», του απάντησε δακρυσμένος ο Εκάτομνος. Το χέρι πάγωσε μέσα στο δικό του. Τα μάτια άνοιξαν για τελευταία φορά. Κι έμειναν εκεί να κοιτάζουν το γιό του, να μιλάει για το στεφάνι από την αγριελιά της Ολυμπίας... Και το χαμόγελο που είχε σχηματισθεί στο κουρασμένο πρόσωπό του έμεινε χαραγμένο.
Ο Εκάτομνος μετά από λίγες ημέρες, όταν συνήλθε κάπως από το τραγικό γεγονός, έπεσε με τα μούτρα στην προπόνηση. Τώρα είχε ένα ακόμη ιερότερο χρέος να ξεπληρώσει. Ένα χρέος που το ‘χε δώσει στο πρόσωπο που του είχε σταθεί, που τον γέννησε, που τον μεγάλωσε, που του δίδαξε τα πάντα.
Ο Πομπήιος, αυτή η ηγετική προσωπικότητα που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στη Ρώμη, είχε αποφασίσει οι επόμενοι Ολυμπιακοί να αναβαθμιστούν. Ήθελε μ' αυτό τον τρόπο να εξασφαλίσει την ηθική υποστήριξη των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας που ήκμαζαν στον πόλεμο ενάντια στον Μιθριδάτη και τους επιγόνους του από τη μια, αλλά και να ενισχύσει τη θέση του ανάμεσα στους φιλελληνίζοντας Ρωμαίους της Συγκλητικής Αριστοκρατίας που τον εξέλεγαν ύπατο για σειρά ετών... Ήταν στην ωριμότητά του και θα χρησιμοποιούσε τους Αγώνες θαυμάσια για τους σκοπούς του. Έστειλε κήρυκες παντού. Οι Ολυμπιακοί της δικής του εποχής θα ξεπερνούσαν ακόμη και τους Αρχαίους. Σε 18 Αγωνίσματα που θα διεξάγονταν, θα δινόταν η μάχη για τους κότινους. Όλες οι πόλεις είχαν αποδυθεί σ' έναν ατέλειωτο αγώνα για να στείλουν αθλητές στην Ολυμπία.
Στην Ήλιδα γινόταν ένας χαμός. Στην ευνοούμενη πόλη του Πομπηίου όλοι ετοιμάζονταν για τους Αγώνες που θα σήμαιναν ίσως μια αναγέννηση, για την οποία όλοι εύχονταν να έχει και την ανάλογη συνέχεια. Κάθε οικογένεια μίλαγε για τους Αγώνες, προετοιμάζετο γι' αυτούς. Και τα παιδιά της Ήλιδας, οι νέοι και οι έφηβοι, σε κάθε χώρο, κάθε ημέρα έδιναν τα πάντα, για να μπορέσουν να συναγωνισθούν και να νικήσουν, αν ήταν δυνατό.
Η πόλη και η περιοχή είχε μπει σ' αυτό που λέγεται ιστορική κίνηση προς τα εμπρός. Άλλοι όμως σήμερα θα το ονόμαζαν «Η τελευταία φωτεινή αναλαμπή πριν την παρακμή και την πτώση». Αυτό όμως δεν το ήξεραν οι σύγχρονοι του Εκάτομνου και των άλλων παιδιών και οικογενειών της Ήλιδας, όπως βέβαια δεν τον γνώρισαν και οι χιλιάδες των θεατών και αθλητών που είχαν έλθει πάλι, όπως κάθε φορά, στα ιερά εδάφη της Ολυμπίας. Να δουν, να θαυμάσουν το ιερό που θύμιζε τα παλιά, τα ιστορικά χρόνια της Ελλάδας. Να ακουμπήσουν τα ίδια μάρμαρα. Να λουστούν στον Αλφειό... Να αναπνεύσουν από τον αγέρα της Ολυμπίας... Να γευτούν την Ελληνικότητα... Να ανταμώσουν με τ' αδέλφια τους Έλληνες... Όπου γης πλέον... Μετά τη μεγάλη φυγή, το άδειασμα της Ελλάδας από τους Έλληνες, στα Ελληνιστικά χρόνια που ακολούθησαν τις μεγάλες κατακτήσεις του Μέγα Αλέξανδρου και των επιγόνων του...
Όταν είδε ο Εκάτομνος ότι οι Ρωμαίοι είχαν αποφασίσει να διεξαγάγουν όλα τα αγωνίσματα δρόμου, δεν το πολυσκέφτηκε. Δήλωσε συμμετοχή στα τρία που είχε δικαίωμα από τα τέσσερα. Στο Στάδιο, στον Δίαυλο και στον Οπλίτη δρόμο. Μάλιστα η συγκίνησή του ήταν μεγαλύτερη, όταν έμαθε ότι αυτό είχε συμβεί στην Ολυμπία από τα χρόνια του μεγαλύτερου Δρομέα όλων των εποχών, του ασύγκριτου Λεωνίδα του Ρόδιου, 80 χρόνια πριν, την εποχή ακόμα που η Ελλάδα ήταν ακόμη ελεύθερη... Υποσχέθηκε στον εαυτό του να τον μιμηθεί. Και αυτός να γίνει τριαστής (νικητής και στα τρία αγωνίσματα που θα λάβαινε μέρος) την ίδια ημέρα.
Οι αθλητές χωρίστηκαν στις τετράδες των προκριματικών. Οι θεατές είδαν τον Εκάτομνο να κερδίζει την πρόκριση για τους τελικούς, με ευκολία και στα τρία αγωνίσματα.
... Ξημέρωσε η μεγάλη ημέρα... Πρώτος αγώνας το Στάδιο. Ο Εκάτομνος στην αφετηρία. Δίπλα του ο περασμένος Ολυμπιονίκης, ο άξιος Δίων από την Κυπαρισσία. Έτρεξαν δίπλα - δίπλα μέχρι περίπου τα μισά. Τότε ο Εκάτομνος σαν σε όνειρο είδε το χαμόγελο του πατέρα. Άνοιξε... ΚΕΡΔΙΣΕ... Χάθηκε στις αγκαλιές του πλήθους. Ησυχία... Ξανά η εκκίνηση για τον Δίαυλο. Με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση... Ξεκίνησαν... Έτρεξε σαν αγέρας... Νίκησε ξανά. Δεύτερο στεφάνι. Τρίτος αγώνας... Νέα νίκη... Στον Οπλίτη Δρόμο. Στα τιμημένα όπλα, που δεν υπήρχαν πια πολλοί άξιοι Έλληνες να τα σηκώσουν. Νικητής για τρίτη φορά. Στο πρωινό της 177ης Ολυμπιάδας ο Εκάτομνος ο Ηλείος έγραψε τη δική του σελίδα.
Και το βράδυ, στο σπίτι του, πάνω από το κρεβάτι του χαμένου πατέρα, κρεμάστηκαν τα τρία στεφάνια που είχε υποσχεθεί ο γιος στον πατέρα, την ημέρα του χαμού του...
10 Sep 2016
 
Top