Τα υψηλότερα επιτόκια παρείχαν μια υγιή ώθηση στους ισολογισμούς των τραπεζών το 2022, αλλά δεν ήταν πάντα μια εύκολη χρονιά να είναι κάποιος τραπεζίτης –ειδικά αν εργάζονταν για ένα από τα μεγαθήρια της Αμερικής, αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Για 14η χρονιά, το Forbes κατέταξε τις 100 μεγαλύτερες (σε περιουσιακά στοιχεία και χρηματοοικονομικά προϊόντα) τράπεζες που διαπραγματεύονται δημόσια στις ΗΠΑ, με βάση εννέα δείκτες μέτρησης που αφορούν την πιστωτική ποιότητα και την κερδοφορία.
Στην κορυφή της λίστας για τρίτη φορά τα τελευταία τέσσερα χρόνια βρέθηκε η CVB Financial, η μητρική εταιρεία της Citizens Business Bank με περιουσιακά στοιχεία 16,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Με έδρα το προάστιο Οντάριο του Λος Άντζελες, διαθέτει 35.000 πελάτες και ειδικεύεται στην εξυπηρέτηση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
«Εστιάζουμε κυρίως σε ιδιωτικές, οικογενειακές επιχειρήσεις. Είναι αυτό το σπουδαίο αμερικανικό success story που θέλουμε να δημιουργούμε», λέει ο David Brager, ο οποίος εργάζεται για την τράπεζα 20 χρόνια και ανέλαβε Διευθύνων Σύμβουλος το 2020.
Τα καθαρά κέρδη της CVB αυξήθηκαν κατά 11% πέρυσι και το δίκτυό της, μόλις 60 υποκαταστήματα, την καθιστούν μία από τις πιο αποτελεσματικές τράπεζες στη χώρα.
Την ίδια στιγμή, τα έσοδα από τις κεφαλαιαγορές στέρεψαν για τις μεγάλες τράπεζες που είχαν λιγότερες συμφωνίες χρηματοδότησης, ενώ παράλληλα τα έξοδα τους για ζημίες οιυ αφρούσαν δάνεια συσσωρεύτηκαν, καθώς οι καταναλωτές, με τα μετρητά τους για την αντιμετώπιση της πανδημίας να εξαντλούνται, ξεκίνησαν να δείχνουν προβληματισμένοι.
Οι τράπεζες των ΗΠΑ δημιούργησαν σωρευτικά 260 δισεκατομμύρια δολάρια σε καθαρό εισόδημα τους 12 μήνες έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2022, μια μείωση 6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με στοιχεία της Federal Deposit Insurance Corp. (Ομοσπονδιακή υπηρεσία ασφάλισης καταθέσεων).
Ωστόσο, το 96% όλων των ασφαλισμένων ιδρυμάτων από την FDIC ήταν κερδοφόρα και οι μικρές κοινοτικές τράπεζες σε όλη τη χώρα ακμάζουν.
«Ήταν μια χρονιά στα άκρα και αυτό είναι κάτι που περιμένουμε να συμβεί και στις αρχές του τρέχοντος έτους», λέει ο Stephen Biggar, διευθυντής έρευνας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στην Argus Research. «Ζήσαμε μια πολύ πιο άγρια ταλάντευση σε ορισμένες από τις πηγές εσόδων από ό,τι είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε».
Και οι τέσσερις τράπεζες των τρισεκατομμυρίων δολαρίων των ΗΠΑ είναι κολλημένες σχεδόν στον πάτο της λίστας, με την Wells Fargo των 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων να πέφτει τρεις θέσεις από την 97η στην τελευταία, 100η θέση.
Ο δείκτης αποδοτικότητάς της, ο οποίος διαιρεί τα λειτουργικά έξοδα με τα συνολικά έσοδα, ήταν ο έκτος χειρότερος με 72,6%, έναντι του μέσου όρου του 58,4% (ένας χαμηλότερος δείκτης είναι προς το καλύτερο, φυσικά).
Η Wells κατατάχθηκε επίσης στο κατώτερο πεμπτημόριο σε επτά από τις άλλες οκτώ μετρήσεις μας, οι οποίες περιλαμβάνουν τον δείκτη Common Equity Tier 1 (CET1), ο οποίος αφορά τη ρευστότητα μιας τράπεζας, τον δείκτη καθαρών χρεώσεων ως προς το ποσοστό των συνολικών δανείων και τον δείκτη βάσει της απόδοσης του μέσου όρου της ενσωμάτωσης κοινών ιδίων κεφαλαίων. Οι υπόλοιποι παράγοντες που καταγράφηκαν για τη λίστα ήταν η αύξηση των λειτουργικών εσόδων, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο, τα μη εξυπηρετούμενα περιουσιακά στοιχεία ως ποσοστό του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων, τα αποθεματικά ως ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων και τα ποσοστά κινδύνου βάσει κεφαλαίου.
Η S&P Global Market Intelligence παρείχε τα στοιχεία που αφορούσαν το διάστημα έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2022 και η κατάταξη έγινε αποκλειστικά από το Forbes (οι τράπεζες που είναι θυγατρικές μεγαλύτερων ιδρυμάτων εξαιρέθηκαν, όπως και οι τράπεζες στις οποίες η μητρική εταιρεία έχει έδρα εκτός των Η.Π.Α.).
Την ίδια στιγμή, τα καθαρά κέρδη της Wells Fargo για το ημερολογιακό έτος 2022 μειώθηκαν κατά 40% στα 12,1 δισεκατομμύρια δολάρια, επηρεασμένα σημαντικά από την πρόβλεψή της για αστικές ποινές 1,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων και υπολογίζοντας επίσης τις αποζημιώσεις των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε 16 εκατομμύρια καταναλωτές όπως διέταξε το Γραφείο Οικονομικής Προστασίας των Καταναλωτών.
Η εντολή της συγκεκριμένης υπηρεσίες αφορά την κάλυψη για παράνομες προμήθειες και την κακή διαχείριση δανείων αυτοκινήτων, τις αποτυχίες χορήγησης τροποποιήσεων που αφορούν στεγαστικά δάνεια και τις αιφνιδιαστικές χρεώσεις σε λογαριασμούς που απλώς ελέγχονταν. Η τράπεζα μαστίζεται από επικρίσεις για τη μεταχείρισή της προς τους καταναλωτές από το 2016, όταν ήρθε στο φως το άνοιγμα εκατομμυρίων λογαριασμών χωρίς τη συγκατάθεση των πελατών. Σε ανακοίνωσή της ανέφερε ότι «έχει επιταχύνει τις διορθωτικές ενέργειες και την αποκατάσταση από το 2020», διαδικασίες για τις οποίες χρησιμοποιούνται τα κέρδη της.
Η JPMorgan Chase, η μεγαλύτερη τράπεζα της Αμερικής με 3,8 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ενεργητικό, έπεσε από την 48η θέση πέρυσι στην 70η. Η αύξηση των λειτουργικών εσόδων της κατά 2,0% έως τον περασμένο Σεπτέμβριο (ήταν στο 3,0% στην περσινή λίστα) την έριξε στην 80η θέση της συγκεκριμένης υπολίστας. Τα καθαρά έσοδα των 37,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων το ημερολογιακό έτος 2022 αντανακλούν την πτώση του 22% από το 2021, καθώς ο δείκτης αποδοτικότητάς της πιέστηκε από τη στασιμότητα της αύξησης των εσόδων και τις υψηλότερες δαπάνες για αποζημιώσεις, τις τεχνολογικές αλλαγές και το μάρκετινγκ. Εν τω μεταξύ, η Citigroup ανέβηκε ελαφρώς στο Νο. 81 και η Bank of America βρέθηκε στο 86 από το 91 πέρυσι.
Ο Biggar σημειώνει ότι ενώ οι μικρότερες τράπεζες μπορεί να απολαμβάνουν έως και το 75% των εσόδων τους, όσον αφορά τα καθαρά έσοδα από τόκους, στις μεγάλες τράπεζες ισχύει περισσότερο το 50/50 μεταξύ των εσόδων από τόκους και οτιδήποτε άλλου. «Σαφώς ο άνεμος της αύξησης των επιτοκίων είχε πολύ πιο ευνοϊκό αντίκτυπο στις παραδοσιακές περιφερειακές τράπεζες από ό,τι στις μεγάλες, παγκόσμιες τράπεζες», λέει ο Biggar. «(Οι μεγάλες) αντιμετωπίζουν αυτό το τεράστιο έλλειμμα σε σχέση με το 2021 στα έσοδα από τις κεφαλαιαγορές».
Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα για την CVB Financial, η οποία ειδικεύεται στην εξυπηρέτηση επιχειρήσεων με έσοδα έως και 300 εκατομμυρίων $ στη Νότια και Κεντρική Καλιφόρνια, αν και προσφέρει επίσης τους τυπικούς λογαριασμούς για ιδιώτες. «Το φυσικό αποτύπωμα της τράπεζάς μας είναι ασφαλώς μικρότερο, ο μέσος πελάτης όμως είναι πλουσιότερος και έτσι υπάρχει λειτουργική αποτελεσματικότητα σε αυτό το μοντέλο», λέει ο CEO της, Brager.
Η CVB είναι μια τράπεζα με λιτές λειτουργίες και με σχεδόν την καλύτερη απόδοση στην κατηγορία της στο 38,6%, σε σύγκριση με το μέσο όρο του 56,2% μεταξύ όλων των άλλων ιδρυμάτων αναφοράς της FDIC. Στην πραγματικότητα, κατατάχθηκε στο πρώτο μισό κάθε λίστας που παρακολουθεί το Forbes. Τα καθαρά κέρδη της το 2022 ήταν στα 235 εκατομμύρια δολάρια και είναι κερδοφόρα για 183 συνεχόμενα τρίμηνα, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της από την ίδρυσή της το 1974.
Στη συνέχεια της λίστας, η First Financial Bankshares με έδρα την Άμπιλεν του Τέξας κάνει το ντεμπούτο της στο Νο. 2 ως η τράπεζα με τις κορυφαίες επιδόσεις με επίκεντρο τον καταναλωτή. Ολοκλήρωσε το 2019 με περιουσιακά στοιχεία 8,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά τώρα διαθέτει 13,1 δισεκατομμύρια δολάρια και εξυπηρετεί 350.000 Τεξανούς.
Ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος Scott Dueser, ο οποίος εργάζεται για την τράπεζα από το 1976 αμέσως μετά την αποφοίτηση του από το κολέγιο του Texas Tech, λέει ότι ο μέσος όρος καθαρών νέων λογαριασμών που προστέθηκαν τα χρόνια πριν από την πανδημία ήταν περίπου 5.000. Ωστόσο, πρόσθεσε 12.000 λογαριασμούς το 2020 και άλλους 16.000 το 2021. Ο Dueser κατάφερε να προσελκύσει ως σύμβουλο τον συνιδρυτή του Ritz-Carlton και πρώην COO, Horst Schulze, για να βοηθήσει στην εξυπηρέτηση πελατών.
Η τράπεζα ιδρύθηκε το 1890 ως Farmers and Merchants National Bank, όταν το Άμπιλεν ήταν μια συνοριακή πόλη των 3.000 κατοίκων. Η τράπεζα συγκέντρωσε 33.000 $ σε καταθέσεις τον πρώτο χρόνο της. Ο Dueser λέει ότι η τράπεζα έχει κερδίσει αρκετά χρήματα στα 133 χρόνια της ύπαρξής της και ότι έχει αυξήσει τα κέρδη της για 35 συνεχόμενα χρόνια. Τα 79 υποκαταστήματα της βρίσκονται στα περίχωρα των μεγάλων πόλεων, κυρίως γύρω από το Ντάλας και το Χιούστον και διάσπαρτα κατά μήκος του Interstate 20, μεταξύ Ντάλας και Άμπιλεν, προς τα δυτικά, αντανακαλούν την αστική εξάπλωση που συνέβη στο Τέξας, τη δεύτερη πολιτεία που ξεπέρασε τα 30 εκατομμύρια σε πληθυσμό πέρυσι. Ο δείκτης απόδοσης 43,8% της First Financial είναι ο 11ος καλύτερος στη λίστα και βρίσκεται στην πρώτη πεντάδα του δείκτη CET1.
Η First Financial και η CVB Financial αντιπροσωπεύουν πλήρως την εικόνα των μικρότερων περιφερειακών τραπεζών που κυριαρχούν στην κορυφή της λίστας του Forbes.
Η μεγαλύτερη τράπεζα στο top 10 είναι η East West Bancorp με έδρα την Πασαντίνα της Καλιφόρνια, με περιουσιακά στοιχεία 62,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα με την υψηλότερη κατάταξη βάσει περιουσιακών στοιχείων (τουλάχιστον 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων) είναι η Capital One, η οποία είναι κατά κύριο λόγο ίδρυμα πιστωτικών καρτών και καταλαμβανει τη 14η θέση.
Παρά τη σχετική υποαπόδοση σε μετρήσεις κερδοφορίας και πιστωτικής ποιότητας, οι μεγάλες τράπεζες των τεσσάρων τρισεκατομμυρίων δολαρίων εξακολουθούν να έχουν περιουσιακά στοιχεία 11,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που αντιπροσωπεύουν το 42% των 26,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που παρακολουθεί η FDIC σε 4.746 εμπορικές τράπεζες και ταμιευτήρια και άλλες 4.308 κοινοτικές τράπεζες.
Ο συνολικός αριθμός των τραπεζών συρρικνώνεται εδώ και δεκαετίες –πριν από 10 χρόνια, υπήρχαν 7.181 εμπορικές τράπεζες και ταμιευτήρια ασφαλισμένα από την FDIC– καθώς οι τράπεζες συγχωνεύτηκαν για να κάνουν πιο αποτελεσματικές τις λειτουργίες συμμόρφωσης τους και για να συμβαδίζουν τεχνολογικά με τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές τους.
«Υπάρχουν μερικά εθνικά τραπεζικά franchise που βοηθούν τους καταναλωτές που θέλουν να επισκεφτούν ένα υποκατάστημα ενώ ταξιδεύουν, αλλά άλλοι προτιμούν την αίσθηση της κοινότητας», λέει ο Biggar. «Οι μικρές επιχειρήσεις τείνουν επίσης να τους αρέσει να αντιμετωπίζουν μια πιο φιλική επαφή, έτσι ώστε να συνεχίσουν να έχουν αξία όσον αφορά το αίσθημα των πελατών τους».