(Από το βιβλίο “Δρομείς-Θρύλοι της Ολυμπίας” τού Κωνσταντίνου Δ. Σάμιου”)

ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΣ Ο ΑΙΓΙΕΥΣ
Ο κήρυκας σάλπισε την έναρξη των αγωνισμάτων της 209ης Ολυμπιάδας (57 μ.Χ.). Το αγώνισμα που πάντα μέχρι τότε σε κάθε Ολυμπιάδα συγκέντρωνε την προσοχή των θεατών και την αφρόκρεμα των αθλητών, ήταν το Στάδιο. Σ' αυτόν τον αγώνα ο δις Ολυμπιονίκης Αθηνόδωρος από το Αίγιο θα προσπαθούσε να υπερασπίσει για τρίτη φορά τον τίτλο του καλύτερου Δρομέα της εποχής του. Κύριος αντίπαλος ο Καλλικλής από τη Σιδώνα και ο νεαρότερος όλων ο Τρύφων από την Φιλαδέλφεια. Η ιδιαιτερότητα του Αγώνα ήταν ότι ο Αθηνόδωρος είχε περάσει πια τα τριαντατέσσερα χρόνια του, ενώ οι άλλοι ήσαν πολύ νεώτεροι.
Γεννημένος την ημέρα και την ώρα που έγινε ο καταστρεπτικότατος σεισμός στο Αίγιο, όταν η μάνα του πετάχτηκε έξω από το σπίτι και από τον τρόμο της έφερε πρόωρα στον κόσμο τον Αθηνόδωρο... (Δώρο της Αθηνάς, τον ονόμασε η δόλια μητέρα του, που έχασε όλη της την οικογένεια στο σεισμό). Η σκηνή τρομακτική. Όλο το Αίγιο και η γύρω περιοχή ήταν σκέτα συντρίμμια. Όνειρα και δημιουργίες αιώνων μιας πόλης που ήκμαζε και παρέμενε πρωτεύουσα της Αχαϊκής Συμπολιτείας, είχαν ισοπεδωθεί από τη μανία του μυθικού «Γίγαντα», του Εγκέλαδου. Κάθε σπίτι μέτραγε τις ανθρώπινες πληγές, χιλιάδες οι νεκροί, οι τραυματίες, οι χαμένοι. Όλη η περιοχή είχε δεχθεί ένα θανάσιμο κτύπημα από το οποίο, στην ουσία, είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά.
Το θέαμα της μάνας με το νεογέννητο παιδί στην αγκαλιά να τριγυρίζει σέρνοντας τα πόδια μέσα στα ερείπια, ήταν συγκλονιστικό. Οι Ρωμαϊκές δυνάμεις όταν έφθασαν στο Αίγιο την επομένη, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Παντού πτώματα, γκρεμισμένα σπίτια, τραυματίες που ζητούσαν απελπισμένα βοήθεια, επιζώντες που αναζητούσαν τους ανθρώπους τους σκάβοντας απελπισμένα, αδέσποτα παιδιά που έκλαιγαν και ζητούσαν να φάνε, να πιουν νερό, να ζητούν τους νεκρούς γονείς. Ο Ρωμαίος διοικητής έστειλε αμέσως μια αναφορά προς τον Αυτοκράτορα Τιβέριο, τον γιο του Οκταβιανού Αυγούστου (του πρώτου Αυτοκράτορα) που του περιέγραφε όλη την τραγική κατάσταση της περιοχής του Αιγίου.
Ο Αυτοκράτορας έλαβε την επιστολή κι αποφάσισε να στείλει τρόφιμα, χρήματα και μονάδες υποστήριξης, για να μπορέσουν να στήσουν ένα στρατόπεδο για τους τρομαγμένους και ανήμπορους διασωθέντες. Από την Κόρινθο, την Πάτρα, την Ήλιδα, μέσα σε λίγες ημέρες, οι Ρωμαϊκές δυνάμεις έφθαναν στην περιοχή προσπαθώντας να συμμαζέψουν και να βοηθήσουν τον πληθυσμό που υπέφερε.
Ο Αθηνόδωρος με τη μητέρα του ήσαν από τους πρώτους που οι Ρωμαίοι πήραν κοντά τους στο στρατόπεδο που οργάνωσαν λίγο έξω από την κατεστραμμένη πόλη. Έδωσαν ψωμί και γάλα στη λεχώνα μάνα, ρούχα και ό,τι άλλο χρειαζόταν γι' αυτήν και το παιδί της.
Ο Τιβέριος είχε ευαισθητοποιηθεί με τη συντριπτική καταστροφή της όμορφης πόλης. Ζητούσε επίμονα αναφορές, κι έδινε αυστηρές εντολές για να περιθάλψουν τον πληθυσμό που λιμοκτονούσε. Παράλληλα έδωσε οικονομικές απαλλαγές φόρων και εισφορών σε ολόκληρη την Αιγιαλεία η οποία τον ανακήρυξε προστάτη της.
Μέσα στη φτώχεια και την ταλαιπωρία, το όμορφο αγόρι που γεννήθηκε με την καταστροφή του Αιγίου, μεγάλωνε χρόνο με το χρόνο. Η μητέρα του προσπαθούσε όπως-όπως να τα φέρει βόλτα, πότε πουλώντας φρούτα και χόρτα στους άνδρες των Ρωμαίων σ' ένα υποτυπώδες
εμπορικό —μια καλυβούλα— έξω από το Ρωμαϊκό στρατόπεδο, πότε να κουβαλάει πέτρες στα συνεργεία αναστήλωσης και ανέγερσης των σπιτιών στο Αίγιο. Σ' αυτά τα χρόνια, ο Αθηνόδωρος έβλεπε τη μάνα του τα βράδια να έρχεται στο φτωχικό τους —ένα παράπηγμα— στην άκρη της πόλης, κατάκοπη, πάντα όμως μ' ένα χαμόγελο, ένα χάδι στο μοναχοπαίδι της. Μιλούσαν, ενώ εκείνη έτρωγε μαζί του, ρωτώντας τον πώς πέρασε η μέρα του. Στο παιδί άρεσαν αυτές οι στιγμές που αναπλήρωναν τις ώρες που ήταν μόνο του, που βίωνε την απουσία οποιουδήποτε δικού του ανθρώπου. Γύριζε εδώ κι εκεί, έπαιζε με τ' άλλα παιδιά, που κι αυτά έβρισκαν παρηγοριά στις αλάνες και τα γήπεδα του Αιγίου, παίζοντας αυτοσχέδια παιχνίδια για ώρες, ωσότου η πείνα, η δίψα, η κούραση, τα έφερνε πίσω στα αυτοσχέδια σπίτια τους, να περιμένουν τους δικούς τους για να χορτάσουν τα πεινασμένα στομάχια και σώματα.
Έτσι στεγνά, άσιτα παιδιά που πέρασαν όλα τα παιδικά χρόνια μέσα στην κακουχία, την καταστροφή και την ολοκληρωτική ένδεια... Ο Αθηνόδωρος μόλις μπήκε στην εφηβεία, άρχισε να βοηθάει τη μητέρα του στις διάφορες δουλειές που έκανε. Λίγο αργότερα, δυναμώνοντας, άρχισε να παίρνει δικές του πρωτοβουλίες, δουλεύοντας σε οργανωμένες ομάδες οικοδόμων που είχαν σχηματισθεί για την ανακατασκευή και ανοικοδόμηση του Αιγίου και της γύρω περιοχής. Το λιγνό - στεγνό του σώμα ψήλωνε, δυνάμωνε συνέχεια, και ο Αθηνόδωρος, ένας σκληραγωγημένος πια άνδρας, άρχισε να γίνεται περιζήτητος για τη δύναμη και την αντοχή του.
Μ' αυτό τον τρόπο πέρασαν τα χρόνια της ενηλικίωσης και της ολοκλήρωσης της σωματικής του ανάπτυξης. Το Αίγιο αργά αλλά σταθερά είχε ξαναρχίσει να υπάρχει σαν οργανωμένη πόλη. Τα καινούργια σπίτια που είχαν χτιστεί, οι διάφορες απαλλαγές από φόρους και εισφορές είχαν επιτρέψει να αναλάβουν οικονομικά οι διασωθέντες κάτοικοι της περιοχής κι έτσι να ξαναρχίσουν τις δραστηριότητες γύρω από το λιμάνι και την αγορά.
Είχε φθάσει καλοκαίρι του 47 μ.Χ.. Η πόλη γιόρταζε την αναστήλωση στην Αγορά της του Ιερού του Διός Σωτήρος και του Ιερού του Ομαρίου ή Ομαγυρίου Διός, εκεί όπου γίνονταν οι συνελεύσεις των ηγετών της Αχαϊκής Συνέλευσης από πολύ παλιά (276 π.Χ.) και θα εξακολουθούσαν και μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, όπως αναφέρει και ο Παυσανίας (Παυσ. 7, 24,4). Εκτός από τις θρησκευτικές γιορτές, οι Ρωμαίοι και οι Έλληνες είχαν συμφωνήσει να διοργανωθούν και αθλητικοί Αγώνες που θα συγκέντρωναν τους κατοίκους της περιοχής στο νεοσύστατο Γυμνάσιο και θα έδιναν μια γεύση από την παλιά αίγλη του Αιγίου πριν την καταστροφή.
Ο Αθηνόδωρος ποτέ μέχρι τότε δεν είχε δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε αθλητικά κατορθώματα. Αν εξαιρέσει την τεράστια φυσική δύναμη και αντοχή από τα παιδικά του χρόνια, δεν είχε ασχοληθεί καθόλου μ' αυτό που λεγόταν οργανωμένη Άθληση και Γυμναστική. Όταν άκουσε ότι πολλοί από τους συνομήλικους θα συμμετείχαν στους Αγώνες Δρόμου που θα διεξήγαγαν οι Ρωμαίοι, χωρίς να το πολυσκεφτεί, είπε: “Θα πάω κι εγώ”. Ένα κίνητρο που έκανε ίσως όλους αυτούς τους νέους άνδρες να συμμετάσχουν, ήταν και τα πλούσια έπαθλα των Ρωμαίων στους νικητές. Χρυσά κύπελλα και νομίσματα που δίνονταν στους νικητές, βγάζοντάς τους από την οικονομική μιζέρια και στενότητα.
Στους διαγωνιζόμενους υπήρχαν αρκετοί νέοι, απ' όλη την Αχαΐα, αλλά και απ' άλλες γειτονικές του Αιγίου πόλεις. Οι Αιγιώτες νέοι, οι περισσότεροι ουσιαστικά αγύμναστοι, δεν είχαν και πολλές ελπίδες να κερδίσουν στους Αγώνες. Παρ' όλ' αυτά όμως ήσαν πάντοτε αγωνιστές και δεν θα το έβαζαν κάτω. Ήσαν υποχρεωμένοι να αγωνιστούν για την πολύπαθη πόλη τους, να δώσουν την ελπίδα και τη χαρά στους συμπατριώτες τους.
Η ώρα των Αγώνων είχε φθάσει. Οι Δρομείς παρατάχθηκαν στην Αφετηρία. Το ολοκαίνουργιο, ανακαινισμένο Στάδιο του Γυμνασίου είχε γεμίσει κόσμο. Με τη φωνή του Αφέτη, ξεχύθηκαν μπροστά, επιταχύνοντας συνεχώς. Στην αρχή, στα πρώτα μέτρα, οι Αθλητές της Πάτρας και της Κορίνθου φάνηκαν να βγαίνουν μπροστά. Στα μισά όμως, ο Αθηνόδωρος τούς είχε στο ένα μέτρο πίσω τους. Τους παρακολουθούσε να μη μπορούν να τρέξουν γρηγορότερα, ενώ εκείνος αισθανόταν ότι ξαφνικά τα πόδια του είχαν βγάλει φτερά. Όλο του το σώμα σαν να είχε αποκτήσει μια καινούργια δύναμη, πρωτόγνωρη και απρόσμενη, σαν θεϊκή φλόγα που του έδινε την ελπίδα να νικήσει, τρέχοντας τόσο γρήγορα όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του.
Λίγο πριν το τέλος, τους είχε προφτάσει, φθάνοντας στο ίδιο ύψος μ' εκείνους, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε με τίποτε να χάσει. Στ' αυτιά του άκουγε τις φωνές και τις επιδοκιμασίες, τις παραινέσεις και τις ενθαρρύνσεις του πλήθους των συμπατριωτών του, που ξάφνου, σαν να είχαν ξυπνήσει από το λήθαργο εικοσιτεσσάρων ετών, φώναζαν τώρα με όλη τη δύναμη της φωνής τους να κερδίσει το ορφανό παιδί που γεννήθηκε την ημέρα του μεγάλου σεισμού.
Ο Αθηνόδωρος κέρδισε, αφήνοντας πίσω όλους τους ανταγωνιστές του. Οι φίλοι του και όλος ο κόσμος έπεσε πάνω του, αγκαλιάζοντάς τον και περιφέροντάς τον σε όλο το Αίγιο, πάνω στις πλάτες τους. Όταν πλησίασαν το φτωχόσπιτο, η μάνα του παραξενεμένη είχε βγει έξω να δει τι συμβαίνει. Ο γιος της, το μοναχοπαίδι της, δεν της είχε πει για την απόφασή του. Έτσι, όταν είδε το πλήθος να τον έχει σηκώσει στα χέρια, φωνάζοντας και επευφημώντας τον, άρχισε κι εκείνη να τρέχει προς το μέρος τους. Μάνα και γιος αγκαλιάστηκαν, εκείνος με πνιχτά λόγια να προσπαθεί να της εξηγήσει τι είχε συμβεί, πώς αποφάσισε, πώς έτρεξε, πώς νίκησε. Στα χεριά του κρατούσε τα έπαθλα της Νίκης. Η μάνα τού χάιδεψε το κεφάλι, του φίλησε τα χέρια, τον τράβηξε από το πλήθος και πήγαν μαζί μέσα στο σπίτι.
Όλο το βράδυ συζήτησαν για το μέλλον. Ο Αθηνόδωρος ξαφνικά είχε ανακαλύψει ένα φυσικό χάρισμα που δεν το ήξερε ποτέ ότι είχε. Ήθελε να ασχοληθεί, να παλέψει, να διακριθεί στο τρέξιμο, στους Δρόμους. Η μάνα του, που τα όμορφα χαρακτηριστικά της είχαν αρχίσει να αλλοιώνονται, είχε τις αντιρρήσεις της. “Πώς θα ζήσουμε Αθηνόδωρε”, του είπε. “Τα λεφτά που κέρδισες δεν θα κρατήσουν για πολύ. Αγώνες που να δίνουν χρήματα δεν γίνονται πολλοί. Παιδί μου, φοβάμαι για σένα, για μένα, για το μέλλον μας”.
Εκείνος δεν απάντησε. Κατέβασε το κεφάλι. Όλη τη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι. Το πρωί πήγε στο αφεντικό του. Εκείνος μόλις τον είδε, τον αγκάλιασε. Ήταν παρών στη νίκη του και είχε συγκινηθεί τόσο πολύ, που έκλαψε. Ο Αθηνόδωρος έπεσε στα πόδια του. “Σε ικετεύω”, του είπε. “Δώσε μου την ευκαιρία, να ασχοληθώ με το φυσικό χάρισμά μου. Σε παρακαλώ, κάνε την πόλη μας να είναι υπερήφανη. Να συνέλθει μετά τις τόσες δυσκολίες και ζημιές που έχει περάσει. Θέλω να τρέξω στους επόμενους Ολυμπιακούς και να κερδίσω, για το Αίγιο, για τη μάνα μου, για σένα, για μένα, για όλους μας, για εκείνους που χάσαμε, γι' αυτά που είχαμε και σ' ένα λεπτό έσβησαν για πάντα”.
Αυτά του είπε και τον κοίταξε με προσμονή, με δάκρυα στα μάτια. Εκείνος κλαίγοντας του είπε: “Εντάξει Αθηνόδωρε. Μα να ξέρεις, το στεφάνι που θα κερδίσεις θα το αφιερώσουμε στην Αθηνά τη γοργοπόδαρη, που σε προστάτευσε τότε που γεννήθηκες, και θα σου δώσει φτερά στα πόδια. Θα γίνω λοιπόν χορηγός σου. Δεν θα χρειάζεται να αγωνίζεσαι μέρα - νύχτα για το μεροκάματο. Εγώ θα σε πληρώνω σαν να δουλεύεις κανονικά. Καλή σου τύχη, παιδί μου”.
Ο Αθηνόδωρος έτρεξε ευτυχισμένος στη μάνα του. Της είπε τα νέα. Εκείνη δεν πίστευε, δεν πίστευε ότι ο γιος της θα είχε συγκινήσει τόσο τους συμπατριώτες τους, το αφεντικό του.
... Στην επόμενη Ολυμπιάδα, ο Αθηνόδωρος κέρδισε στο Στάδιο. Όταν γύρισε στο Αίγιο, όλη η πόλη είχε βγει να τον προϋπαντήσει. Η υποδοχή του θύμισε σκηνές άλλων εποχών, όταν οι Ελληνικές πόλεις γκρέμιζαν τα τείχη για να περνούν οι Ολυμπιονίκες τους, γιατί έχοντας αυτούς, δεν τα χρειάζονταν πια. Μαζί με το πρώην αφεντικό του, πιστός φίλος του πια, τη μάνα του, τις Αρχές, όλη η πόλη ξοπίσω, πήγαν το στεφάνι το τιμημένο και το απόθεσαν στον ναό τη Αθηνάς, όπως το είχαν τάξει δυο χρόνια πριν.
Ο Αθηνόδωρος έτρεξε ξανά στους επόμενους 210ους Ολυμπιακούς του 53 μ.Χ.. Ξανακέρδισε μια άνετη νίκη. Είχε γίνει ο γρηγορότερος αθλητής της εποχής του. Στα τριάντα του χρόνια κέρδισε νεαρότερους αντιπάλους με άνεση, ξεχωρίζοντας με το άνετο δυνατό επιταχυνόμενο διασκελισμό. Εκτός από τους Ολυμπιακούς, είχε τρέξει και σ' άλλους Αγώνες που γίνονταν τόσο στην κυρίως Ελλάδα, όσο και στις άλλες Ελληνικές πόλεις στην Ανατολή. Το όνομά του είχε γίνει συνώνυμο του διασημότερου Δρομέα. Έλληνες και Ρωμαίοι τον τιμούσαν. Η ζωή του είχε αλλάξει πολύ. Ένα άνετο σπίτι γι' αυτόν και την αγαπημένη του μητέρα. Παρ' όλ' αυτά, ο Αθηνόδωρος παρέμεινε απλός και καταδεχτικός με όλους, άνθρωπος. Η επιτυχία δεν τον είχε αγγίξει. Στη θύμησή του έρχονταν τα χρόνια της φτώχειας. Δεν γινόταν να τα ξεχάσει.
Στους επόμενους Ολυμπιακούς του 57 μ.Χ. ο Αθηνόδωρος ήταν έτοιμος να νικήσει για τρίτη συνεχή φορά. Μα η τύχη του άλλα του προφήτευε. Την παραμονή του Αγώνα έμαθε για τον θάνατο της μάνας του. Η συντριβή του ήταν ολοφάνερη στον Αγώνα. Έχασε καθαρά απ' όλους τους αθλητές, με νικητή τον Καλλικλή από τη Σπάρτη. Έφυγε βιαστικά να πάει να την αγκαλιάσει για τελευταία φορά. Την είδε στο νεκροταφείο, την αγκάλιασε, έκλαψε πικρά.
Γι’ άλλον, η καριέρα στους Δρόμους θα είχε τελειώσει. Όμως γι’ αυτόν, είχε μπει ένα στοίχημα. Στους επόμενους Ολυμπιακούς (61 μ.Χ.) θα είχε φθάσει στα 38 του χρόνια. Κανένας άλλος δεν είχε κερδίσει αγώνα Δρόμου σε τέτοια ηλικία. Όμως ο Αθηνόδωρος έτρεξε σαν αστραπή. Ήταν τόσο δυνατός που κανένας δεν μπόρεσε να τον απειλήσει. Γύρισε στο Αίγιο θριαμβευτής για τρίτη φορά. Αυτόν τον κότινο όμως, θα τον αφιέρωνε σ' αυτήν που τον έφερε στη ζωή. Στη μάνα του. Πήγε, στάθηκε κοντά στον τάφο της. Άνοιξε με τα χέρια μια μικρή τρύπα δίπλα της. Εκεί άφησε το τρίτο στεφάνι, να της κρατάει συντροφιά.
Κι έτσι ο Αθηνόδωρος από το Αίγιο πέρασε στην Ιστορία των ΔΡΟΜΕΩΝ.
23 Sep 2016
 
Top