Η επαναπροσέγγιση που επιδιώκει η Ιταλίδα Πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι με την Κίνα μετά την απόφαση της Ιταλίας να αποσυρθεί από τον Δρόμο του Μεταξιού, αφενός έχει στο επίκεντρό της την Ελλάδα και αφετέρου δίνει στο Πεκίνο την ευκαιρία να πιέσει την Αθήνα σε βασικά ζητήματα που συνδέονται με το μέλλον του λιμανιού του Πειραιά χωρίς να θέσει σε δοκιμασία τις Ελληνοκινεζικές σχέσεις.
Για την ιστορία, τον Μάρτιο του 2019, η Ιταλία υπέγραψε μνημόνιο κατανόησης με την Κίνα για την συμμετοχή της στον Δρόμο του Μεταξιού.
Όπως αναφέρει η Federiga Bindi σε ανάλυσή της για λογαριασμό του οργανισμού «Carnegie Endowment for International Peace», «το Μνημόνιο αυτό αποτέλεσε το αποκορύφωμα μιας μακροχρόνιας οικονομικής σχέσης που εκτείνεται σε δεκαετίες, η οποία σημαδεύτηκε από την επίσκεψη του υπουργού Οικονομικών Giovanni Tria τον Αύγουστο του 2018 στην Κίνα.
Αν και ο Tria μπορεί να επιτάχυνε τη διαδικασία, οι πολιτικοί της Ιταλίας είχαν ήδη συμφωνήσει για τα πλεονεκτήματα της εμβάθυνσης των σχέσεων της Ρώμης με το Πεκίνο.
Οι σχέσεις Ιταλίας - Κίνας χρονολογούνται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν ο Ρομάνο Πρόντι (ο οποίος αργότερα θα υπηρετούσε δύο θητείες ως πρωθυπουργός) ήταν Πρόεδρος του Ινστιτούτου Βιομηχανικής Ανασυγκρότησης της Ιταλίας.
Τότε η Κίνα του ζήτησε να χτίσει ένα εργοστάσιο στην Τιαντζίν. Σε αντάλλαγμα, οι Κινέζοι ομόλογοί του τον βοήθησαν να χτίσει ένα εργοστάσιο στην τότε Σοβιετική Ένωση.
Μόλις έγινε Πρωθυπουργός το 1997, ο Πρόντι ηγήθηκε μιας τεράστιας εμπορικής αποστολής στην Κίνα, με πάνω από 100 ιταλικές εταιρείες με στόχο την προώθηση κοινών επιχειρήσεων στους τομείς της βιομηχανίας, των φαρμάκων, των τροφίμων, τη μόδα και την οικονομία.

Οι περισσότεροι Ιταλοί Πρωθυπουργοί όλα αυτά τα χρόνια υιοθέτησαν την πολιτική Πρόντι προς την Κίνα, μεταξύ των οποίων ο Massimo D'Alema, ο Matteo Renzi και ο Paolo Gentiloni.

Μόνη παραφωνία όλα αυτά τα χρόνια ήταν ο Silvio Berlousconi, ο οποίος -αφού πούλησε την αγαπημένη του ποδοσφαιρική ομάδα Μίλαν σε Κινέζους επενδυτές- παρουσίασε την υποψηφιότητά του για τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2019 ως αντίβαρο στην κινεζική ηγεμονία, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ότι η Ιταλία θα πρέπει να ταχθεί στο πλευρό των Ηνωμένων Πολιτειών στον ανταγωνισμό της προς την Κίνα.
Το 2023 βέβαια η Ιταλία αποσύρθηκε από το "Δρόμο του Μεταξιού". Γρήγορα κατάλαβε όμως πως έχει πολλούς καλούς λόγους να καλλιεργήσει ξανά τη φιλία της με την Κίνα.
Ο Enrico Fardella και ο Giorgio Prodi του Πανεπιστημίου της Μπολόνια έχουν αναλύσει τον αντίκτυπο του BRI στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία.
Επισημαίνουν ότι από τότε που η κινεζική ναυτιλιακή εταιρεία (COSCO) απέκτησε τον έλεγχο του μεγαλύτερου ελληνικού λιμανιού, του Πειραιά, το 2016, η Μεσόγειος έχει καταστεί πλέον πιο σημαντικός εμπορικός κόμβος για την Κίνα.
Οι θαλάσσιες μεταφορές αποτελούν σημαντικό μέρος του Δρόμου του Μεταξιού, επειδή η συντριπτική πλειοψηφία του εμπορίου Κίνας-Ευρώπης πραγματοποιείται με πλοία.
Σύμφωνα με τους Prodi και Fardella, το 2016, μετά την απόκτηση του λιμανιού του Πειραιά από την COSCO, το 13% του κινεζικού εμπορίου διήλθε από την Ελλάδα, σε σύγκριση με μόλις 2% επτά χρόνια νωρίτερα.
Οι Fardella και Prodi προειδοποιoούσαν ήδη από το 2017, ότι, εάν η Ιταλία παραμείνει εκτός του Δρόμου του Μεταξιού , θα μπορούσε να χάσει σημαντικές εμπορικές ευκαιρίες.
Συγκεκριμένα ανέφεραν τότε ότι τα ιταλικά λιμάνια στην Αδριατική Θάλασσα θα μπορούσαν να χάσουν σημαντικές δραστηριότητές τους, εάν το λιμάνι του Πειραιά συνδέονταν με την Κεντρική Ευρώπη σιδηροδρομικά, κάτι που πρακτικά θα σήμαινε ότι το νέο αυτό εμπορικό δίκτυο θα παράκαμπτε εξ ολοκλήρου την Ιταλία.

Τα ιταλικά λιμάνια, προσέθεταν, συνδέονται ήδη σιδηροδρομικώς με την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, επομένως θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως κύριοι κόμβοι εμπορίου που προέρχονται από την Κίνα μέσω του καναλιού του Σουέζ.

Ωστόσο η συμμετοχή της Ιταλίας στον Δρόμο του Μεταξιού ενέχει και σοβαρούς κινδύνους με βασικότερο αυτόν της χρηματοδότησης των αναγκαίων έργων υποδομής που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νέο χρέος σε μια ήδη χρεωμένη Ιταλία.
Ένας δεύτερος κίνδυνος είναι ότι η Ιταλία θα εκληφθεί ότι απομακρύνεται από τους παραδοσιακούς εταίρους της, άλλα μέλη της ΕΕ και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ωστόσο, καθώς η Ιταλία εξακολουθεί να υποφέρει από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, αισθάνεται προδομένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω της καταστροφής στη Λιβύη. Την ίδια ώρα αισθάνεται ότι η Ευρώπη την έχει εγκαταλείψει λόγω της μεταναστευτικής και οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα η προτεραιότητα της Ρώμης να είναι πλέον η τόνωση της εγχώριας οικονομικής ανάπτυξης.
Άλλες χώρες της ΕΕ, ιδίως η Γαλλία, αν και έχουν εκφράσει ανησυχίες για τη δέσμευση της Ιταλίας με την Κίνα, έσπευσαν να υπογράψουν τις δικές τους συμφωνίες με το Πεκίνο.
Από ορισμένες απόψεις, οι δυτικοί εταίροι της Ιταλίας έχουν περιορίσει τις επιλογές της.
Όσον αφορά την Ουάσιγκτον, η απόρριψη από τον Τραμπ τόσο της Εταιρικής Σχέσης Trans-Pacific όσο και των εμπορικών συμφωνιών της Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συνεργασίας κατέστησαν τον Δρόμο του Μεταξιού ελκυστικό για τη Ρώμη.
Ο Δρόμος του Μεταξιού είναι πλέον η μόνη σημαντική παγκόσμια πρωτοβουλία που έχει σχεδιαστεί για να συνδέσει την Ευρώπη με την Ασία, όσον αφορά τις υποδομές, το εμπόριο και τη χρηματοδότηση και είναι φυσικό η Ιταλία να θέλει κομμάτι από την πίτα.
Γιώργος Σκορδίλης
Πηγή: Reporter.gr
 
Top