Το φαινόμενο του ενδοσχολικού εκφοβισμού, της βίας (είτε σωματική είναι αυτή είτε λεκτική, ψυχολογική αλλά πολλές φορές και διαδικτυακή), είναι πολύ γνωστό και έχει αναλυθεί άπειρες φορές...
σε διεθνές επίπεδο λόγω της σοβαρότητάς του, μια και παρουσιάζει δραματική αύξηση τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, το πλέον ανησυχητικό νέο στοιχείο του τραμπουκισμού στα σχολεία είναι το γεγονός ότι τα θύματα εξακολουθούν ακόμα και 40 χρόνια μετά να βιώνουν σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα και να υφίστανται τις συνέπειες αυτών των παρενοχλήσεων.
Παλαιότερες έρευνες είχαν αναδείξει την ύπαρξη προβλημάτων ψυχικής υγείας σε νέους ηλικίας 20 ετών που είχαν κακοποιηθεί στο σχολείο, αλλά η νέα έρευνα του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής του King’s College του Λονδίνου κατέγραψε και μελέτησε στοιχεία σε μεγάλο βάθος χρόνου. Η έρευνα του δρα Ryu Takizawa περιέλαβε 7.700 παιδιά που είχαν επανειλημμένα αναφέρει ότι υπήρξαν θύματα κάποιας μορφής παρενόχλησης από την ηλικία των 7 μέχρι τα 50 τους, έρευνα που για πρώτη φορά καταγράφει τα αποτελέσματα τέτοιων συμπεριφορών στη μέση ηλικία και όχι στη νεανική.
Η έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας απλά επιβεβαίωσαν αυτό που όλοι σιωπηλά γνώριζαν, κατέδειξε ότι τα θύματα εξακολουθούσαν να υφίστανται τις συνέπειες της βίας ακόμα και 40 χρόνια μετά.
Η μελέτη του Cohort, γνωστή και ως έρευνα των παιδιών που γεννήθηκαν μια συγκεκριμένη εβδομάδα του έτους 1958, συνέλεξε παιδιά από Αγγλία, Σκωτία και Ουαλία και τα παρακολούθησε συστηματικά, καταγράφοντας παράλληλα τις τυχόν ενδοσχολικές παρενοχλήσεις που μπορεί να είχαν όταν ήταν 7 και 11 ετών αντίστοιχα.
Πάνω από το 1/4 αυτών των παιδιών -το 28%- είχε πέσει θύμα περιστασιακής παρενόχλησης, ενώ το 15% είχε υποστεί συνεχή, χρόνια ενδοσχολική βία, μια αναλογία που είναι σύμφωνη με τον τωρινό ρυθμό στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα παιδιά αυτά συνέχισαν να παρακολουθούνται συστηματικά μετά την ενηλικίωσή τους σε θέματα κοινωνικών σχέσεων, ποιότητας ζωής, όπως και για την επαγγελματική και οικονομική τους κατάσταση.
Οπως ήταν φυσικό, οι ενήλικες που είχαν κακοποιηθεί στην παιδική τους ηλικία, σε όλες σχεδόν τις μετρήσεις, είχαν μόνιμα προβλήματα σε όλη την ενήλικη ζωή τους. Η παρενόχληση ήταν συνδεδεμένη με μεγαλύτερη ψυχολογική πίεση στις ηλικίες των 23 και 50 ετών και μάλιστα η συστηματική βία ήταν απόλυτα ταυτισμένη με υψηλό βαθμό επικινδυνότητας για κατάθλιψη, άγχος και τάσεις αυτοκτονίας στην ηλικία των 45. Επίσης, σχετίστηκε με έκπτωση των νοητικών λειτουργιών των θυμάτων στην ηλικία των 50 ετών. Τα παιδιά που είχαν υποστεί συχνή κακοποίηση είχαν αυξημένη πιθανότητα για χαμηλή ακαδημαϊκή μόρφωση, με πρώτους τους άντρες που κατά κύριο λόγο ήταν ή άνεργοι ή αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες. Τέλος, οι πιθανότητες μόνιμης σχέσης, σταθερής κοινωνικής στήριξης και ικανοποιητικής ποιότητας ζωής είχαν πληγεί σε μεγάλο βαθμό.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια Louise Arseneault του Ψυχιατρικού Ινστιτούτου στο King’s College: «Θα πρέπει να ξεφύγουμε από την αντίληψη ότι η ενδοσχολική βία είναι απλώς ένα αναπόφευκτο κομμάτι της διαδικασίας ενηλικίωσης. Οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς, οι πολιτικοί, είναι αναγκαίο να γνωρίζουν πλέον ότι αυτά που συμβαίνουν στην αυλή του σχολείου έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις στα παιδιά. Τα προγράμματα για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι εξαιρετικά σημαντικά, αλλά θα πρέπει να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας και στη χάραξη πολιτικής πρόληψης του φαινομένου για να αποτρέψουμε μελλοντικά προβλήματα που επίμονα εμφανίζονται στην ενήλικη ζωή».
Και αυτή ακριβώς η πολύπλευρη αντιμετώπιση είναι το κλειδί για τον περιορισμό και την πάταξη του φαινομένου.
Από τη δική μας πλευρά, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε να καλλιεργούμε στα παιδιά μας, ακόμη κι όταν είναι σε πολύ μικρή ηλικία, την αξία της διαφορετικότητας του φύλου, του έθνους, της θρησκείας κ.ο.κ. Να μάθουν δηλαδή να μεταχειρίζονται τους συνομηλίκους τους με ευγένεια, αξιοπρέπεια και σεβασμό.
σε διεθνές επίπεδο λόγω της σοβαρότητάς του, μια και παρουσιάζει δραματική αύξηση τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, το πλέον ανησυχητικό νέο στοιχείο του τραμπουκισμού στα σχολεία είναι το γεγονός ότι τα θύματα εξακολουθούν ακόμα και 40 χρόνια μετά να βιώνουν σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα και να υφίστανται τις συνέπειες αυτών των παρενοχλήσεων.
Παλαιότερες έρευνες είχαν αναδείξει την ύπαρξη προβλημάτων ψυχικής υγείας σε νέους ηλικίας 20 ετών που είχαν κακοποιηθεί στο σχολείο, αλλά η νέα έρευνα του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής του King’s College του Λονδίνου κατέγραψε και μελέτησε στοιχεία σε μεγάλο βάθος χρόνου. Η έρευνα του δρα Ryu Takizawa περιέλαβε 7.700 παιδιά που είχαν επανειλημμένα αναφέρει ότι υπήρξαν θύματα κάποιας μορφής παρενόχλησης από την ηλικία των 7 μέχρι τα 50 τους, έρευνα που για πρώτη φορά καταγράφει τα αποτελέσματα τέτοιων συμπεριφορών στη μέση ηλικία και όχι στη νεανική.
Η έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας απλά επιβεβαίωσαν αυτό που όλοι σιωπηλά γνώριζαν, κατέδειξε ότι τα θύματα εξακολουθούσαν να υφίστανται τις συνέπειες της βίας ακόμα και 40 χρόνια μετά.
Η μελέτη του Cohort, γνωστή και ως έρευνα των παιδιών που γεννήθηκαν μια συγκεκριμένη εβδομάδα του έτους 1958, συνέλεξε παιδιά από Αγγλία, Σκωτία και Ουαλία και τα παρακολούθησε συστηματικά, καταγράφοντας παράλληλα τις τυχόν ενδοσχολικές παρενοχλήσεις που μπορεί να είχαν όταν ήταν 7 και 11 ετών αντίστοιχα.
Πάνω από το 1/4 αυτών των παιδιών -το 28%- είχε πέσει θύμα περιστασιακής παρενόχλησης, ενώ το 15% είχε υποστεί συνεχή, χρόνια ενδοσχολική βία, μια αναλογία που είναι σύμφωνη με τον τωρινό ρυθμό στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα παιδιά αυτά συνέχισαν να παρακολουθούνται συστηματικά μετά την ενηλικίωσή τους σε θέματα κοινωνικών σχέσεων, ποιότητας ζωής, όπως και για την επαγγελματική και οικονομική τους κατάσταση.
Οπως ήταν φυσικό, οι ενήλικες που είχαν κακοποιηθεί στην παιδική τους ηλικία, σε όλες σχεδόν τις μετρήσεις, είχαν μόνιμα προβλήματα σε όλη την ενήλικη ζωή τους. Η παρενόχληση ήταν συνδεδεμένη με μεγαλύτερη ψυχολογική πίεση στις ηλικίες των 23 και 50 ετών και μάλιστα η συστηματική βία ήταν απόλυτα ταυτισμένη με υψηλό βαθμό επικινδυνότητας για κατάθλιψη, άγχος και τάσεις αυτοκτονίας στην ηλικία των 45. Επίσης, σχετίστηκε με έκπτωση των νοητικών λειτουργιών των θυμάτων στην ηλικία των 50 ετών. Τα παιδιά που είχαν υποστεί συχνή κακοποίηση είχαν αυξημένη πιθανότητα για χαμηλή ακαδημαϊκή μόρφωση, με πρώτους τους άντρες που κατά κύριο λόγο ήταν ή άνεργοι ή αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες. Τέλος, οι πιθανότητες μόνιμης σχέσης, σταθερής κοινωνικής στήριξης και ικανοποιητικής ποιότητας ζωής είχαν πληγεί σε μεγάλο βαθμό.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια Louise Arseneault του Ψυχιατρικού Ινστιτούτου στο King’s College: «Θα πρέπει να ξεφύγουμε από την αντίληψη ότι η ενδοσχολική βία είναι απλώς ένα αναπόφευκτο κομμάτι της διαδικασίας ενηλικίωσης. Οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς, οι πολιτικοί, είναι αναγκαίο να γνωρίζουν πλέον ότι αυτά που συμβαίνουν στην αυλή του σχολείου έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις στα παιδιά. Τα προγράμματα για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι εξαιρετικά σημαντικά, αλλά θα πρέπει να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας και στη χάραξη πολιτικής πρόληψης του φαινομένου για να αποτρέψουμε μελλοντικά προβλήματα που επίμονα εμφανίζονται στην ενήλικη ζωή».
Και αυτή ακριβώς η πολύπλευρη αντιμετώπιση είναι το κλειδί για τον περιορισμό και την πάταξη του φαινομένου.
Από τη δική μας πλευρά, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε να καλλιεργούμε στα παιδιά μας, ακόμη κι όταν είναι σε πολύ μικρή ηλικία, την αξία της διαφορετικότητας του φύλου, του έθνους, της θρησκείας κ.ο.κ. Να μάθουν δηλαδή να μεταχειρίζονται τους συνομηλίκους τους με ευγένεια, αξιοπρέπεια και σεβασμό.