Γράφει η Δήμητρα Διδαγγέλου
Ψυχολόγος, MSc, Ειδίκευση στη Θεραπευτική Γραφή
www.expressingmyself.gr

Η δική μας σοφία αρχίζει εκεί που τελειώνει η σοφία του συγγραφέα.
Μαρσέλ Προυστ


Όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο μεταφερόμαστε στον κόσμο του, ταυτιζόμαστε με τους ήρωες και τα βιώματά τους, προβληματιζόμαστε, ταξιδεύουμε μαζί τους. Το ταξίδι της ανάγνωσης εκτός από πνευματικό είναι και ψυχικό και μπορεί να οδηγήσει σε μια διαδικασία επουλωτική, καθαρκτική και θεραπευτική. Αυτή ακριβώς είναι και η βάση της λεγόμενης βιβλιοθεραπείας.

Όλοι έχουμε νιώσει κάποια στιγμή τις ανακουφιστικές ιδιότητες που μπορεί να έχει η ανάγνωση του κατάλληλου βιβλίου την κατάλληλη στιγμή και αυτό φαίνεται ότι είχαν ανακαλύψει από πολύ νωρίς και στην αρχαία Ελλάδα. Άλλωστε, ο όρος «bibliotherapy» που ήταν ακι ο πρώτος που χρησιμοποιήθηκε, προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «βιβλίο» και «θεραπεία» (Suvilehto, 2019). Ας μην ξεχνάμε και τον περίφημο ορισμό του Αριστοτέλη για την τραγωδία στον οποίο περιλαμβάνεται η κάθαρση ως απελευθέρωση του θεατή από το δράμα του πρωταγωνιστή.

Τι, όμως, ακριβώς, είναι αυτή η μέθοδος; Η βιβλιοθεραπεία ορίζεται ως «η χρήση της λογοτεχνίας με σκοπό να δημιουργηθεί μια θεραπευτική αλληλεπίδραση ανάμεσα στη συμμετέχουσα/στον συμμετέχοντα και στο θεραπευτή.» Επίσης αναφέρεται ότι «στη διαδραστική βιβλιοθεραπεία, ένας εκπαιδευμένος διευκολυντής χρησιμοποιεί καθοδηγούμενες συζητήσεις για να βοηθήσει την/τον κλινικό ή αναπτυξιακό συμμετέχοντα να ενσωματώσει τα συναισθήματα και τις γνωστικές αποκρίσεις σε επιλεγμένα έργα λογοτεχνίας, τα οποία μπορεί να είναι σε μορφή τυπωμένου κειμένου, οπτικοακουστικού υλικού, ή δημιουργικής γραφής από την/τον συμμετέχοντα.» (Hynes-Berry & McCarthy-Hynes,1994, σελ. 10).

Η βιβλιοθεραπεία εμφανίστηκε επίσημα ως όρος ήδη από το 1916 στο αμερικανικό περιοδικό Atlantic Monthly (Pehrsson & McMillen, 2007), και άρχισε να γίνεται δημοφιλής μέθοδος κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Μ.Βρετανία και στις ΗΠΑ όπου η θεραπεία των νοσηλευόμενων ασθενών και των στρατιωτών που υπέφεραν από μετατραυματικό στρες συχνά περιλάμβανε και λογοτεχνικά βιβλία (Shechtman, 2009, σελ.21).

Οι Σίγκμουντ και Άννα Φρόυντ χρησιμοποιούσαν τη λογοτεχνία στην ψυχαναλυτική πρακτική τους (Pehrsson & Mc Millen, 2007) και τη δεκαετία του ’40 είχαν γίνει πολύ δημοφιλείς στα σχολεία οι ομάδες βιβλιοθεραπείας υπό την καθοδήγηση δασκάλων (Afolayan, 1992). Αυτού του είδους η βιβλιοθεραπεία λεγόταν αναπτυξιακή και χρησιμοποιούνταν από τους εκπαιδευτικούς, τους βιβλιοθηκονόμους και τους φροντιστές υγείας, διευκολύνοντας τις αλλαγές που συνέβαιναν στις ζωές κυρίως υγιών ατόμων (Rubin, 1978). Η λεγόμενη κλινική βιβλιοθεραπεία χρησιμοποιούνταν από τους επαγγελματίες στην ψυχική υγεία στοχεύοντας στα θέμα συναισθηματικής και συμπεριφορικής φύσεως.

Ήδη, όμως, πολύ πιο νωρίς, γύρω στα 1770 όταν «άρχιζε ένα ιδιαίτερα σημαντικό και επεισοδιακό στάδιο της ιστορίας της ανάγνωσης, διάρκειας δεκαετιών: αυτό της «ευαίσθητης» ή συναισθηματικής ανάγνωσης. Αυτού του είδους η ανάγνωση διαδραμάτισε ρόλο στις εντάσεις ανάμεσα στο υποκειμενικό πάθος, που απομόνωνε από την κοινωνία και το περιβάλλουν, και στην ανάγκη για επικοινωνία μέσω της ανάγνωσης. Αυτή τη “ακατανίκητη ανάγκη για επαφή με τη ζωή πίσω από το τυπωμένο φύλλο” οδήγησε σε μια εντελώς νέα, άγνωστη και έντονη σχέση εμπιστοσύνης, δηλαδή σε μια φανταστική φιλία ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη, ανάμεσα στο δημιουργό και τον αναγνώστη της λογοτεχνίας. Ο συναισθηματικά φορτισμένος κι όμως απομονωμένος αναγνώστης ανακούφιζε τη μοναχικότητα και την ανωνυμία του μέσω της συμμετοχής του, λόγω της ανάγνωσης, σε μια συντροφιά από ομοϊδεάτες, στην οποία ένιωθε ότι ανήκει.» (Cavallo & Chartier, 2008, σελ.360).

Ο Μαρσέλ Προυστ, εκτός από ταλαντούχος συγγραφέας ήταν και παθιασμένος αναγνώστης καταγράφοντας τους στοχασμούς του πάνω στο θέμα της ανάγνωσης. Στο βιβλίο «Ημέρες Ανάγνωσης» (2004, σελ.51) γίνονται αναφορές που δείχνουν το πόσο εύστοχα είχε συλλάβει την ψυχοθεραπευτική λειτουργία που μπορεί να έχει η λογοτεχνία: «Η ανάγνωση είναι το πρόπυλο της πνευματικής ζωής. Μπορεί να μας εισαγάγει σε αυτήν: δεν συγκροτεί την ουσία της. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένες περιπτώσεις, ορισμένες παθολογικές, θα λέγαμε, περιπτώσεις πνευματικής κατατονίας, όπου η ανάγνωση μπορεί να αποβεί ένα είδος επιβεβλημένης θεραπευτικής αγωγής και να επιφορτιστεί, μέσω συνεχών παροτρύνσεων, με το να επανεισάγει διαρκώς ένα νωθρό πνεύμα στην πνευματική ζωή. Τα βιβλία τότε διαδραματίζουν ως προς αυτό το πνεύμα ρόλο ανάλογο με εκείνον των ψυχοθεραπευτών ως προς ορισμένους νευρασθενείς.»

Ο Ουμπέρτο Έκο (2011, σελ.89) στο βιβλίο του «Εξομολογήσεις ενός νέου μυθιστοριογράφου» έκανε λόγο για την αίσθηση της ανακούφισης που μπορεί να προσφέρει η ανάγνωση: «(…) Το κείμενο ως κείμενο εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μια ανακουφιστική παρουσία, ένα σημείο από το οποίο μπορούμε να κρατηθούμε γερά.»

Ακριβώς σ’ αυτή την ανακουφιστική και παρηγορητική λειτουργία που μπορεί να έχει η ανάγνωση των βιβλίων βασίζεται η βιβλιοθεραπεία, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί τόσο σε άτομα όσο και σε ομάδες. Η χρήση της ενδείκνυται για πλήθος ψυχολογικών θεμάτων, όπως είναι οι τραυματικές εμπειρίες, τα προβλήματα συμπεριφοράς, η κακοποίηση, οι εξαρτήσεις, οι χρόνιες ασθένειες, οι αυτο-καταστροφικές συμπεριφορές, το άγχος κλπ. Επίσης, μπορεί να εφαρμοστεί σε περιθωριοποιημένες ομάδες, ευάλωτους πληθυσμούς ή άτομα που δοκιμάζονται από κρίσεις και δύσκολες καταστάσεις ζωής (πένθος, απώλεια, διαζύγιο, ανεργία, μετανάστευση κ.ά).

Στα οφέλη από τη χρήση των βιβλίων για θεραπευτικούς σκοπούς συγκαταλέγεται ότι τα άτομα μπορούν να γίνουν πιο κοινωνικά, ν’ αυξήσουν την αυτογνωσία τους, ν’ αναπτύξουν τη συμπόνια και την ενσυναίσθηση. Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία τα αρνητικά συναισθήματα αντικαθίστανται από θετικά και αναπτύσσονται νέες λειτουργικές συμπεριφορές και λιγότερο επώδυνα συμπτώματα (Pehrsson & McMillen, 2005, 2007).

Σ’ αυτό το σημείο είναι σημαντικό να τονιστεί ότι για να υπάρξουν οφέλη από τη χρήση των βιβλίων δεν αρκεί η απλή ανάγνωση. Για να μετατραπεί σε μια αποτελεσματική μέθοδο χρειάζεται να υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις, όπως η ανάπτυξη μιας καλής σχέσης ανάμεσα στο διευκολυντή και τον συμμετέχοντα, ο συμμετέχων να είναι ανοιχτός στη διαδικασία., να υπάρχει προηγούμενη εξοικείωση με τη λογοτεχνική γραφή και ικανότητα για εμβάθυνση στις έννοιες του κειμένου.

Συνήθως, η βιβλιοθεραπεία περιλαμβάνεται ως εργαλείο σε κάποιο μεγαλύτερο θεραπευτικό σχήμα (Pehrsson & McMillen, 2007) και υπάρχουν κάποια στάδια ώστε να υπάρξουν αποτελέσματα. H Caroline Shrodes ήταν η πρώτη η οποία ανέπτυξε ένα μοντέλο της διαδικασίας που ακολουθείται. Αυτό έχει βάση στις ψυχοδυναμικές προσεγγίσεις και περιλαμβάνει τρία στάδια:

Α. Ταύτιση: ο συντονισμός του πελάτη με τις πληροφορίες, την ιστορία ή τους χαρακτήρες.

Β. Κάθαρση: η εμπειρία της συναισθηματικής απελευθέρωσης.

Γ. Διορατικότητα/Επίγνωση: η κατανόηση του πελάτη της δικής του διεργασίας.

Με το πέρασμα του χρόνου σ’ αυτά τα στάδια προστέθηκαν και τα παρακάτω:

Δ. Οικουμενικότητα: γενίκευση τη εμπειρίας σε άλλα άτομα, καταστάσεις και κουλτούρες.

Ε. Ενσωμάτωση: ενσωμάτωση στη ζωή του πελάτη (Pehrsson & McMillen, 2007).

Τα αποτελέσματα από την ανάγνωση βιβλίων μπορεί να έρθουν άμεσα ή έμμεσα. «Υπάρχει μια ποικιλία στον τρόπο που μπορεί να έρθει η αναγνώριση.» μας λένε οι Hynes-Berry και McCarthy-Hynes (1994) σε βιβλίο τους για τη βιβλιοθεραπευτική μέθοδο: «Κάποιες φορές αυτή μπορεί να είναι άμεση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, η λογοτεχνία από μόνη της δεν πυροδοτεί απευθείας μια καταλυτική απόκριση. Ο διευκολυντής μπορεί να χρειαστεί να κάνει περαιτέρω διερευνήσεις πριν επέλθει οποιαδήποτε αναγνώριση. Ή οι παρατηρήσεις άλλων μελών από το γκρουπ μπορούν να προκαλέσουν μια αντίδραση. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και όταν αυτή προέρχεται από ένα διάλογο, είναι η λογοτεχνία που έχει προκαλέσει το διάλογο και έτσι μπορεί να θεωρηθεί καταλύτης.» (Hynes–Berry & McCarthy–Hynes,1994).

Η Δρ. Müzeyyen Altunbay (2018) από το Πανεπιστήμιο Giresun της Τουρκίας έχει διατυπώσει πως η βιβλιοθεραπεία συνίσταται στο να βρίσκει κανείς τα κατάλληλα βιβλία την κατάλληλη στιγμή. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν όλα τα βιβλία για τους σκοπούς της βιβλιοθεραπείας. Είναι πολύ σημαντικό τα έργα να έχουν μια ρεαλιστική διάσταση και να καθρεφτίζουν τα θέματα που απασχολούν το άτομο που κάνει χρήση της βιβλιοθεραπείας (Altunbay, 2018). Τα βιβλία που χρησιμοποιούνται είναι τόσο μυθοπλασίας όσο και μη μυθοπλαστικά ή λογοτεχνικά. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και αυτο-βοήθειας, αλλά δεν είναι όλα κατάλληλα. Χρειάζεται να πληρούνται κάποια στάνταρντς ποιότητας ώστε να είναι αποτελεσματικά.

Η Δρ.Altunbay, προτείνει τη χρήση βιογραφιών στο βιβλιοθεραπευτικό πλαίσιο με το σκεπτικό ότι οι βιογραφίες έχουν μια αυθεντικότητα και μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα θετικό μοντέλο. Αυτό μπορεί να συμβεί διότι παρουσιάζουν όχι μόνο τις επιτυχίες των βιογραφούμενων αλλά και ολόκληρη τη διαδρομή τους προς την επίτευξη εξαιρετικών επιτευγμάτων, η οποία περιλαμβάνει αρετές όπως η υπομονή και η επιμονή, η αποφασιστικότητα και η μη παραίτηση από τις δυσκολίες της ζωής. Επιπλέον, παρουσιάζονται με λεπτομέρειες παράγοντες που περιλαμβάνουν όλα τα αναπτυξιακά στάδια και τομείς απ’ όλη τη διάρκεια της ζωής: από την παιδική ηλικία και τη νεότητα μέχρι την ακαδημαϊκή και επαγγελματική ζωή, την προσωπική ζωή, τις δυσκολίες, τις επιτυχίες, την προσωπικότητα, τις συνήθειες, το χαρακτήρα κλπ. Τα θετικά αποτελέσματα από τη χρήση των βιογραφιών περιλαμβάνουν την αναπτέρωση του ηθικού και την αύξηση του κινήτρου και της αυτοπεποίθησης των ατόμων που τις διαβάζουν.

Η Δρ. Pirjo Suvilehto (2019), από το Πανεπιστήμιο Oulou της Φινλανδίας, στο πρότζεκτ Hand in Hand εφαρμόζει την αναπτυξιακή βιβλιοθεραπεία σε παιδιά με σκοπό να ενδυναμώσει την αυτογνωσία τους, ν’ αυξήσει τη χαρά και την εμπιστοσύνη τους στο μέλλον.

Με το ίδιο σκεπτικό γίνεται και η χρήση παραμυθιών στο πλαίσιο της βιβλιοθεραπείας. Η χρήση της λογοτεχνίας του φανταστικού μπορεί να προσφέρει στο παιδί έναν ασφαλή τρόπο να βιώσει νέες σκέψεις, συμπεριφορές και συναισθήματα. Τα παραμύθια μπορούν επιπλέον να χρησιμοποιηθούν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, επιτρέποντας στα άτομα να πάρουν από την κάθε ιστορία εκείνο που χρειάζονται και προσφέροντας έναν τρόπο να χρησιμοποιήσουν τη φαντασία για να αντιμετωπίσουν προβλήματα και να βρουν ένα βαθύτερο νόημα στη ζωή και τις δυσκολίες (Afolayan, 1992).

Παρ’ όλα αυτά, η βιβλιοθεραπεία έχει κάποιους περιορισμούς και δεν πρέπει να θεωρείται ως θεραπεία για όλα τα είδη συναισθηματικών προβλημάτων (Afolayan, 1992). Σύμφωνα με τους Edwards και Simpson (1986), δεν προορίζεται για σοβαρές συναισθηματικές διαταραχές και όταν διαπιστώνεται ότι υπάρχουν τέτοιες καταστάσεις, οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να ζητούν τη βοήθεια των ειδικών. Επιπλέον, έχει αναφερθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η ανάγνωση για θέματα ίδια ή παρόμοια με αυτά των αναγνωστών θα μπορούσε να εντείνει το πρόβλημα (Afolayan, 1992). Ο Προυστ (2004, σελ.54) το είχε εκφράσει βιωματικά ως εξής: «Ενόσω η ανάγνωση είναι για μας η παροτρύνουσα δύναμη της οποίας τα μαγικά κλειδιά ανοίγουν τα βάθη του εαυτού μας την πύλη των ενδιαιτημάτων όπου δεν θα ξέραμε τον τρόπο να εισδύσουμε, ο ρόλος της στη ζωή μας είναι ευεργετικός. Γίνεται αντιθέτως επικίνδυνος όταν η ανάγνωση, αντί να μας μυήσει στην προσωπική πνευματική ζωή, τείνει να την υποκαταστήσει (…).»

Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, τα βιβλία όταν χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου θεραπευτικού σχεδίου και υπό προϋποθέσεις, μπορούν να γίνουν ένα πολύ καλό εργαλείο που θα βοηθήσει τους συμμετέχοντες ν’ ανακουφιστούν από θέματα που τους απασχολούν. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι ψυχοθεραπευτές μπορούμε να έχουμε στα χέρια μας μια πολύ καλή μέθοδο που θα δώσει ώθηση στις ατομικές και ομαδικές συνεδρίες και οι συμμετέχοντες ν’ αποκτήσουν για όλη τους τη ζωή έναν πολύ καλό φίλο. Η Αμερικανίδα ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον το είχε συνοψίσει πολύ εύστοχα σε λίγους στίχους:

Φρεγάτα όπως το Βιβλίο δεν υπάρχει
Για να μας πάει σε Μέρη μακρινά
Ούτε άλογο δρομέας σαν τη γεμάτη
Σελίδα Ποίησης που όλο αναπηδά –

Τέτοιο ταξίδι κι ο φτωχότερος θα κάνει
Άλλα Διόδια δεν θα περάσει στα κρυφά –
Πόσο λιτό είν᾽ αυτό τo Άρμα- κουβαλάει
Του ανθρώπου την ψυχή – με σιγουριά

Βιβλιογραφία
Αγγλική:

Afolayan, J. A. (1992). Documentary perspective of bibliotherapy in education. Reading Horizons, 33(2), 137-148.
Altunbay, M. (2018). Using Literature in Bibliotheraphy: Biography Sampling. Journal of Education and Training Studies. 6. 201. 10.11114/jets.v6i11.3593.
Edwards, P., Simpson, L. (1986). Bibliotherapy: A strategy for communication between parents and their children. Journal of Reading, 30, 110-118.
Hynes-Berry, M., McCarthy-Hynes, A. (1994). Biblio/poetry therapy—the interactive process: A handbook. St. Cloud: North Star Press.
Pehrsson, D. E., McMillen, P. (2005). A Bibliotherapy Evaluation Tool: Grounding counselors in the therapeutic use of literature. Arts in Psychotherapy, 32(1), 47-59.
Pehrsson, D., McMillen, P. S. (2007). Bibliotherapy: Overview and implications for counselors. Professional Couseling Digest 2. https://digitalscholarship.unlv.edu/lib_articles/27
Rubin, R. J. (1978). Using bibliotherapy: A guide to theory and practice. Phoenix, AZ: Oryx Press.
Shechtman, Z. (2009). Treating Child and Adolescent Aggression Through Bibliotherapy. Ch. 2. 10.1007/978-0-387-09745-9.
Suvilehto. P. (2019). We Need Stories and Bibliotherapy Offers One Solution to Developmental Issues. Online Journal of Complementary & Alternative Medicine. 1(5): 10.33552/OJCAM.2019.01.000523.

Ελληνική:
Cavallo, G., Chartier, R. (επιμέλεια) (2008). Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο, Επιμέλεια Μπάνου Χ., Αθήνα: Μεταίχμιο.
Έκο, Ο. (2011). Εξομολογήσεις ενός νέου μυθιστοριογράφου. Μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος. Αθήνα: Πατάκης.
Ντίκινσον, Ε. (2011). Ποιήματα. Μτφρ. Μαρία Δαμόλη. Αθήνα: Γιαλός.
Προυστ, Μ. (2004). Ημέρες Ανάγνωσης. Μτφρ. Μήνα Πατεράκη – Γαρέφη. Αθήνα: Ίνδικτος.


 
Top