Ως σύμπτωμα ορίζεται οποιοδήποτε υποκειμενικό στοιχείο που αφορά σε πιθανό πρόβλημα υγείας, όπως το αντιλαμβάνεται ο ίδιος
ο «ασθενής». Ο ορισμός αυτός συνεπάγεται ότι τα συμπτώματα ....
είναι αποτέλεσμα μιας ερμηνευτικής προσέγγισης που
κάνει το ίδιο το άτομο απέναντι σε μια ενόχληση ή μια αλλαγή στις συνήθεις σωματικές λειτουργίες.
Η εμπειρία ενός συμπτώματος ενσωματώνεται σε μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ βιολογικών, ψυχολογικών και πολιτισμικών παραγόντων.
Από βιοϊατρικής πλευράς, τα συμπτώματα θεωρούνται πιθανοί δείκτες ασθένειας. Τα χαρακτηριστικά ενός συμπτώματος (π.χ. σοβαρότητα, αντίκτυπος) σπανίως είναι ξεκάθαρα και συνήθως υποδεικνύουν το ενδεχόμενο ασθένειας.
Ερμηνεύοντας τα συμπτώματα – Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τη διαδικασία
Πολυάριθμοι παράγοντες θα επηρεάσουν το πώς ο ασθενής ή και ο ίδιος ο γιατρός θα ερμηνεύσουν ένα σύμπτωμα.
Αρχικά, η προσωπικότητα του ατόμου καθορίζει το πόσο πιθανό είναι να παρατηρήσει ένα σύμπτωμα. Ακραίο παράδειγμα αποτελούν τα άτομα με υποχονδρίαση, τα οποία εκλαμβάνουν ακόμη και φυσιολογικές λειτουργίες ως πιθανό σύμπτωμα ασθένειας. Ακόμη, τα νευρωτικά άτομα (άτομα με έλλειψη συναισθηματικής σταθερότητας) αναγνωρίζουν πιο άμεσα ένα σύμπτωμα.
Το αντικείμενο εστίασης της προσοχής επηρεάζει επίσης τη διαδικασία αναγνώρισης των συμπτωμάτων. Ένα άτομο που επικεντρώνεται στον εαυτό του –στο σώμα του, στα συναισθήματά του κ στις αντιδράσεις του– αναγνωρίζει πιο άμεσα ένα σύμπτωμα σε σύγκριση με ένα άτομο που επικεντρώνεται περισσότερο στο περιβάλλον του και σε διάφορες δραστηριότητες.
Ακόμη, οι καταστάσεις που επικρατούν μια δεδομένη στιγμή είναι δυνατό να επηρεάσουν την αντίληψή μας απέναντι σε ένα πιθανό σύμπτωμα. Όταν μένουμε στο σπίτι και δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε είναι πολύ πιο πιθανό να δώσουμε σημασία σε ένα σύμπτωμα σε σύγκριση με μια μέρα γεμάτη υποχρεώσεις και δραστηριότητες. Επίσης, άτομα που ασχολούνται με θέματα υγείας είναι πιθανό να επηρεαστούν από τις πληροφορίες που λαμβάνουν και να καταλήξουν να πιστεύουν ότι έχουν εκδηλώσει ένα σύμπτωμα. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι φοιτητές Ιατρικής που μελετούν μια ασθένεια μπορεί να καταλήξουν να φαντάζονται ότι πάσχουν από αυτήν.
Το στρες είναι ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τόσο την εκδήλωση όσο και την αντίληψη ενός συμπτώματος. Το στρες μπορεί να επιδεινώσει ένα προϋπάρχον σύμπτωμα ή να μας κάνει να το βλέπουμε πιο σοβαρό απ” ότι είναι. Από την άλλη, υπάρχουν και τα λεγόμενα ψυχοσωματικά συμπτώματα, δηλαδή μεταβολές σε βιολογικές λειτουργίες που οφείλονται στην ψυχολογική μας κατάσταση και πολλές φορές πιστεύουμε ότι προέρχονται από σωματική δυσλειτουργία.
Η διάθεσή μας μπορεί επίσης να μας κάνει να υποτιμήσουμε ένα σύμπτωμα ή να το θεωρήσουμε υπερβολικά ανησυχητικό. Σε γενικές γραμμές, έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι είμαστε πιο υγιείς όταν είμαστε χαρούμενοι. Ταυτόχρονα, παλαιότερες εμπειρίες ασθένειας, είτε δικής μας είτε κάποιου κοντινού μας προσώπου, αποτελούν ένα πρίσμα μέσα από το οποίο περνά η τωρινή εμπειρία ενός συμπτώματος. Για παράδειγμα, είναι πιο πιθανό να ανησυχήσουμε υπερβολικά όταν εκδηλωθεί ένας ισχυρός πονοκέφαλος εάν κάποιο συγγενικό μας πρόσωπο έχει χάσει τη ζωή του από καρκίνο στο κεφάλι.
Τέλος, ανησυχούμε περισσότερο για ένα σύμπτωμα που αφορά σε πιο «σημαντικά» όργανα του σώματος (π.χ. εγκέφαλος, καρδιά) και είναι πιο πιθανό να αναζητήσουμε θεραπευτικές λύσεις εάν νιώθουμε πόνο παρά οποιαδήποτε άλλη ενόχληση.
Τι δείχνουν τα συμπτώματα
Το σώμα μας είναι σοφά πλασμένο ώστε να μας «προειδοποιεί» για μια δυσλειτουργία που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ουσιαστικά αυτός είναι ο ρόλος των συμπτωμάτων, είτε αντανακλούν σωματική δυσλειτουργία, είτε αντανακλούν ψυχική ανισορροπία, είτε είναι απλώς παροδική συνέπεια καταπόνησης, όπως στην περίπτωση πονοκεφάλου μετά από μια νύχτα με πολύ αλκοόλ και λίγο ύπνο.
Λαμβάνοντας ως δεδομένο τι θεωρείται φυσιολογικό από τους ιατρούς (π.χ. επίπεδα αρτηριακής πίεσης, όψη επιδερμίδας, υφή μαστού) αλλά και τι θεωρείται φυσιολογικό για κάθε άτομο ξεχωριστά (δεδομένων των χαρακτηριστικών που έχει κληρονομήσει από τους γονείς του αλλά και περιβαλλοντικών παραγόντων), είναι συνήθως δυνατό να προκύψει μια σχετικά ασφαλής ερμηνεία για ένα σύμπτωμα.
Αλλαγές σε αυτό που θεωρούμε φυσιολογική λειτουργία του δικού μας οργανισμού ή αλλαγές που συνοδεύονται από πόνο ή σημαντικό περιορισμό στις καθημερινές δραστηριότητες θα πρέπει να αξιολογούνται ενδελεχώς από τον εκάστοτε ειδικό.
Με άλλα λόγια, θα πρέπει αφενός να «ακούμε» το σώμα μας και αφετέρου να εμπιστευόμαστε τη γνώση του ειδικού και τις εξετάσεις που αυτός θα προτείνει ώστε να προβούμε σε έγκυρη και αξιόπιστη αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας μας.
πηγή
ο «ασθενής». Ο ορισμός αυτός συνεπάγεται ότι τα συμπτώματα ....
είναι αποτέλεσμα μιας ερμηνευτικής προσέγγισης που
κάνει το ίδιο το άτομο απέναντι σε μια ενόχληση ή μια αλλαγή στις συνήθεις σωματικές λειτουργίες.
Η εμπειρία ενός συμπτώματος ενσωματώνεται σε μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ βιολογικών, ψυχολογικών και πολιτισμικών παραγόντων.
Από βιοϊατρικής πλευράς, τα συμπτώματα θεωρούνται πιθανοί δείκτες ασθένειας. Τα χαρακτηριστικά ενός συμπτώματος (π.χ. σοβαρότητα, αντίκτυπος) σπανίως είναι ξεκάθαρα και συνήθως υποδεικνύουν το ενδεχόμενο ασθένειας.
Ερμηνεύοντας τα συμπτώματα – Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τη διαδικασία
Πολυάριθμοι παράγοντες θα επηρεάσουν το πώς ο ασθενής ή και ο ίδιος ο γιατρός θα ερμηνεύσουν ένα σύμπτωμα.
Αρχικά, η προσωπικότητα του ατόμου καθορίζει το πόσο πιθανό είναι να παρατηρήσει ένα σύμπτωμα. Ακραίο παράδειγμα αποτελούν τα άτομα με υποχονδρίαση, τα οποία εκλαμβάνουν ακόμη και φυσιολογικές λειτουργίες ως πιθανό σύμπτωμα ασθένειας. Ακόμη, τα νευρωτικά άτομα (άτομα με έλλειψη συναισθηματικής σταθερότητας) αναγνωρίζουν πιο άμεσα ένα σύμπτωμα.
Το αντικείμενο εστίασης της προσοχής επηρεάζει επίσης τη διαδικασία αναγνώρισης των συμπτωμάτων. Ένα άτομο που επικεντρώνεται στον εαυτό του –στο σώμα του, στα συναισθήματά του κ στις αντιδράσεις του– αναγνωρίζει πιο άμεσα ένα σύμπτωμα σε σύγκριση με ένα άτομο που επικεντρώνεται περισσότερο στο περιβάλλον του και σε διάφορες δραστηριότητες.
Ακόμη, οι καταστάσεις που επικρατούν μια δεδομένη στιγμή είναι δυνατό να επηρεάσουν την αντίληψή μας απέναντι σε ένα πιθανό σύμπτωμα. Όταν μένουμε στο σπίτι και δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε είναι πολύ πιο πιθανό να δώσουμε σημασία σε ένα σύμπτωμα σε σύγκριση με μια μέρα γεμάτη υποχρεώσεις και δραστηριότητες. Επίσης, άτομα που ασχολούνται με θέματα υγείας είναι πιθανό να επηρεαστούν από τις πληροφορίες που λαμβάνουν και να καταλήξουν να πιστεύουν ότι έχουν εκδηλώσει ένα σύμπτωμα. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι φοιτητές Ιατρικής που μελετούν μια ασθένεια μπορεί να καταλήξουν να φαντάζονται ότι πάσχουν από αυτήν.
Το στρες είναι ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τόσο την εκδήλωση όσο και την αντίληψη ενός συμπτώματος. Το στρες μπορεί να επιδεινώσει ένα προϋπάρχον σύμπτωμα ή να μας κάνει να το βλέπουμε πιο σοβαρό απ” ότι είναι. Από την άλλη, υπάρχουν και τα λεγόμενα ψυχοσωματικά συμπτώματα, δηλαδή μεταβολές σε βιολογικές λειτουργίες που οφείλονται στην ψυχολογική μας κατάσταση και πολλές φορές πιστεύουμε ότι προέρχονται από σωματική δυσλειτουργία.
Η διάθεσή μας μπορεί επίσης να μας κάνει να υποτιμήσουμε ένα σύμπτωμα ή να το θεωρήσουμε υπερβολικά ανησυχητικό. Σε γενικές γραμμές, έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι είμαστε πιο υγιείς όταν είμαστε χαρούμενοι. Ταυτόχρονα, παλαιότερες εμπειρίες ασθένειας, είτε δικής μας είτε κάποιου κοντινού μας προσώπου, αποτελούν ένα πρίσμα μέσα από το οποίο περνά η τωρινή εμπειρία ενός συμπτώματος. Για παράδειγμα, είναι πιο πιθανό να ανησυχήσουμε υπερβολικά όταν εκδηλωθεί ένας ισχυρός πονοκέφαλος εάν κάποιο συγγενικό μας πρόσωπο έχει χάσει τη ζωή του από καρκίνο στο κεφάλι.
Τέλος, ανησυχούμε περισσότερο για ένα σύμπτωμα που αφορά σε πιο «σημαντικά» όργανα του σώματος (π.χ. εγκέφαλος, καρδιά) και είναι πιο πιθανό να αναζητήσουμε θεραπευτικές λύσεις εάν νιώθουμε πόνο παρά οποιαδήποτε άλλη ενόχληση.
Τι δείχνουν τα συμπτώματα
Το σώμα μας είναι σοφά πλασμένο ώστε να μας «προειδοποιεί» για μια δυσλειτουργία που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ουσιαστικά αυτός είναι ο ρόλος των συμπτωμάτων, είτε αντανακλούν σωματική δυσλειτουργία, είτε αντανακλούν ψυχική ανισορροπία, είτε είναι απλώς παροδική συνέπεια καταπόνησης, όπως στην περίπτωση πονοκεφάλου μετά από μια νύχτα με πολύ αλκοόλ και λίγο ύπνο.
Λαμβάνοντας ως δεδομένο τι θεωρείται φυσιολογικό από τους ιατρούς (π.χ. επίπεδα αρτηριακής πίεσης, όψη επιδερμίδας, υφή μαστού) αλλά και τι θεωρείται φυσιολογικό για κάθε άτομο ξεχωριστά (δεδομένων των χαρακτηριστικών που έχει κληρονομήσει από τους γονείς του αλλά και περιβαλλοντικών παραγόντων), είναι συνήθως δυνατό να προκύψει μια σχετικά ασφαλής ερμηνεία για ένα σύμπτωμα.
Αλλαγές σε αυτό που θεωρούμε φυσιολογική λειτουργία του δικού μας οργανισμού ή αλλαγές που συνοδεύονται από πόνο ή σημαντικό περιορισμό στις καθημερινές δραστηριότητες θα πρέπει να αξιολογούνται ενδελεχώς από τον εκάστοτε ειδικό.
Με άλλα λόγια, θα πρέπει αφενός να «ακούμε» το σώμα μας και αφετέρου να εμπιστευόμαστε τη γνώση του ειδικού και τις εξετάσεις που αυτός θα προτείνει ώστε να προβούμε σε έγκυρη και αξιόπιστη αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας μας.
πηγή