ads by Google


Manos Lambrakis
Η συχνότητα των θανατηφόρων τροχαίων στο Παγκράτι —ιδίως στους κεντρικούς άξονες όπου η πυκνότητα της ζωής συναντά την αμείλικτη ταχύτητα της κυκλοφορίας— δεν αποτελεί παροδικό ατύχημα αλλά σταθερό αστικό σύμπτωμα.
Όταν κάποιος βλέπει, όπως έχω δει και εγώ όλα αυτά τα χρόνια στη γειτονιά, ανθρώπους να παρασύρονται μπροστά του, ή σκύλους να εκτινάσσονται από διερχόμενο όχημα, τότε καταλαβαίνει ότι η πόλη δεν παράγει μεμονωμένες τραγωδίες αλλά μια δομική κανονικότητα βίας.
Ο πεζός στο Παγκράτι, όπως και σε άλλες συνοικίες του κέντρου, δεν περπατά. Επιβιώνει.
Και η συνοικία λειτουργεί ως κλασικό παράδειγμα μιας Αθήνας που έχει ιδιωτικοποιήσει τον δρόμο υπέρ του αυτοκινήτου, καταδικάζοντας το σώμα —το ανθρώπινο και το ζωικό— στη θέση του μόνιμα εκτεθειμένου, μόνιμα απροστάτευτου.
Το πρόβλημα δεν είναι η αμέλεια. Είναι η κουλτούρα. Η κουλτούρα μιας πόλης που έχει μαθητεύσει στη μικρή παραβίαση, στη μικρή αυθαιρεσία, στη λογική ότι «το κάνω για να βολευτώ» και «σιγά τώρα». Σε αυτή τη νοοτροπία, ο ΚΟΚ δεν είναι κανόνας αλλά σύσταση. Και η σύσταση, προφανώς, είναι αναλώσιμη.
Έτσι, η Αθήνα παράγει διαρκώς μικρές νησίδες ανομίας: διπλοπαρκαρισμένα που κρύβουν τη θέα σε διασταυρώσεις, οδηγοί που δεν μειώνουν ταχύτητα ούτε σε δρόμους κατοικίας, πεζοί που αναγκάζονται να ελίσσονται ανάμεσα σε λαμαρίνες. Είναι μια αστική ηθική όπου όλοι θεωρούν τον δρόμο προσωπική επιμήκυνση του μικρού τους δικαιώματος, ποτέ κοινό δημόσιο πεδίο.
Γι’ αυτό και τα δυστυχήματα δεν μας ξαφνιάζουν, μας υπενθυμίζουν αυτό που γνωρίζουμε: ότι η πόλη λειτουργεί στη βάση μιας κανονικοποιημένης παράβασης.
Το πιο σκοτεινό, όμως, κομμάτι βρίσκεται στο πολιτικό και θεσμικό υπόστρωμα — και εδώ αρχίζει να φανερώνεται ένα πιθανό σκάνδαλο που κανείς δεν θέλει να αγγίξει: η ιατρική καταλληλότητα των ηλικιωμένων οδηγών.
Θεωρητικά, το σύστημα προβλέπει ελέγχους, πιστοποιήσεις, ανανεώσεις, ιατρικές εξετάσεις. Πρακτικά, όμως, όλοι γνωρίζουμε ότι η διαδικασία συχνά μετατρέπεται σε τυπική επικύρωση, σε μια διοικητική διεκπεραίωση όπου κανείς δεν κοιτά πραγματικά τη φυσική και γνωσιακή ικανότητα του οδηγού.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως σε ορισμένες περιπτώσεις η «ιατρική καταλληλότητα» δεν αποδεικνύει καταλληλότητα, αλλά το αντίθετο: την απόλυτη ελαστικότητα ενός συστήματος που δεν έχει καμία διάθεση να συγκρουστεί με κοινωνικές ευαισθησίες, πολιτικό κόστος ή επαγγελματικά συμφέροντα.
Στην πράξη, λοιπόν, μπορεί να ανανεώνεται δίπλωμα ακόμη και σε ανθρώπους που δεν έχουν τη φυσική ικανότητα αντίληψης της κυκλοφορίας — και αυτή η ανοχή δεν είναι απλώς αβλεψία. Είναι θεσμική συνενοχή. Αν η πολιτεία πράγματι πίστευε στη δημόσια ασφάλεια, θα είχε ορίσει μια ανώτατη ηλικία οδήγησης, π.χ. τα 70, ως όριο αδιαπραγμάτευτο. Δεν το κάνει.
Και κάθε φορά που συμβαίνει ένα δυστύχημα όπως αυτό στο Παγκράτι, εμφανίζεται το ίδιο ερώτημα: ποιος υπέγραψε την καταλληλότητα; Με ποια ευθύνη; Με ποια αξιολόγηση; Και ποιος προστατεύεται περισσότερο: ο πολίτης ή το κύκλωμα των διεκπεραιώσεων;
Γι’ αυτό και η λύση δεν μπορεί να είναι απλώς «λιγότερη απροσεξία» αλλά ριζική πολιτική αναθεώρηση.
Η Αθήνα χρειάζεται μια αναδόμηση που ξεκινά από την αλήθεια: ο δρόμος δεν ανήκει στο αυτοκίνητο, και η ζωή δεν μπορεί να εξαρτάται από τις τυπικές υπογραφές ενός συστήματος που δεν ελέγχει τίποτα.
Χρειάζεται θέσπιση ορίων ηλικίας, πραγματικές ιατρικές εξετάσεις με διαφάνεια, δημόσια λογοδοσία για όσους πιστοποιούν ακατάλληλους οδηγούς ως κατάλληλους, ουσιαστική αστυνόμευση, χωρικές παρεμβάσεις σε σημεία όπως Ιλιάδος–Νεοπτολέμου.
Και, πάνω απ’ όλα, χρειάζεται την πολιτική τόλμη να ειπωθεί το αυτονόητο: ότι η ανοχή είναι συνενοχή. Ότι όσο το κράτος συνεχίζει να κάνει πως δεν βλέπει, τόσο η πόλη θα συνεχίσει να θρηνεί. Και ότι πίσω από κάθε νεκρό πεζό υπάρχει μια διοικητική απόφαση που θα μπορούσε —και όφειλε— να είχε αποτρέψει τον θάνατο.
 
Top