ads by Google



Manos Lambrakis
Η χθεσινή δημόσια έκρηξη του Πάνου Καμμένου εναντίον του Αντώνη Σαμαρά δεν είναι απλώς η γνωστή δημαγωγική υπερβολή ενός πολιτικού που έχει εξοριστεί από το κέντρο του παιχνιδιού, αλλά η επιβίωση ενός ψυχικού σχήματος: η πολιτική ως μεταφυσική του προδομένου.
Η φρασεολογία του —ότι «το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο έχει και πολιτική εκδοχή και είναι ο Αντώνης Σαμαράς»— συνιστά περισσότερο από μια προσβολή, αποτελεί την τελική επιστροφή ενός λαϊκιστικού ύφους που επιβιώνει μόνο μέσα από την ύβρη.
Ο Καμμένος δεν επιτίθεται απλώς στον Σαμαρά. Εξομολογείται δημόσια την ίδια του την ήττα: την αδυναμία του να κατοικήσει εκ νέου μέσα σε ένα πολιτικό σύμπαν που απαιτεί λογική, μνήμη και εσωτερική συνέπεια.
Η ρητορική αυτή, βαθιά φορτισμένη με το αίσθημα της προδοσίας, επανέρχεται σαν φάντασμα από τα χρόνια της πρώτης μνημονιακής κρίσης. Ο Καμμένος, πολιτικό τέκνο της Νέας Δημοκρατίας που αποσχίστηκε για να καταγγείλει την «υποτέλεια» της χώρας, έχτισε ολόκληρη την πολιτική του ταυτότητα πάνω στο ηθικό δίπολο «πατριώτες–προδότες». Το παράδοξο είναι ότι αυτός ακριβώς ο άνθρωπος, που αναδύθηκε από την οργή του 2012 ως φορέας της «αντιμνημονιακής καθαρότητας», κατέληξε να συγκυβερνήσει δύο φορές με τον Αλέξη Τσίπρα, υπογράφοντας και ψηφίζοντας μνημόνια που ο ίδιος αποκαλούσε προδοτικά.
Η κυβέρνηση της περιόδου 2015–2019 δεν ήταν κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Ήταν κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ, ένα σχήμα αντιφατικής συζεύξεως, όπου ο αριστερός διεθνισμός και ο δεξιός εθνοπατριωτισμός συνυπάρξαν μόνο υπό το βάρος της εξουσίας.
Από εκεί και πέρα, το δράμα του Καμμένου είναι διπλό: αφενός πολιτικό, αφετέρου ηθικό. Πολιτικό, γιατί η συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση που επικύρωσε μνημόνια και υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών ανέτρεψε το ίδιο του το αφήγημα. Ηθικό, γιατί ο ίδιος υπήρξε ο αρχιτέκτονας μιας ρητορικής καθαρότητας που ο χρόνος τη μετέτρεψε σε αυτοκατηγορία.
Η επίθεση προς τον Σαμαρά δεν είναι επομένως προσωπική αλλά προβολική. Ο Σαμαράς λειτουργεί ως συμβολικός τόπος πάνω στον οποίο ο Καμμένος ανακρίνει τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Καμμένος νομίζει ότι βλέπει στον Σαμαρά τον καθρέφτη του και ακριβώς γι’ αυτόν τον φοβάται.
Ο φόβος αυτός, πολιτικός και υπαρξιακός, εξηγεί και το μένος της φρασεολογίας του. Ο Σαμαράς επανέρχεται στη δημόσια σκηνή με τον αέρα του ενοποιητή της συντηρητικής παράταξης, την ώρα που ο Μητσοτάκης φθείρεται στη διοικητική του αυτάρκεια. Ο Καμμένος καταλαβαίνει ότι σε μια τέτοια πιθανή επανασυγκρότηση δεν υπάρχει γι’ αυτόν θέση.
Η Δεξιά δεν έχει πια ανάγκη από λαϊκιστές, αλλά από τεχνοκράτες που μιλούν τη γλώσσα της Ευρώπης. Γι’ αυτό επιλέγει να επιτεθεί όχι στο περιεχόμενο της πολιτικής του Σαμαρά, αλλά στην ηθική του υπόσταση: να τον μετατρέψει σε σύμβολο διαφθοράς, σε «πολιτική εκδοχή του αρχαιότερου επαγγέλματος», όπως είπε. Είναι η ύστατη εκδίκηση ενός ανθρώπου που νιώθει απορριφθείς από την ίδια τη δεξιά μήτρα που τον γέννησε.
Κι όμως, πίσω από τη βαρβαρότητα της γλώσσας του, υπάρχει μια αποκαλυπτική διάσταση. Ο Καμμένος υπήρξε ο τελευταίος που πίστεψε ότι το πολιτικό πάθος μπορεί να σταθεί απέναντι στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, ο τελευταίος που θεώρησε ότι η «λαϊκή ψυχή» μπορεί να υπερισχύσει των αγορών, της γραφειοκρατίας και της γερμανικής επικυριαρχίας. Η τραγωδία του είναι πως αυτό το πάθος το αντάλλαξε για λίγα χρόνια εξουσίας — και σήμερα, χωρίς στρατό, χωρίς κόμμα, χωρίς κοινωνικό σώμα, μιλά από το περιθώριο με τη φωνή ενός εξόριστου που κανείς δεν ακούει.
Έτσι, η συνέντευξή του στο Kontra δεν είναι απλώς μια προσωπική επίθεση. Είναι μια ψεύτικη ρητορική παρακμής, μια εξομολόγηση που δεν γνωρίζει ότι είναι τέτοια.
Ο Καμμένος, επικαλούμενος πατριωτισμό και ηθική καθαρότητα, μιλά πια μόνο στον εαυτό του. Ο λαϊκισμός του έχει χάσει το ακροατήριό του.
Και όμως, μέσα στην υπερβολή του, φωτίζει άθελά του την παθολογία του ελληνικού πολιτικού φαντασιακού: τη διαρκή ανάγκη να ορίζεται η ταυτότητα μέσα από τον εχθρό, να οριοθετείται η ηθική μέσα από την προδοσία.
Ο Σαμαράς, έτσι, δεν είναι για τον Καμμένο ένα πρόσωπο. Είναι η ενσάρκωση του πολιτικού νόμου της επιστροφής: εκείνου που ξαναφέρνει το παλιό στο προσκήνιο, την ώρα που το νέο έχει πια αποτύχει να παραγάγει νόημα.
Ο Μητσοτάκης, με την αποστειρωμένη τεχνοκρατία του, αντιπροσωπεύει την εκκένωση του πάθους ενώ ο Σαμαράς, την υπόσχεση της συνέχειας και ο Καμμένος, το απομεινάρι του θυμικού, τη νοσταλγία του λαϊκού σώματος που διαλύθηκε.
Η πολιτική σκηνή στην Ελλάδα μοιάζει έτσι περισσότερο με θέατρο παρά με θεσμό: οι ρόλοι αλλάζουν, αλλά το έργο παραμένει το ίδιο — μια αέναη σκηνή προδοσίας και αναζήτησης νομιμότητας.
Η ύβρις του Καμμένου δεν είναι τυχαία. Είναι το σημάδι ότι η μεταπολιτική εποχή δεν μπόρεσε να απελευθερωθεί από τους δαίμονες του παρελθόντος της.
Και η τραγική ειρωνεία είναι πως εκείνος που μιλά για «πολιτική εκδοχή του αρχαιότερου επαγγέλματος» δεν συνειδητοποιεί ότι περιγράφει, με σχεδόν ποιητική ακρίβεια, τη δική του μετάλλαξη: από σημαιοφόρο της αντιμνημονιακής οργής σε σύμβολο της πιο ολοκληρωτικής συμφιλίωσης με ό,τι κάποτε ονόμαζε προδοσία.
 
Top