Υπό τον τίτλο "Η Ελλάδα, η Τουρκία και το καθήκον της στρατηγικής επανεκκίνησης", σε άρθρο του που είναι πιο προωθημένο ακόμη και από την ασκούμενη σήμερα εξωτερική πολιτική στα ελληνοτουρκικα και δημοσιεύεται στην "Καθημερινή" ο Δημ. Αβραμόπουλος τάσσεται υπέρ της "επανεκκίνησης" των σχέσεων με την Τουρκία μέσα συγκεκριμένων βημάτων!
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και νυν βουλευτής της ΝΔ  διαφωνεί με τις "πύρινες δηλώσεις και κινήσεις εντυπωσιασμού", υποστηρίζει ότι "η  Αγκυρα δεν αμφισβητεί την ελληνικότητα των νησιών – τουλάχιστον όχι θεσμικά" καθώς και ότι "ο τουρκικός επεκτατισμός, άλλωστε, δεν εκφράζεται κυρίως από την πολιτική ηγεσία". Γράφει ακόμη ότι "χρειάζεται να γίνει σαφής ο διαχωρισμός μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων"...
Αφήνοντας μάλιστα ανοικτό το θέμα των κυριαρχικών δικαιωμάτων, αναφέρει ότι "η εθνική κυριαρχία, λοιπόν, δεν διασφαλίζεται ούτε με παθητικότητα ούτε με συνθηματολογική ρητορεία". Και καταλήγοντας  σημειώνει πως "το ζητούμενο είναι αν θα έχουμε το θάρρος και τη βούληση να αλλάξουμε κι εμείς με στρατηγικό σχέδιο, χωρίς φοβίες και με ισχυρή εθνική αυτοπεποίθηση"...

Ολόκληρο το άρθρο υπό τον τίτλο "Η Ελλάδα, η Τουρκία και το καθήκον της στρατηγικής επανεκκίνησης"  είναι το εξής:
Η Ανατολική Μεσόγειος βιώνει σήμερα μια ταχύτατη γεωπολιτική αναδιάταξη, η οποία καθιστά επιτακτική την ανάγκη για στρατηγική επανεκκίνηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να περιορίζεται σε παθητικό ρόλο ή να εγκλωβίζεται σε μια αέναη ανακύκλωση των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει, και το ερώτημα δεν είναι αν θα αλλάξουμε κι εμείς, αλλά πώς και προς ποια κατεύθυνση.
Το περιβάλλον ασφαλείας μεταβάλλεται ριζικά: Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο παγκόσμιο προσκήνιο, η νέα φάση του ρωσοουκρανικού πολέμου, η αβεβαιότητα στη Μέση Ανατολή και η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ενωσης να αρθρώσει ενιαίο λόγο στην εξωτερική και αμυντική πολιτική της.
Η Ευρώπη επενδύει 850 δισ. ευρώ στην άμυνα, χωρίς να διαθέτει συλλογική στρατηγική, αφήνοντας τον κατακερματισμό να ακυρώνει την ίδια τη δυναμική της. Η Ελλάδα, την ίδια στιγμή, δρομολογεί εξοπλιστικά προγράμματα δυσθεώρητου ύψους 25 δισ. ευρώ, χωρίς ακόμη να έχει αποσαφηνίσει ποια είναι η πραγματική απειλή και ποια η στρατηγική τους σκοπιμότητα.
Αυτό το έλλειμμα σχεδιασμού δεν αντιμετωπίζεται με πύρινες δηλώσεις και κινήσεις εντυπωσιασμού. Η εξωτερική πολιτική απαιτεί στρατηγική ψυχραιμία, διορατικότητα και ρεαλιστική αποτίμηση του περιβάλλοντος. Στην περίπτωση της Τουρκίας, η ανάλυση οφείλει να διαχωρίζει τη ρητορική από την πραγματική πρόθεση. Η Αγκυρα δεν αμφισβητεί την ελληνικότητα των νησιών – τουλάχιστον όχι θεσμικά. Αντιθέτως, εστιάζει σε κυριαρχικά ζητήματα που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες: υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, εναέριο χώρο. Εκεί ακριβώς χρειάζεται να γίνει σαφής ο διαχωρισμός μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων – ένα θεμελιώδες αλλά συχνά παρερμηνευμένο ζήτημα.
Ο τουρκικός επεκτατισμός, άλλωστε, δεν εκφράζεται κυρίως από την πολιτική ηγεσία, αλλά από το ισχυρό «βαθύ κράτος» – το μόνιμο σύστημα εξουσίας, τους απόστρατους στρατηγούς και τους εθνικολαϊκιστές, που λειτουργούν ως αυτόκλητοι γεωπολιτικοί αναλυτές, γαλουχημένοι στον κεμαλικό εθνικισμό. Η ρητορική τους απευθύνεται περισσότερο στο εσωτερικό ακροατήριο παρά στη διεθνή διπλωματία. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν επηρεάζει. Αντί να απαντάμε με εξίσου θορυβώδεις δηλώσεις, χρειάζεται να απαντήσουμε με ουσιαστικές, ευέλικτες και έξυπνες πρωτοβουλίες.
Στην υφαλοκρηπίδα, στην ΑΟΖ και στον εναέριο χώρο χρειάζεται να γίνει σαφής ο διαχωρισμός μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων – ένα θεμελιώδες, αλλά συχνά παρερμηνευμένο ζήτημα.
Η προσέγγιση με την Τουρκία, σε αυτό το πλαίσιο, δεν συνιστά πράξη υποχώρησης. Αντιθέτως, είναι πράξη στρατηγικής ωριμότητας. Οι δύο χώρες έχουν, πέρα από τις διαφορές τους, κοινά συμφέροντα: σταθερότητα στην περιοχή, ενεργειακή συνεργασία, διαχείριση μεταναστευτικών ροών, αντιμετώπιση υβριδικών απειλών.
Δεν είναι αναγκαίο να συμφωνούν σε όλα για να συνεργαστούν σε όσα επιβάλλεται. Και, κυρίως, είναι καιρός να αφαιρεθεί το casus belli από το τραπέζι – ένα απομεινάρι του 1995, που δεν εξυπηρετεί πλέον κανέναν και λειτουργεί ως εμπόδιο στην προσέγγιση και στον διάλογο.
Μέσα σε αυτόν τον επαναπροσδιορισμό, κεντρικό ρόλο διατηρεί το Κυπριακό. Η Κύπρος είναι το φυσικό σημείο σύγκλισης των γεωπολιτικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια αποδεκτή και βιώσιμη λύση δεν θα ευνοήσει μόνο τις δύο κοινότητες στο νησί, αλλά θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στην περιοχή, θα ενισχύσει τη συνεργασία στον τομέα της ενέργειας και θα εδραιώσει ένα νέο πλαίσιο ασφάλειας.
Η εθνική κυριαρχία, λοιπόν, δεν διασφαλίζεται ούτε με παθητικότητα ούτε με συνθηματολογική ρητορεία. Διασφαλίζεται με στρατηγική σκέψη, με επίγνωση της διεθνούς πραγματικότητας και με αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει το παρόν. Σήμερα, η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να καταστεί πυλώνας σταθερότητας, να εμπνεύσει εμπιστοσύνη και να αναβαθμίσει τη θέση της ως σοβαρού και αξιόπιστου συνομιλητή στην ευρύτερη περιοχή.
Το ζητούμενο δεν είναι αν αλλάζει ο κόσμος. Που ούτως ή άλλως αλλάζει. Το ζητούμενο είναι αν θα έχουμε το θάρρος και τη βούληση να αλλάξουμε κι εμείς με στρατηγικό σχέδιο, χωρίς φοβίες και με ισχυρή εθνική αυτοπεποίθηση.
*Ο κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος είναι βουλευτής της Ν.Δ., πρώην Ευρωπαίος επίτροπος.

 
Top