Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Πέρασε τελικά από σαράντα κύματα – αφού και το ίδιο κύματα ελάμβανε ! – μέχρι να ακουστεί για πρώτη φορά στα 1926, ο μαγικός του ήχος στην Αθήνα μας και να καταστεί το αγαπημένο μας ενημερωτικό μέσο και χωρίς βεβαίως την άδεια του Υπουργείου Ναυτικών, που επεβάλλετο παλιά για λόγους ασφαλείας ! Και δικαίως γιατί το ραδιόφωνο έχει μια σπάνια ηθική μαγεία, που συνεγείρει τους ακροατές και τους ταξιδεύει σε μέρη μακρινά και ονειρεμένα. Και έχει ακόμα ξεχωριστή χάρη και γοητεία σαν ενημερωτικό μέσο, διότι ενεργοποιεί όχι μόνο την ακοή, αλλά καλλιεργεί τη φαντασία και αυτή την ίδια την συνείδηση του ανθρώπου, αφού «θέτει σε κίνηση» αυτόχρημα και την κριτική του ικανότητα και σκέψη. Σε αντιδιαστολή με την τηλεόραση που καθιστά παθητικό δέκτη των ειδήσεων τον θεατή και έναν «μαζάνθρωπο», ο οποίος καταναλώνει ενίοτε τα ενημερωτικά σκουπίδια, που οι μηχανισμοί προπαγάνδας του σερβίρουν. Σύνδρομα εξάλλου προς αυτή την κατεύθυνση ήταν τα λόγια του μεγάλου αγγλοούγγρου ευθυμογράφου George Mikes, που σημείωνε στο έργο του «Σοφία για τους άλλους» : «Δώστε μου τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του κόσμου και εκατό ανθρώπους ικανούς στην προπαγάνδα και σε δυο μήνες μπορώ : να κάνω την Ελβετία κομμουνιστική χώρα, να πείσω όλους τους κατοίκους της Ονδούρας να βάψουν τα μαλλιά τους κόκκινα, να πείσω τη δημοκρατία της Κιργκίς της Σοβιετικής Ένωσης να ζητήσει την άδεια να προστεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής» !
Πώς έχει όμως η έλευση και η μαζική εξάπλωση του ραδιοφώνου στην Αθήνα; Στα 1926 λοιπόν σε ένα ταπεινό σπίτι της οδού Αλκαμένους στο κέντρο της Αθήνας, ακούγεται για πρώτη φορά ο μαγικός και πρωτόγνωρος ήχος του ραδιοφώνου. Εκεί κατοικεί κάποιος ονόματι Πέτριτς, διευθυντής της Εταιρείας «Εστάμπλισμάν Ραντιό Ελ Ελ» στην Ελλάδα και διαθέτει μια σπουδαία αλλά άγνωστη συσκευή για την πόλη. Στο σπίτι της Αλκαμένους λοιπόν προσκαλεί φίλους και δημοσιογράφους για μια ακρόαση και με απώτερο βεβαίως σκοπό τις πωλήσεις. Η μαγική συσκευή του «θα πιάσει» έναν σταθμό της Ρώμης, από τον οποίο θα ακούσουν ένα δελτίο ειδήσεων, ένα δελτίο καιρού για την Ιταλία και την Ευρώπη, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες του ιταλικού χρηματιστηρίου, για να ακολουθήσει κάτι πρωτόφαντο για τους τυχερούς εκείνους ακροατές. Ακούουν λοιπόν κλασική μουσική και στην κυριολεξία μαγεύονται από την πρωτόγνωρη εμπειρία. Ο Πέτριτς προσπαθεί να τους εξηγήσει τεχνικά την διαδικασία εκπομπής και λήψης, αλλά ποιος δίνει σημασία σε αυτά. Οι ακροατές είναι προσηλωμένοι ευλαβικά στην «Άιντα» που ακούγεται με περίσεπτους καλλιτέχνες του ιταλικού μελοδράματος και δεν έχουν αυτιά για τεχνικά. Τους εδημιουργείτο η αίσθηση ότι ήταν μέσα στο θέατρο και μετείχαν στην μουσική πανδαισία που άκουγαν. Αυτή η ιδιωτική ραδιοφωνική μετάδοση και δοθέντος ότι μετείχαν και δημοσιογράφοι αποτέλεσε πρώτη είδηση τις επόμενες μέρες στις εφημερίδες, μαζί με τις λεπτομέρειες που την συνόδευαν. Και από αυτή την χρονιά ορόσημο για το ραδιόφωνο στην πόλη το 1926, ξεκινούν και οι διαφημίσεις των αντιπροσώπων ραδιοφωνικών συσκευών. Οι διαφημιστικές καταχωρίσεις των εταιρειών ήταν εμπνευσμένες και θελκτικές, αφού «καλούσαν» τους Αθηναίους, μέσα από το σαλόνι τους και την θαλπωρή της ζεστασιάς τους, να παρακολουθήσουν μια εξαίρετη μουσική παράσταση, αποκτώντας έναν «δέκτη ραδιοσυναυλιών».
www.panosavramopoulos.blogspot.gr
Πέρασε τελικά από σαράντα κύματα – αφού και το ίδιο κύματα ελάμβανε ! – μέχρι να ακουστεί για πρώτη φορά στα 1926, ο μαγικός του ήχος στην Αθήνα μας και να καταστεί το αγαπημένο μας ενημερωτικό μέσο και χωρίς βεβαίως την άδεια του Υπουργείου Ναυτικών, που επεβάλλετο παλιά για λόγους ασφαλείας ! Και δικαίως γιατί το ραδιόφωνο έχει μια σπάνια ηθική μαγεία, που συνεγείρει τους ακροατές και τους ταξιδεύει σε μέρη μακρινά και ονειρεμένα. Και έχει ακόμα ξεχωριστή χάρη και γοητεία σαν ενημερωτικό μέσο, διότι ενεργοποιεί όχι μόνο την ακοή, αλλά καλλιεργεί τη φαντασία και αυτή την ίδια την συνείδηση του ανθρώπου, αφού «θέτει σε κίνηση» αυτόχρημα και την κριτική του ικανότητα και σκέψη. Σε αντιδιαστολή με την τηλεόραση που καθιστά παθητικό δέκτη των ειδήσεων τον θεατή και έναν «μαζάνθρωπο», ο οποίος καταναλώνει ενίοτε τα ενημερωτικά σκουπίδια, που οι μηχανισμοί προπαγάνδας του σερβίρουν. Σύνδρομα εξάλλου προς αυτή την κατεύθυνση ήταν τα λόγια του μεγάλου αγγλοούγγρου ευθυμογράφου George Mikes, που σημείωνε στο έργο του «Σοφία για τους άλλους» : «Δώστε μου τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του κόσμου και εκατό ανθρώπους ικανούς στην προπαγάνδα και σε δυο μήνες μπορώ : να κάνω την Ελβετία κομμουνιστική χώρα, να πείσω όλους τους κατοίκους της Ονδούρας να βάψουν τα μαλλιά τους κόκκινα, να πείσω τη δημοκρατία της Κιργκίς της Σοβιετικής Ένωσης να ζητήσει την άδεια να προστεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής» !
Πώς έχει όμως η έλευση και η μαζική εξάπλωση του ραδιοφώνου στην Αθήνα; Στα 1926 λοιπόν σε ένα ταπεινό σπίτι της οδού Αλκαμένους στο κέντρο της Αθήνας, ακούγεται για πρώτη φορά ο μαγικός και πρωτόγνωρος ήχος του ραδιοφώνου. Εκεί κατοικεί κάποιος ονόματι Πέτριτς, διευθυντής της Εταιρείας «Εστάμπλισμάν Ραντιό Ελ Ελ» στην Ελλάδα και διαθέτει μια σπουδαία αλλά άγνωστη συσκευή για την πόλη. Στο σπίτι της Αλκαμένους λοιπόν προσκαλεί φίλους και δημοσιογράφους για μια ακρόαση και με απώτερο βεβαίως σκοπό τις πωλήσεις. Η μαγική συσκευή του «θα πιάσει» έναν σταθμό της Ρώμης, από τον οποίο θα ακούσουν ένα δελτίο ειδήσεων, ένα δελτίο καιρού για την Ιταλία και την Ευρώπη, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες του ιταλικού χρηματιστηρίου, για να ακολουθήσει κάτι πρωτόφαντο για τους τυχερούς εκείνους ακροατές. Ακούουν λοιπόν κλασική μουσική και στην κυριολεξία μαγεύονται από την πρωτόγνωρη εμπειρία. Ο Πέτριτς προσπαθεί να τους εξηγήσει τεχνικά την διαδικασία εκπομπής και λήψης, αλλά ποιος δίνει σημασία σε αυτά. Οι ακροατές είναι προσηλωμένοι ευλαβικά στην «Άιντα» που ακούγεται με περίσεπτους καλλιτέχνες του ιταλικού μελοδράματος και δεν έχουν αυτιά για τεχνικά. Τους εδημιουργείτο η αίσθηση ότι ήταν μέσα στο θέατρο και μετείχαν στην μουσική πανδαισία που άκουγαν. Αυτή η ιδιωτική ραδιοφωνική μετάδοση και δοθέντος ότι μετείχαν και δημοσιογράφοι αποτέλεσε πρώτη είδηση τις επόμενες μέρες στις εφημερίδες, μαζί με τις λεπτομέρειες που την συνόδευαν. Και από αυτή την χρονιά ορόσημο για το ραδιόφωνο στην πόλη το 1926, ξεκινούν και οι διαφημίσεις των αντιπροσώπων ραδιοφωνικών συσκευών. Οι διαφημιστικές καταχωρίσεις των εταιρειών ήταν εμπνευσμένες και θελκτικές, αφού «καλούσαν» τους Αθηναίους, μέσα από το σαλόνι τους και την θαλπωρή της ζεστασιάς τους, να παρακολουθήσουν μια εξαίρετη μουσική παράσταση, αποκτώντας έναν «δέκτη ραδιοσυναυλιών».
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν οι πωλήσεις των ραδιοφώνων, αυξάνονται σημαντικά, δοθέντος, ότι οι συσκευές έγιναν αφενός μεν πιο απλές και πιο φθηνές, αφετέρου το ενδιαφέρον του κόσμου μετατοπίστηκε ,στο ότι πλέον ένας κάτοχος ραδιοφώνου μπορούσε να παρακολουθεί περισσότερους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Τα πρώτα ραδιόφωνα που κυκλοφόρησαν και με σχετικά χαμηλή τιμή, είχαν μικρή δυνατότητα λήψης, πιάνοντας κατά βάση τον σταθμό του Μπάρι της Ιταλίας, ο ποίος τα χρόνια εκείνα εξέπεμπε εκπομπή ειδικά για την Ελλάδα. Προϊόντος του χρόνου όμως κυκλοφορούσαν συσκευές, με μεγαλύτερη ακτίνα λήψης. Αλλά ας πάμε ένα βήμα πιο πέρα, για να δούμε και τις προσπάθειες ραδιοφωνικής εκπομπής, δηλαδή την ίδρυση ραδιοφωνικού σταθμού. Το πρώτο εγχείρημα έγινε το 1923 στην περιοχή του Βοτανικού και στις υποδομές της διοίκησης ραδιοφωνίας του Υπουργείου Ναυτικών. Αλλά με επιτυχία η προσπάθεια θα στεφθεί στην Θεσσαλονίκη το 1928, οπότε και ιδρύεται ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός από τον Χρήστο Τσιγγιρίδη. Εξέπεμπε στην Μακεδονία, δοθέντος ότι η έδρα του ήταν στην νύμφη του Βορρά. Μάλιστα στα 1929 οι ακροατές ακούουν εκπομπή στα ελληνικά για πρώτη φορά από έναν σταθμό του Κάτοβιτς της Πολωνίας. Και τούτο διότι ένας καθηγητής Πολωνός των ελληνικών, είχε δημιουργήσει μια εβδομαδιαία ελληνική εκπομπή. Όμως τις εξελίξεις στην ραδιοφωνία παρακολουθεί άγρυπνα και η Αθήνα. Έτσι στις 14 Ιανουαρίου 1930 λαμβάνει χώρα διάλεξη από τους λάτρεις του ασυρμάτου στον «Παρνασσό», με την ταυτόχρονη εκπομπή, από πομπό που είχε τοποθετηθεί στον β΄ όροφο του κτιρίου. Ένα χρόνο ενωρίτερα εξάλλου, είχε γίνει ένας διεθνής διαγωνισμός, για την δημιουργία ραδιοφωνικού σταθμού στην Αθήνα. Ωστόσο οι πολυπλόκαμες γραφειοκρατικές διαδικασίες και οι αλλεπάλληλες εναλλαγές κυβερνήσεων, δεν είχαν καρποδοτήσει. Με αποτέλεσμα τελικά ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός στην Αθήνα, να εκπέμψει για πρώτη φορά, στις 25 Μαρτίου του 1938. Μέρα μάλλον σημαδιακή, επάνω στην επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας. Ωστόσο και παρόλη την τάση που άρχισε να διαφαίνεται για την μείωση της τιμής της ραδιοφωνικής συσκευής και σε όλη βεβαίως την Ευρώπη, στα 1926 που αυτή κάνει στην Ελλάδα τις πρωτόλειες εμφανίσεις της, η τιμή ενός «δέκτη συναυλιών», όπως ονόμαζαν οι εταιρείες τα ραδιόφωνα, ήταν πολύ υψηλή. Κυμαίνονταν στις 20.000 δρχ – όσο η τιμή αγοράς μιας οικίας ! - επιπροσθέτως για να προμηθευτεί κάποιος ένα ραδιόφωνο, έπρεπε να λάβει ειδική άδεια από το Υπουργείο Ναυτικών, προφανώς για λόφους εθνικής ασφαλείας. Δεν μπορούσε δηλαδή ο οιοσδήποτε απλά να πάει σε μιαν αντιπροσωπεία και να πάρει ένα ραδιόφωνο. Αλλά πως ήταν στην κατασκευαστική τους δομή εκείνες οι πρώτες συσκευές; Συνίσταντο σε ένα τετράγωνο κιβώτιο που έμοιαζε με βαλίτσα, το οποίο είχε ένα μεγάφωνο και ένα πλαίσιο περιμετρικά, γύρω από το οποίο ήταν περιελιγμένο ένα σύρμα και μια σειρά από δυο μπαταρίες.
Προκειμένου τώρα να μειωθεί το κόστος τους, η τότε κυβέρνηση είχε κινηθεί στην εισαγωγή «κίτ» μηχανισμών ραδιοφώνου, που μπορούσε κάποιος με στοιχειώδες ηλεκτρολογικές γνώσεις, να τα συναρμολογήσει μόνος του και να αποφύγει έτσι το δυσβάσταχτο κόστος της έτοιμης συσκευής. Από αυτά τα κίτ εισήγε στα 1931 ο Σπύρος Παπασπύρου, στην αντιπροσωπεία του στην Αθήνα επί της οδού Σταδίου 15. Η τιμή τους ήταν στις 1975 δρχ, μακράν φθηνότερη από ένα «έτοιμο» ράδιο. Το κύριο συστατικό των ερασιτεχνικών ραδιοφώνων, ήταν ο γαληνίτης, που στα πρώτα βήματα της ραδιοφωνίας τον αποκαλούσαν «κρυσταλλικό φωρατή». Η δε βελόνα που έρχονταν σε επαφή με τον γαληνίτη, για να αναζητηθεί το κατάλληλο σημείο επαφής, ήταν ορειχάλκινη. Ενώ οι μπαταρίες που χρησιμοποιούνταν τότε στα ραδιόφωνα, ήταν ξηρές ή υγρές και γενικός προμηθευτής τους στην Αθήνα, την δεκαετία του ’30, ήταν ο Μιχάλης Τζιβόγλου, επί της οδού Χαλκοκονδύλη 11α. Σε αυτή την δεκαετία του ’30, έχουν αρχίσει δειλά – δειλά να εξαπλώνονται στην Αθήνα, οι πρώτες αντιπροσωπείες εισαγωγής ραδιοφώνων. Από τις πιο χαρακτηριστικές ήταν οι : «Αμέρικαν στόρ» Ακαδημίας 45, «Σάμπα» Πειραιώς 7, «Ράδιο Ελ Ελ» Σταδίου 15, «Ασδάμ Ράδιο» Πατησίων 22, «Αμέρικαν Ράδιο Σοπ» Κοραή 5, «Νόρα Ράδιο» Βερανζέρου 16, καθώς και η γνωστή πάντα «Φίλιπς» Ράδιο». Αυτή ήταν η ιστορία της έλευσης του ραδιοφώνου στην Αθήνα μας, που έμελλε να αλλάξει τη ζωή μας και να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητάς μας. Το μέσο που μας ξεκουράζει, μας ανατείνει με την γλυκύτητα των ραδιοκυμάτων του, μας μεταφέρει στα πιο απίστευτα μέρη του κόσμου, ενημερώνοντάς μας για τεκταινόμενα στην ανθρωπότητα, αλλά μας πληροφορεί ενίοτε και για τα πιο θλιβερά γεγονότα. Γιατί έτσι απλά είναι τα ανθρώπινα !
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίωνwww.panosavramopoulos.blogspot.gr