Το γεγονός ότι οι πιστώτριες τράπεζες άναψαν το πράσινο φως για προνομιακή δανειοδότηση 360 εκατ. ευρώ ώστε η Σκλαβενίτης να σηκώσει το βάρος της εξυγίανσης απορροφώντας ουσιαστικά την χρεοκοπημένη αλυσίδα, είναι ένα κρίσιμο βήμα, αλλά όχι το καθοριστικό.
Του Βασίλη Γεώργα
Στον λιγοστό χρόνο που απομένει μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου (πιθανόν στις 28/9) που σύμφωνα με νομικές πηγές θα γίνει το δικαστήριο για την επικύρωση ή μη της υπαγωγής της Μαρινόπουλος στο άρθρο 106 θ του Πτωχευτικού Κώδικα, πρέπει να αντιμετωπιστούν πολύ σημαντικές εκκρεμότητες και να ληφθούν σκληρές αποφάσεις από όλες τις πλευρές, ειδικά από τους χιλιάδες προμηθευτές των οποίων οι οφειλές θα κουρευτούν σε ποσοστό άνω του 50%.
Κυρίως, όμως, πρέπει να σταθμιστούν υπεύθυνα οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις –με βάση τις οποίες άλλωστε θα κληθεί να αποφασίσει και το δικαστήριο- ώστε να απαντηθεί ξεκάθαρα το ερώτημα από όλους τους εμπλεκόμενους αν πράγματι αξίζει να διασωθεί δια της εξαγοράς της η μεγάλη αλυσίδα, ή θα πρέπει να αφεθεί να καταρρεύσει ολοσχερώς και δια της «αυτορρύθμισης», να αναλάβει η αγορά τον διαμοιρασμό των ιματίων της.
Παρότι είναι εμφανές από την πρώτη στιγμή πως για πολιτικούς, μικροπολιτικούς, και κοινωνικούς λόγους, η πλάστιγγα πιέζεται προς την πλευράς της «διάσωσης με κάθε θυσία», το εγχείρημα είναι τόσο πολύπλοκο και τα συμφέροντα της αγοράς τόσο αντικρουόμενα, ώστε οι πιθανότητες μιας συμφωνίας δεν θεωρείται ότι ξεπερνούν το 50%, ενώ εκείνες μιας μελλοντικής επιτυχίας θεωρούνται ακόμη πιο αδύναμες.
Τα υπέρ και τα κατά
Αν επρόκειτο για μια διαφορετική επιχείρηση, το βέβαιον είναι πως θα είχε αφεθεί να χρεοκοπήσει όπως έγινε όλα αυτά τα χρόνια με εκατοντάδες χιλιάδες άλλες εταιρείες που έπεσαν θύματα της κρίσης και της κακοδιαχείρισης. Όμως η Μαρινόπουλος είναι μια επιχείρηση η οποία έχει «συστημικά» χαρακτηριστικά τα οποία δεν μπορεί να αγνοηθούν ή να υποβαθμιστούν από κανέναν, ενώ παράλληλα λόγω του μεγέθους της στην πανελλήνια αγορά δεν παύει να λογίζεται ως ένα φιλέτο μεγάλης αξίας για όποιον εξασφαλίσει συμφέροντες όρους να την αποκτήσει.
Ο αριθμός των περίπου 11.000 εργαζόμενων στα περίπου 500 ιδιόκτητα και franchise καταστήματα της αλυσίδας είναι πολύ μεγάλος για να μην ληφθεί υπόψη. Ακόμη και αν πολλοί από αυτούς δεν απορροφηθούν στο νέο σχήμα μετά το κλείσιμο ή την πώληση καταστημάτων ή υποστούν αλλαγές στους όρους των εργασιακών σχέσεων, το σχέδιο της Σκλαβενίτης φαίνεται να αποτελεί την καλύτερη δυνατή εξέλιξη.
Όμως η μεγαλύτερη ανησυχία πηγάζει από το επαπειλούμενο ντόμινο που μπορεί να προκληθεί στην οικονομία εξαιτίας των χρεών προς τους περίπου 2.000 μικρότερους και μεγαλύτερους προμηθευτές της Μαρινόπουλος και τις δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας που απειλούνται έμμεσα, από το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας.
Στην προκειμένη περίπτωση τα δάνεια των τραπεζών είναι το μικρότερο κομμάτι του προβλήματος καθώς αντιστοιχούν σε περίπου 200 εκατ. ευρώ σε σύνολο χρεών άνω των 1,3 δισ. ευρώ. Η πραγματική βόμβα βρισκόταν εξ’ αρχής τοποθετημένη στα χρέη προς τους προμηθευτές και τις ακάλυπτες επιταγές που κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά, αθροίζοντας ένα τεράστιο ποσό άνω των 720 εκατ. ευρώ. Τα χρήματα αυτά είναι ανείσπρακτος τζίρος που έχουν πλέον διαχυθεί σε όλη την αλυσίδα της παραγωγής και του εμπορίου ενώ πολλά από αυτά έχουν επιστρέψει πίσω στις τράπεζες ως εγγυήσεις για δάνεια των εταιρειών τα οποία με τη σειρά τους πρέπει να ρυθμιστούν.
Η επόμενη μέρα ενός deal με τον Σκλαβενίτη, θα είναι πραγματική κόλαση για πολλούς προμηθευτές, εργαζόμενους και συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Από τη στιγμή που προχωρήσει το σχέδιο για κούρεμα 50% στα χρέη όσων έχουν λαμβάνειν πάνω από 100.000 ευρώ, οι συνέπειες θα είναι δραματικές καθώς θεωρείται βέβαιο πως αρκετές επιχειρήσεις θα πέσουν μέσα στη μαύρη τρύπα των 350 εκατ. ευρώ που θα ανοίξει στην αγορά. Προφανώς, όμως, θα είναι λιγότερο δραματικές από το να χαθούν οριστικά όλα τα χρήματα που οφείλονται και να χρεοκοπήσουν περισσότερες επιχειρήσεις.
Με τα σημερινά δεδομένα ο τελευταίος λόγος για το αν προχωρήσει ή όχι η συμφωνία εξυγίανσης με τον Σκλαβενίτη, ανήκει κατά βάση στους προμηθευτές που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των (ανέγγυων) πιστωτών της Μαρινόπουλος. Οι τράπεζες έχουν το 15% των χρεών και φέρουν τις μεγαλύτερες εξασφαλίσεις, οι προμηθευτές το 55%, ενώ το υπόλοιπο μοιράζεται σε ιδιοκτήτες ακινήτων, Δημόσιο, εταιρείες συμφερόντων της οικογένειας Μαρινόπουλου, εργαζόμενους κλπ. Είναι προφανές πως η απόφαση των προμηθευτών και ειδικά των μεγαλύτερων εταιρειών που υποστηρίζουν το deal με τον Σκλαβενίτη, είναι κλειδί προκειμένου να συγκεντρωθεί η σύμφωνη του 60% των πιστωτών όπως προβλέπει ο Πτωχευτικός Κώδικας.
Οι ανταγωνιστές
Δεν θέλουν όλοι να «διασωθεί» η Μαρινόπουλος. Όχι τουλάχιστον με τον τρόπο που επιχειρείται. Οι ανταγωνιστές της μέχρι πρότινος μεγαλύτερης σε τζίρο αλυσίδας ζυγίζουν τα υπέρ και τα κατά, αλλά υποστηρίζουν πως διάσωση με κούρεμα προμηθευτών στο μισό και νέα τραπεζικά δάνεια με τόσο προνομιακούς όρους (επιτόκιο 1,5%), συνιστά νόθευση του ανταγωνισμού. Βλέπουν επίσης πως από εκεί που η αγορά «άδειαζε» από τον ισχυρότερο παίκτη και δημιουργούσε ευκαιρίες επέκτασης για τους ίδιους, τώρα δημιουργείται ένας ακόμη μεγαλύτερος στο όνομα του ομίλου Σκλαβενίτη ο οποίος με μεγάλο ρίσκο αλλά με συγκριτικά μικρό κόστος θα γίνει ο ισχυρότερος παίκτης πανελλαδικά. Τα επιχειρήματά τους έχουν βάση. Όπως βάση έχει και η άποψη πως το μήνυμα που περνά στην αγορά μέσα από αυτή τη διαδικασία είναι πως αν είσαι μεγάλος μπορείς να χρεοκοπήσεις και να σε σώσει το κράτος, οι τράπεζες και οι φορολογούμενοι.
Έχουν και οι ίδιοι προβλήματα, αλλά κούρεμα προμηθευτών δεν έγινε ούτε στο deal σωτηρίας της Βερόπουλος. Είναι πιθανό κάποιοι, όμως, να εκμεταλλευτούν τη συγκεκριμένη συμφωνία για να αλλάξουν τους όρους με τους προμηθευτές τους. Ήδη όπου υπάρχουν κοινοί προμηθευτές πιέζονται να μην συναινέσουν στο κούρεμα.
Δεν αποκλείεται κάποιοι από τους ανταγωνιστές της Μαρινόπουλος να επιχειρήσουν να δημιουργήσουν προσκόμματα στη συμφωνία, να προσφύγουν στις αρχές Ανταγωνισμού όταν κατατεθεί επίσημα το σχέδιο εξυγίανσης, ή να επιχειρήσουν επιβάλλουν αλλαγές στους όρους της. Οι κινήσεις τους θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από δευτερεύοντα «προνόμια» που θα τους δοθούν, όπως η δυνατότητα να αποκτήσουν καταστήματα της Μαρινόπουλος σε ανταγωνιστικές περιοχές από εκείνα τα οποία θα κριθεί ότι δεν «χωρούν» στη συμφωνία.
Το μέγεθος της Σκλαβενίτης
Το στοίχημα «διάσωσης» της Μαρινόπουλος στηρίζεται στην υπόθεση ότι η εξαγορά της από τον Σκλαβενίτη, θα λύσει και δεν θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα. Το αν θα πετύχει ή όχι το deal, θα το γνωρίζουμε σε μερικά χρόνια από τώρα. Είναι εύλογες, όμως, σήμερα οι ανησυχίες που προκύπτουν από το ρίσκο μελλοντικής ενοποίησης και διαχείρισης δύο τόσο μεγάλων επιχειρήσεων. Για να είμαστε ειλικρινείς στην ουσία δεν μιλάμε για διάσωση της Μαρινόπουλος, αλλά για απότομη μεγέθυνση της εταιρείας Σκλαβενίτης η οποία θα κατεβάσει τα σήματα της χρεοκοπημένης εταιρείας από τα καταστήματα Μαρινόπουλος για να βάλει τα δικά της και να μετατραπεί έτσι στον «εθνικό πρωταθλητή» της αγοράς των σούπερ μάρκετ με παρουσία σε όλη την Ελλάδα.
Αν καταφέρει να πετύχει τον στόχο για τζίρο 1-1,2 δισ. ευρώ μέσω της πρώην Μαρινόπουλος και τον προσθέσει στα 1,74 δισ. ευρώ που πραγματοποίησε η ίδια πέρυσι με τη βοήθεια των Makro και της Χαλκιαδάκης, θα μιλάμε για έναν όμιλο με ενοποιημένες πωλήσεις κοντά στα 3 δις. ευρώ, σχεδόν 50% πάνω από την δεύτερη αλυσίδα της αγοράς ΑΒ Βασιλόπουλο (1,94 δις. ευρώ το 2015). Ο τζίρος, όμως, δεν συνεπάγεται αυτομάτως κερδοφορία, και εκεί θα παιχτεί το στοίχημα επιβίωσης, για οποίο εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις στη σημερινή συγκυρία, παρά το επιτυχημένο track record της Σκλαβενίτης η οποία πέρυσι έκλεισε τη χρονιά με καθαρά κέρδη 25,6 εκατ. ευρώ.
Η άλλη πηγή προβληματισμού έχει να κάνει με τις υψηλές υποχρεώσεις που θα βαρύνουν τον όμιλο Σκλαβενίτη μετά την απόκτηση της Μαρινόπουλος. Η Σκλαβενίτης χρωστά σήμερα στις τράπεζες περίπου 318 εκατ. ευρώ και άλλα 444 εκατ. ευρώ στους προμηθευτές της, ενώ το σύνολο των υποχρεώσεών της ανέρχεται σε 812,5 εκατ. ευρώ. Σε αυτά θα προστεθούν τα περίπου 1 δις. ευρώ των υποχρεώσεων της Μαρινόπουλος μετά το κούρεμα των προμηθευτών, τα 360 εκατ. ευρώ του πρόσθετου δανεισμού που συμφωνούν να παράσχουν οι τράπεζες στη νέα εταιρεία προκειμένου να αποπληρωθούν μερικώς οι προμηθευτές, και πιθανόν ένα μέρος από τα 125 εκατ. ευρώ που προβλέπεται ότι θα βάλει ο όμιλος ως ίδια συμμετοχή, εφόσον προέλθει από νέο δανεισμό. Πρόκειται για έναν όγκο υποχρεώσεων αντίστοιχο με το βάρος υπό το οποίο κατέρρευσε η Μαρινόπουλος, αλλά με τη διαφορά ότι θα είναι καλύτερα ρυθμισμένος και η εξυπηρέτησή του θα βασίζεται σε έναν πολύ μεγαλύτερο εκτιμώμενο τζίρο.
Δεν είναι εύκολο να πει κανείς τι πρέπει να γίνει στην περίπτωση της Μαρινόπουλος. Δεν μιλάμε φυσικά για το σκέλος της διερεύνησης και της απόδοσης ευθυνών για το πώς έφτασε η κατάσταση στο απροχώρητο, που είναι απαραίτητο να γίνει.
Αναφερόμαστε στην επόμενη μέρα. Είναι δεδομένο ότι από τη στιγμή που το σχέδιο υλοποιηθεί, θα αλλοιωθεί ο ανταγωνισμός στο λιανεμπόριο, πολλές εταιρείες-προμηθευτές θα πληγούν ενδεχομένως ανεπανόρθωτα και το αποτυχημένο μοντέλο του παρελθόντος όπου χρεοκοπημένες επιχειρήσεις διασώζονται εις βάρος άλλων, θα αναπαραγάγει για μια ακόμη φορά τον εαυτό του.
Όλοι, όμως, αντιλαμβάνονται ότι αν δεν προχωρήσει, η αγορά θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα κραχ που θα έχει οδυνηρές συνέπειες για την οικονομία. Αν επίσης το σχέδιο υλοποιηθεί και αποτύχει, το πρόβλημα θα επιστρέψει με πολλαπλάσια δυναμική τα επόμενα χρόνια λόγω της γιγάντωσης της Σκλαβενίτης.
Γεγονός είναι, όμως, πως στη σημερινή συγκυρία και με το χρόνο να λιγοστεύει, δεν έχουμε την πολυτέλεια να πούμε αν πρέπει ή δεν πρέπει να «σωθεί» η Μαρινόπουλος. Μόνο να ευχηθούμε ότι όσοι εμπλέκονται σε αυτή την ιστορία, ξέρουν καλά τι κάνουν.
Πηγή