Του ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΑΚΙΟΛ
Όταν ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν επισκέφθηκε την ‘Αγκυρα στις 25 Αυγούστου με σκοπό τη βελτίωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, που είχαν επιδεινωθεί μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, προέβη σε μια ενδιαφέρουσα αναλογία.
Αφού επισκέφθηκε τα ερείπια του Κοινοβουλίου, συνέκρινε το τραύμα της Τουρκίας με την εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών μετά την 11η Σεπτεμβρίου. «Σκεφτείτε τι ψυχολογικές συνέπειες θα είχαν υπάρξει για τον αμερικανικό λαό αν το αεροπλάνο που συνετρίβη στην Πενσιλβάνια είχε πέσει στο Καπιτώλιο», είπε.
Ορισμένοι Αμερικανοί δυσφόρησαν με την αναλογία αυτή, κατηγορώντας τον Μπάιντεν ότι χρησιμοποίησε τα θύματα της 11ης Σεπτεμβρίου για πολιτικούς σκοπούς. Στην πραγματικότητα, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος είχε δίκιο. Οι νεκροί σ΄ εκείνη την περίπτωση ήταν βέβαια δέκα φορές περισσότεροι από εκείνους στην Τουρκία. Όπως ακριβώς συνέβη με τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους, όμως, η απόπειρα πραξικοπήματος ήταν η μεγαλύτερη επίθεση εναντίον του τουρκικού έθνους εδώ και δεκαετίες. Όπως και τότε, το τουρκικό κράτος έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να εξουδετερώσει την απειλή.
Όπως και σ΄ εκείνη την περίπτωση, όμως, έτσι και τώρα υπάρχει σοβαρός κίνδυνος μιας ασύμμετρης αντίδρασης.
Γιατί η απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία αποτέλεσε μια τόσο τραυματική εμπειρία; Οι Τούρκοι έχουν ζήσει τουλάχιστον τέσσερα πραξικοπήματα στο παρελθόν, ποτέ όμως το Κοινοβούλιό τους δεν είχε βομβαρδιστεί, ποτέ ο Πρόεδρός τους δεν είχε γλιτώσει από εκτέλεση, ποτέ οι συμπατριώτες τους δεν είχαν σκοτωθεί από αξιωματικούς ή συντριβεί από τανκς. Η απόπειρα πραξικοπήματος ήταν ένα σοκ, κι ας λένε οι συνωμοσιολόγοι -όπως έλεγαν και στην Αμερική μετά τις 11/9- ότι όλη η επιχείρηση ήταν στημένη.
Υπάρχουν κι άλλες ομοιότητες με την 11/9. Και στις δύο περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις δήλωσαν ότι οι δράστες δεν ήταν απλοί εγκληματίες, αλλά μέλη μιας ευρύτερης τρομοκρατικής οργάνωσης. Για τις ΗΠΑ, ήταν η αλ-Κάιντα. Για την Τουρκία, είναι το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν. Εδώ, όμως, υπάρχει μια διαφορά που καθιστά την κατάσταση ιδιαίτερα περίπλοκη. Η αλ-Κάιντα είναι μια βίαιη οργάνωση που έχει κηρύξει τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Γκιουλενιστές δηλώνουν ακριβώς το αντίθετο: ένα μετριοπαθές κίνημα που κηρύσσει την ειρήνη, την αγάπη και την ανεκτικότητα.
Παρ΄ όλα αυτά, οι έρευνες που έχουν κάνει δημοσιογράφοι -οι περισσότεροι από τους οποίους διάκεινται αρνητικά προς τον Πρόεδρο Ερντογάν- δείχνουν ότι το ορατό κομμάτι της αυτοκρατορίας του Γκιουλέν δεν είναι παρά ένα μέρος της ιστορίας. Το άλλο μέρος είναι η διείσδυση που έχει ξεκινήσει εδώ και σαράντα χρόνια σε βασικούς θεσμούς του κράτους, όπως ο στρατός, το δικαστικό σύστημα και η αστυνομία. Κρύβοντας τις ιδεολογικές τους θέσεις, και χρησιμοποιώντας παράνομες τακτικές, οι γκιουλενιστές έχουν δημιουργήσει ένα «κράτος εν κράτει» το οποίο ευθύνεται για ένα κυνήγι μαγισσών εναντίον των εχθρών του και, απ΄ ό,τι φαίνεται, για την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου.
Αυτός είναι ο λόγος που ο πόλεμος της Τουρκίας κατά του τρόμου δεν διεξάγεται στα βουνά του Αφγανιστάν, αλλά στις σκοτεινές γωνιές της τουρκικής γραφειοκρατίας. Αυτός είναι ο λόγος που έχει επισπευστεί η «απο-γκιουλενοποίηση» του κράτους. Πρόκειται για μια θεμιτή απάντηση στη λειτουργία ενός εγκληματικού δικτύου στο εσωτερικό του κράτους. Μια απάντηση, όμως, που αν ξεφύγει από τα όρια μπορεί να εξελιχθεί σε ένα άλλο κυνήγι μαγισσών.
Τον τελευταίο μήνα, έχουν χάσει τη δουλειά τους πάνω από 80.000 δημόσιοι υπάλληλοι και έχουν συλληφθεί πάνω από 20.000 άνθρωποι. Πολλοί από αυτούς είναι πιθανότατα αθώοι, οι οποίοι δεν μπορούν καν να συμβουλευτούν δικηγόρο. Και είναι πιθανό να μείνουν για χρόνια στη φυλακή στη βάση απλών υποψιών -όπως ακριβώς συνέβη με πολλούς από τους έγκλειστους στο Γκουαντάναμο.
Οι καταγγελίες ανθρωπιστικών οργανώσεων για βασανιστήρια είναι ακόμη πιο δυσάρεστες. Πολλοί Τούρκοι αγνοούν αυτές τις καταγγελίες, όπως και πολλοί Αμερικανοί αγνοούσαν τις καταγγελίες για κακοποιήσεις κρατουμένων στο Γκουαντάναμο.
Αλλά και στην εξωτερική πολιτική ο Ερντογάν φαίνεται να έχει υιοθετήσει μια στρατηγική ανάλογη μ΄ εκείνη του Τζορτζ Μπους μετά την 11/9: ή είστε μαζί μας ή εναντίον μας. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στην τρομοκρατική οργάνωση του Γκιουλέν και την Τουρκία», είπε.
Αυτό που θα καθορίσει το μέλλον της Τουρκίας είναι η απάντηση σε ένα θεμελιώδες ερώτημα: είναι η κυβέρνηση απλώς αποφασισμένη να εξουδετερώσει έναν σαφή κίνδυνο ή θα χρησιμοποιήσει αυτόν τον κίνδυνο ως πρόσχημα για έναν ευρύτερο πολιτικό σχεδιασμό; Πολλοί πιστεύουν ότι μετά την 11/9 οι ΗΠΑ επέλεξαν το δεύτερο, καταλαμβάνοντας όχι μόνο το Αφγανιστάν, που φιλοξενούσε την αλ-Κάιντα, αλλά και το Ιράκ.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, το ερώτημα είναι αν ο Ερντογάν και οι υποστηρικτές του θα επικεντρωθούν απλώς στην γκιουλενική απειλή ή θα εκμεταλλευτούν την κρίση για να εξουδετερώσουν όλους τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
ΠΗΓΗ: Αl-Monitor-ΑΠΕ
(*) Ο Μουσταφά Ακιόλ είναι αρθρογράφος του Αl-Monitor, της Χουριέτ, ενώ συνεργάζεται σε μηνιαία βάση και με τους New York Times
Πηγή