
Manos Lambrakis
Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου, το Δημοτικό Συμβούλιο Αθηναίων ενέκρινε —με συνοπτικές διαδικασίες, με το θέμα χαμηλά στην ημερήσια διάταξη και με εμφανή την πρόθεση της δημοτικής αρχής να αποφύγει κάθε δημόσιο θόρυβο— την εκμίσθωση του Αναπαυτηρίου Πικιώνη σε ιδιωτικό φορέα μέσω πλειοδοτικής δημοπρασίας, υιοθετώντας τον τεχνικό χαρακτηρισμό «τουριστικό περίπτερο» ως διαχειριστικό εργαλείο αποδέσμευσης του έργου από το αρχιτεκτονικό και πολιτισμικό του βάρος.
Ο Πικιώνης όμως δεν σχεδίασε ποτέ «τουριστικά περίπτερα» ούτε αναψυκτήρια υπό τη σημερινή λογική της επιμελημένης κατανάλωσης. Επινόησε τόπους παύσης, στιγμές αστικής νηφαλιότητας, όπου η ύλη συναντά την αργή όραση και ο περιπατητής επαναπροσδιορίζει τη σχέση του με τη γη και το τοπίο.
Το Αναπαυτήριο δεν είναι κτίσμα, αλλά μορφοπλαστική χειρονομία: ένα δίδαγμα αισθητικής παιδείας, ένας μεταβατικός χώρος ανάμεσα στον λόφο και τον ουρανό, μια ύλη που επενδύει στο μη εμπορεύσιμο.
Ο υποβιβασμός αυτού του νοήματος στον σημερινό όρο «τουριστικό περίπτερο» δεν είναι απλή γλωσσική ανεπάρκεια, αποτελεί απόπειρα να ενταχθεί το μνημείο στη διοικητική γραμματική μιας πόλης που αντιλαμβάνεται την κληρονομιά της μόνο μέσα από το πρίσμα της εμπορικής αποδοτικότητας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η δημοτική πρακτική αντιμετωπίζει πλέον τα πολιτιστικά μνημεία ως ακίνητα προς αξιοποίηση και τους δημόσιους χώρους ως ευκαιρίες για επενδυτική μεσιτεία.
Η «πράσινη τέντα» στον Λυκαβηττό λειτουργεί ως ακριβής μεταφορά αυτής της παθολογίας: ένας τόπος θέασης, φυσικής απλότητας και συλλογικής μνήμης μετασχηματίστηκε σε επιφάνεια άτυπης εμπορευματοποίησης, μια πληγή που στέκει ως υπόμνηση ότι η πόλη αντιμετωπίζει την ίδια της την τοπογραφία ως διαφημιστικό υπόβαθρο.
Τα παραχωρητήρια δεν αποτελούν σύμπτωμα εκσυγχρονισμού. Αποτελούν στρατηγική σταδιακής ιδιωτικής περίφραξης του κοινόχρηστου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αισθητική και ανθρωπολογική σκέψη του Πικιώνη φαντάζει σχεδόν ανατρεπτική: η δική του πόλη δεν ήταν προϊόν προς πώληση, αλλά παιδευτικό συμβάν.
Το επιχείρημα ότι «ο ιδιώτης θα το φροντίσει καλύτερα» αναπαράγει το μόνιμο τέχνασμα μιας νεοφιλελεύθερης διαχείρισης που ταυτίζει την ποιότητα με την εμπορική πρόσοδο.
Αν ο Δήμος ενδιαφερόταν πραγματικά για τον χαρακτήρα του Αναπαυτηρίου, θα διασφάλιζε πρωτίστως ανώτατο όριο τιμών, πλήρη διατίμηση των προϊόντων, προστασία της πρόσβασης όλων των πολιτών — και όχι τη μετατροπή του σε τόπο επιλεκτικής κατανάλωσης, όπου η αξία του πολίτη αποτιμάται βάσει της δυνατότητάς του να «αντέξει» το ταμείο.
Ο χώρος παραχωρείται, πράγματι, σε ιδιώτες, αλλά παραχωρείται κυρίως στους λίγους. Το μήνυμα είναι σαφές: ο δημόσιος χώρος καθίσταται πολυτέλεια, όχι κοινό δικαίωμα.
Ο στοχασμός του Πικιώνη υπήρξε πάντοτε εκ διαμέτρου αντίθετος με τέτοιες πρακτικές.
Η αρχιτεκτονική του αναστέλλει τη βιομηχανική ταχύτητα της νεωτερικότητας και εγκαθιστά έναν ανθρωποκεντρικό ρυθμό: ο περιπατητής δεν καταναλώνει, συλλογίζεται.
Η ύλη δεν εκτίθεται προς πώληση, αλλά γίνεται μέσο εσωτερικής πειθαρχίας.
Όταν η δημοτική πολιτική μετατρέπει τις δημιουργίες του σε επιχειρηματικές προσόψεις, διαπράττει όχι απλώς πολιτισμική κακοποίηση, αλλά ακυρώνει την παιδαγωγική πρόθεση του έργου του. Η «αναβάθμιση» που διαφημίζεται δεν είναι αναβάθμιση, είναι μεταμφίεση της αγοράς σε πολιτισμό.
Η ιδιωτικοποίηση δημοσίων σημείων αναψυχής μπορεί να ενταχθεί —υπό αυστηρούς όρους— σε ένα μοντέλο αστικής λειτουργικότητας.
Εκεί όπου καταρρέει πλήρως είναι όταν απουσιάζει κάθε πρόνοια κοινωνικής ισοτιμίας.
Σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, τέτοιες εκμισθώσεις συνοδεύονται από κανόνες τιμολόγησης, υποχρέωση δωρεάν χρήσης, αξιοποίηση του χώρου για πολιτιστικά δρώμενα, διάλογο με τους κατοίκους.
Εδώ, η υιοθέτηση του «ευρωπαϊκού παραδείγματος» περιορίζεται στον λόγο και όχι στην πράξη: παραμένει μια ελληνική απόδοση της επιχειρηματικής αισθητικής, αποκομμένη από το ευρωπαϊκό πνεύμα της δημοκρατικής πρόσβασης.
Η Αθήνα επιμένει να ανασυντάσσει τον δημόσιο χώρο ως πεδίο ταξικού φιλτραρίσματος.
Επομένως, το ζήτημα του Αναπαυτηρίου Πικιώνη δεν αφορά μόνο μία μίσθωση αλλά την αυτοαντίληψη της πόλης: ποιον υπηρετεί, πώς αυτοπροσδιορίζεται, ποια πολιτική φιλοσοφία ενσωματώνει.
Η Αθήνα φαίνεται να εγκαταλείπει την ιδέα του κοινού προς όφελος μιας λογικής που μετατρέπει κάθε μνημείο σε «ευκαιρία αξιοποίησης».
Και σε αυτό το νέο αστικό αφήγημα, όπου η αγορά εμφανίζεται ως ο απόλυτος ρυθμιστής της πολιτισμικής αξίας, ο Πικιώνης αναδεικνύεται —παραδόξως— ως η πιο σύγχρονη αντιπρόταση: ένας αρχιτέκτονας που μας υπενθυμίζει ότι η πόλη υπάρχει μόνο όταν δεν ανήκει σε κανέναν.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η ειρωνεία: η Αθήνα δεν προδίδει το Αναπαυτήριο.
Προδίδει τον ίδιο της τον εαυτό.