ads by Google


Manos Lambrakis
Η εκλογή του Ζόραν Μαμντάμι στη δημαρχία της Νέας Υόρκης αποτελεί μια από εκείνες τις σπάνιες στιγμές όπου η πολιτική αφήγηση αλλάζει κατεύθυνση χωρίς να χρειάζεται να το ανακοινώσει.
Η πόλη που για δεκαετίες υπήρξε το σύμβολο της οικονομικής ανισότητας, της αισθητικής του κέρδους και της ηγεμονίας των ισχυρών, μετασχηματίζεται ξαφνικά σε τόπο μιας άλλης υπόσχεσης: της συλλογικής ζωής ως μορφής φροντίδας.
Το εκλογικό αποτέλεσμα, αντί να αποτυπώνει μια μετατόπιση ισορροπιών, αποκαλύπτει ένα βαθύτερο ρεύμα: την κόπωση από τη βία της αγοράς, τη δυσπιστία απέναντι στη ρητορική του φόβου και την ανάγκη για ένα νέο ήθος συμμετοχής. Μέσα σε αυτό το ρεύμα ο Μαμντάμι αναδύεται όχι ως ηγέτης ενός κόμματος, αλλά ως μεταφραστής ενός αισθήματος, ως φωνή μιας πόλης που επιθυμεί να ξαναμιλήσει στον εαυτό της με λόγια απλά και ανθρώπινα.
Το γεγονός ότι ένας μουσουλμάνος γιος μεταναστών, που έμαθε την πολιτική από τις γειτονιές και όχι από τις αίθουσες των ιδρυμάτων, κατακτά τη δημαρχία της μητρόπολης του δυτικού καπιταλισμού, ανατρέπει τις ίδιες τις προϋποθέσεις του αμερικανικού μύθου. Ο χώρος της εξουσίας, που είχε οικοδομηθεί πάνω στη ρητορική του «ισχυρού άνδρα» και του ατομικού επιτεύγματος, ανοίγεται στην εμπειρία του ευάλωτου, στην προτεραιότητα της κοινότητας έναντι της ιδιοτέλειας.
Στον αντίποδα του τραμπικού παραδείγματος, που ανέδειξε τον κυνισμό ως πολιτικό ρεαλισμό και τη χυδαιότητα ως ειλικρίνεια, ο λόγος του Μαμντάμι αρθρώνεται σαν πράξη συμφιλίωσης ανάμεσα στην καθημερινή κόπωση και τη συλλογική ελπίδα. Εκεί όπου ο Τραμπ επένδυσε στην οργή, ο Μαμντάμι θεμελιώνει τη συνείδηση, εκεί όπου ο πρώτος υποσχέθηκε επιστροφή στη φαντασίωση της ισχύος, ο δεύτερος αναγνωρίζει τη δύναμη του κοινού πόνου.
Η Νέα Υόρκη, κέντρο του νεοφιλελεύθερου πολιτισμού, δείχνει να ανακαλύπτει έναν νέο τρόπο να κατανοεί την πρόοδο, όχι ως συσσώρευση αλλά ως φροντίδα. Η γλώσσα του νέου δημάρχου, ήρεμη, εσωτερική, σχεδόν ποιητική, μετατρέπει την πολιτική σε μορφή ακρόασης.
Το κοινό δεν χειροκροτεί απλώς, αλλά αναπνέει μαζί του, σαν να αναγνωρίζει για πρώτη φορά ότι η ελευθερία δεν είναι προνόμιο, αλλά μορφή αμοιβαίας εξάρτησης. Έτσι διαμορφώνεται μια νέα πολιτική γεωμετρία, στην οποία η αδυναμία δεν είναι έλλειμμα αλλά πεδίο σχέσης, και η αγάπη δεν είναι συναίσθημα αλλά συλλογική ευθύνη. Μέσα σε αυτή τη σιωπηρή μετατόπιση, η πόλη παύει να είναι σύνολο συμφερόντων και γίνεται κοινό σώμα.
Για τον μουσουλμανικό κόσμο, η στιγμή αυτή αποκτά μια διάσταση που υπερβαίνει το αμερικανικό πλαίσιο. Η εικόνα ενός μουσουλμάνου δημάρχου στην καρδιά της Δύσης λειτουργεί ως αντιστροφή δεκαετιών καχυποψίας, ως πράξη αποκατάστασης μιας αξιοπρέπειας που υπήρξε συστηματικά παραμορφωμένη.
Ο Μαμντάμι δεν επιδεικνύει την πίστη του. Την ενσωματώνει στον τρόπο που ορίζει τη δικαιοσύνη, τη φροντίδα, την κοινότητα. Το Ισλάμ εδώ δεν εμφανίζεται ως ταυτότητα που χρειάζεται υπεράσπιση, αλλά ως πηγή ενός παγκόσμιου ανθρωπισμού, ως μνήμη ενός πολιτισμού που έμαθε να ζει μέσα στη διαφορά και να την μετατρέπει σε πνευματικό πλούτο.
Ένας μουσουλμάνος στο δημαρχείο της Νέας Υόρκης δεν είναι μια απλή νίκη διαφορετικότητας· είναι η αποδοχή ότι ο πλουραλισμός μπορεί να γίνει οικουμενικός χωρίς να είναι αφελής, ότι το πολιτικό μέλλον της Δύσης δεν μπορεί πια να στέκει απέναντι στον μουσουλμανικό κόσμο, αλλά μόνο μαζί του.
Στον αντίποδα της υστερικής εθνικής καθαρότητας που εκφράζει ο τραμπισμός, το όραμα του Μαμντάμι ανοίγει μια ηθική της συμβίωσης. Δεν ζητά να καταργηθεί η διαφορά, αλλά να φωτιστεί η κοινή συνθήκη της ευθραυστότητας. Οι εργάτες, οι μετανάστες, οι queer, οι φτωχοί, οι ηλικιωμένοι γίνονται οι καθρέφτες ενός συλλογικού προσώπου που αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στον άλλον.
Η πόλη παύει να είναι μηχανισμός διαχείρισης και μετατρέπεται σε ζωντανό εργαστήριο κοινωνικής φαντασίας, όπου οι θεσμοί αποκτούν ξανά το πρωταρχικό τους νόημα: να μεταμορφώνουν τη φροντίδα σε συνήθεια και τη συνήθεια σε αξία.
Η νίκη αυτή δεν περιορίζεται σε μια εκλογική εναλλαγή· λειτουργεί ως πνευματική ανύψωση μιας πολιτικής που είχε εξαντληθεί στη ρητορική της δύναμης. Η Νέα Υόρκη, που υπήρξε το θέατρο της πτώσης των πύργων και της ανασφάλειας που ακολούθησε, γίνεται τώρα σκηνή της αναγέννησης του κοινού ονείρου. Η φράση «η αγάπη θα είναι πολιτική πράξη» συμπυκνώνει τη μετάβαση από τον φόβο στη φροντίδα, από την άμυνα στη δημιουργία.
Στο βάθος αυτής της φράσης διακρίνεται η σπάνια υπόσχεση ότι ίσως η πολιτική μπορεί ακόμη να σωθεί —όχι μέσω της εξουσίας, αλλά μέσω της συμπόνιας. Και αυτή η μετατόπιση, γεννημένη μέσα στην καρδιά του δυτικού καπιταλισμού, απλώνει το φως της πέρα από τα σύνορα, σαν να θυμίζει ότι, όποτε η ιστορία φτάνει σε αδιέξοδο, ένας άνθρωπος, μια πόλη, μια λέξη αρκούν για να ξαναρχίσει.
 
Top