Ανέκαθεν η συνταγή της επιτυχίας για τα κόμματα εξουσίας όπως η ΝΔ ήταν η αμφίπλευρη διεύρυνση. Για πρώτη φορά επί Κυριάκου Μητσοτάκη αυτό αντιστρέφεται και παίρνει το χαρακτήρα αμφίπλευρης συρρίκνωσης καθώς εκτός από την ακατάσχετη αιμορραγία προς τα δεξιά βρίσκεται πλέον μπροστά στην απειλή να χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και στο χώρο του κέντρου που έως τώρα θεωρούνταν προνομιακός για το κυβερνών κόμμα.
Την ώρα μάλιστα που φωνές τόσο από το εξωτερικό όπως του νομπελίστα Τζόζεφ Στίγκλιτς, ότι “η τρόικα ρήμαξε τη χώρα” όσο και από το εσωτερικό όπως του Μιχ. Σάλλα ότι «η Ελλάδα σήμερα υστερεί ακόμα και από χώρες που μέχρι το 1989 ανήκαν στο Ανατολικό μπλοκ” κρούουν ουσιαστικά τον κώδωνα για την οιονεί νέα χρεοκοπία, τα σύννεφα που συσσωρεύονται στον πολιτικό και τον οικονομικό ορίζοντα για την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη γίνονται ολοένα πιο βαριά.Στη σκιά όλων αυτών στο μεταξύ, σύμφωνα με πληροφορίες της «κυριακάτικης δημοκρατίας» στο Μέγαρο Μαξίμου γίνονται και δεύτερες αναγνώσεις μετά από την ολοκλήρωση των εσωκομματικών εκλογών στο ΠΑΣΟΚ την περασμένη Κυριακή. Αν και η -αναμενόμενη από τους περισσότερους- επικράτηση του Νίκου Ανδρουλάκη επέτρεψε να βγουν προς στιγμήν στεναγμοί ανακούφισης στο πρωθυπουργικό επιτελείο, σε σχέση π.χ. με το ενδεχόμενο να περνούσε στον δεύτερο γύρο ο Π. Γερουλάνος και να κέρδιζε, η πραγματικότητα είναι ότι σιγά σιγά αρχίζουν να κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα. Αυτό δεν οφείλεται βεβαίως σε κάποια ιδιαίτερα ηγετικά χαρίσματα του κ. Ανδρουλάκη (που έδειξε, από την περασμένη τριετία, ότι δεν διαθέτει) αλλά ο κίνδυνος να ζοριστεί ο κ. Μητσοτάκης ακόμη και από μια πολιτική μετριότητα όπως η δική του εκλαμβάνεται πλέον ως υπαρκτός. Δεν είναι άλλωστε μόνο το ΠΑΣΟΚ αλλά ολόκληρη η πολιτική γεωγραφία που αλλάζει συνυπολογίζοντας και τις διαλυτικές εξελίξεις στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και τα κενά που δημιουργούν.
Μάλιστα αν και δημοσίως ο κ. Μητσοτάκης έστρεψε τα βέλη του “στους υπερπατριώτες της φακής”επιχειρώντας με απόγνωση να στεγανοποιήσει τη δεξιά δεξαμενή, έχει τώρα και το κρυφό άγχος για τις διαρροές από την κεντρώα δεξαμενή της ΝΔ. Γι' αυτό και όπως αναφέρουν οι ίδιες πληροφορίες στο Μέγαρο Μαξίμου καταστρώνονται τα πρώτα σχέδια επί χάρτου για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής.
Η ιδιαιτερότητα της συγκυρίας είναι ότι ο κ. Ανδρουλάκης, όσο και αν θεωρείται ελεγχόμενων αποδόσεων, έχει απομείνει μόνος να πρωταγωνιστεί στο πεδίο της κεντροαριστεράς αφού η Κουμουνδούρου έχει μπει σε μακρά και εξευτελιστική πορεία αποσύνθεσης με απαξιωμένο ένθεν κακείθεν το πολιτικό της προσωπικό ενώ δεν κατάφερε να αναδειχθεί, ούτε στις πρόσφατες ευρωεκλογές, άλλη ηγεσία ή σχήμα στο χώρο αυτό ικανό να επιβιώσει.
Μοιραία επομένως, όπως επισημαίνουν και οι εκλογικοί ερευνητές, η όποια φθορά της κυβέρνησης από την πλευρά του κέντρου θα μετατοπίζεται σε αυτή τη νέα φάση -ελλείψει άλλου υποδοχέα- είτε προς το ΠΑΣΟΚ, είτε προς την αποχή και την αδράνεια εν αναμονή των κοινωνικών και εκλογικών ανακατατάξεων. Μέχρι να ξεκαθαριστεί επίσης το τοπίο στον σπαρασσόμενο (και υπό νέα διάσπαση) ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Ανδρουλάκης αναμένεται ότι θα έχει και τη στήριξη άλλων κέντρων εξουσίας και επιρροής.
Ήδη στις πρώτες δημοσκοπήσεις ύστερα από την επανεκλογή του, το ΠΑΣΟΚ εμφανίζει κέρδη 2,5 ποσοστιαίων μονάδων που μπορεί να μην είναι θεαματικά αλλά πρέπει να συνδυαστούν και με τις υπόλοιπες παραμέτρους ενός έτσι κι αλλιώς μίζερου και παρηκμασμένου κομματικού σκηνικού. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαϋλώνεται υποχωρώντας συνεχώς ενώ η ΝΔ, παρά τις επικοινωνιακές ενέσεις και τις επανειλημμένες προσπάθειες επανεκκίνησης του τελευταίου τετραμήνου παραμένει καθηλωμένη στα επίπεδα του 26,5%, χαμηλότερα κι από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Και βεβαίως το προβάδισμα των 12 μονάδων που κατά την GPO διατηρεί, είναι το μικρότερο που έχει υπάρξει ποτέ, με την ψαλίδα να κλείνει διαρκώς έναντι ακόμη και των ευρωεκλογών του περασμένου Ιουνίου. Μόνο που τώρα σταθερά δεύτερο κόμμα εμφανίζεται το ΠΑΣΟΚ με την τάση να δείχνει έστω και συγκρατημένα ανοδική.
Με δεδομένο ότι ο πήχης μπαίνει πιο ψηλά και για τον ίδιον, ο κ. Ανδρουλάκης θα θεάται πλέον στην Βουλή ως “αξιωματική αντιπολίτευση” και ο κ. Μητσοτάκης θα χρειαστεί να τον αντιμετωπίζει έτσι. Αυτό υποχρεώνει αμφότερους να αναπροσαρμόσουν την τακτική και ενδεχομένως τη στρατηγική τους. Έτσι για τον κ. Ανδρουλάκη πολλά θα κριθούν και από το πώς θα αξιοποιήσει στην πρώτη γραμμή τους συνυποψήφιους του και κυρίως Γερουλάνο και Διαμαντοπούλου που απέδειξαν ότι έχουν σημαντική εκλογική διείσδυση στον ενδιάμεσο με τη ΝΔ χώρο. Από την άλλη πλευρά ενδεικτικό της αγωνίας που καταλαμβάνει την κυβερνητική ηγεσία είναι ότι αναζητά ήδη τα όπλα με τα οποία θα δώσει υπό τις νέες συνθήκες τη “μάχη του κέντρου” και θα προσπαθήσει να στριμώξει ή και να απωθήσει τον επανεκλεγέντα πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.
Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθεί μεταξύ άλλων και το προβαλλόμενο ως μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο για τις βελτιώσεις στην λειτουργία του ΑΣΕΠ και την επιτάχυνση των προσλήψεων στο δημόσιο, ενόψει της εισαγωγής του οποίου προς ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής τις αμέσως επόμενες ημέρες το ΠΑΣΟΚ μετεωρίζεται και δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη εάν θα το υπερψηφίσει ή θα το καταψηφίσει. Επίσης ένα δυνατό crash test πρόκειται να γίνει λίαν προσεχώς με αφορμή την τοποθέτηση του νέου Συνηγόρου του Πολίτη που εκκρεμεί από το προηγούμενο διάστημα λόγω της αυξημένης πλειοψηφίας που απαιτείται στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Η κυβερνητική παράταξη έχει προτείνει σε αντικατάσταση του Ανδρέα Ποτάκη τον καθηγητή Δημήτρη Σωτηρόπουλο για τον οποίο εκτός από τον εσωτερικό διχασμό στον ΣΥΡΙΖΑ είχε τηρήσει αρνητική στάση και το ΠΑΣΟΚ. Όμως ο κ. Σωτηρόπουλος εκτός από στέλεχος του ΕΛΙΑΜΕΠ με σημιτικές καταβολές ανήκει και στον κύκλο των πολιτικών φίλων της Άννας Διαμαντοπούλου η οποία πλέον έχει μπει με 19,5% στο “μετοχικό κεφάλαιο” του ΠΑΣΟΚ με όποια συνεπακόλουθα διλήμματα δημιουργούνται.
Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι σε αυτή τη νέα μάχη για την κυριαρχία του κέντρου ο κ. Μητσοτάκης αντιμετωπίζει και μεγάλη “λειψανδρία” σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Ενώ από το 2019 και μετά προχώρησε σε μια συστηματική “πασοκοποίηση” της ΝΔ με στελέχη ειδικά της σημιτικής διακυβέρνησης, τα περισσότερα εξ αυτών έχουν εξαντλήσει την πολιτική χρησιμότητά τους. Από τον Α. Σκέρτσο και την Λ. Μενδώνη, τον Γ. Φλωρίδη και τον Τ. Θεοδωρικάκο μέχρι τον Κ. Πιερρακάκη και τον Θ. Λιβάνιο, οι υπουργοί που σηματοδότησαν από πλευράς του κ. Μητσοτάκη την ιδεολογικοπολιτική μετάλλαξη της ΝΔ θεωρούνται πλέον καμένα χαρτιά για τα καινούργια οχυρωματικά έργα που πρέπει να στήσει μπροστά στην αμφίπλευρη πλέον συρρίκνωση της. Και τέλος πολλοί υποστηρίζουν ότι τα νέα δεδομένα θα επηρεάσουν και την αναζήτηση του υποψήφιου για την προεδρία της Δημοκρατίας σε μια προσπάθεια να απλώνεται η αποδοχή του και πέραν των στενών ορίων της ΝΔ.
Ανδρέας Καψαμπέλης