Βαρέθηκα να γράφω για την πολιτική της κυβέρνησης που είναι σκατά, όπως όλων των κυβερνήσεων και έγραψα μια έκθεση καθ' υπαγόρευσιν της κόρης μου.

Σήμερα ξύπνησα στις 5.30 γιατί η μαμά μου ήθελε να κάνει τσίσα της επειδή πίνει πολύ νερό. Γι αυτό ξύπνησα. Να της κάνω παρέα. Ο μπαμπάς είπε στη μαμά «που πας;» που δεν ξέρω τι πάει να πει και μετά γύρισε και έκανε χρρρρ φσσσ πολλές φορές. Εγώ έγλειψα το πόδι μου και μάσησα κάτι τρίχες που είχανε κολλήσει και με ενοχλούσαν. Μετά πήδησα με τα πόδια μου και τράβαγα τη πιτζάμα της μαμάς γιατί ήθελα χάδια και αυτή είπε «κάτω» και της πήρα την παντόφλα να την μασήσω γιατί με πονάνε τα δόντια μου. Μετά η μαμά, πήρε την παντόφλα και είπε «αυτή είναι δικιά μου» και εγώ πήρα μια κάλτσα του μπαμπά και μάσαγα γιατί μ’ αρέσει να μασάω. Φτιάχνομαι. Δώσε μου κάτι να μυρίζει πόδι και θα κάτσω ήσυχη και πέντε ολόκληρα λεπτά, που είναι πολύ.

Μετά η μαμά πήγε στο μέρος που είναι το φαΐ μου και το λένε κουζίνα, που είναι άγνωστη λέξη. Όταν γύρισε άφησε στο τραπέζι που σκαρφαλώνω με τα πόδια μου, ένα πράγμα που το λένε ποτήρι και άμα το ρίξεις κάτω κάνει πολύ ωραίο θόρυβο και μ’ αρέσει. Μετά όλοι φωνάζουνε πολύ και εγώ πάω στο κρεβάτι μου σκεπάζω με το πόδι τα μάτια μου και κοιτάζω από κάτω. Κρυφά. Γιατί είμαι πονηρή. Και ο μπαμπάς λέει «άσε τα κόλπα τα δικά σου, τσούλα» που δεν ξέρω τι είναι και δεν μ’ ενδιαφέρει. Ανέβηκα κι εγώ στο τραπέζι που φτάνω και ήπια από ένα ζουμί ίδιο χρώμα με τις τρίχες μου, που η μαμά λέει στον μπαμπά πως είναι φραπέ, που δεν ξέρω τι πάει να πει.

Κρυφά ήπια, αλλά η μαμά με είδε και με μάλωσε φωνάζοντας «Μήήήήήήήήήήήήήήήήή!!!!». «Μήήήήήήήήήήήήήήήήή!!!!» είναι κάτι που δεν του δίνουμε σημασία και μετά χοροπηδάμε σαν κατσίκια χαρούμενες γύρω - γύρω, ενώ η μαμά πιάνει το κεφάλι της και τραβάει τις τρίχες της και κλαίει. Μετά κατουράμε. Κατουράμε σε ένα πράγμα μαλακό που το λένε χαλί και μετά κυλιόμαστε απάνω του και μετά από λίγο τα τσίσα μου δε φαίνονται, αλλά η μαμά που έχει τέσσερα μάτια, είδε τα τσίσα μου αμέσως και είπε θυμωσιακά «τώρα θα δεις» που είναι πολύ κακό πράγμα και δεν κάνει να το λέμε και πήγε και έσπρωξε το μπαμπά στο κρεβάτι, που είπε «τι έγινε πάλι;» και έτριβε τα μάτια του και η μαμά είπε «πάρε την κόρη σου. Δεν την αντέχω. Ήπιε φραπέ. Μετά κατούρησε στο χαλί».

«Γαμώ τον πατέρα της» είπε ο μπαμπάς μου και κάθισε στο κρεβάτι. Εγώ σάλταρα τότε, και τον έγλειψα στη μούρη γιατί τον αγαπάω. Είναι καλός μπαμπάς. Μετά ήθελα να του βγάλω με το πόδι μου το δεξί του μάτι, γιατί όποτε παίζω και μασάω χαρτιά, που τα κάνω κομματάκια για να τα έχουμε να τα ρίχνουμε στις απόκριες στο μέρος που λέει γραφείο του, που δεν ξέρω τι είναι, αλλά μυρίζει τσιγάρο μπαμπά και νομίζω ότι δε με βλέπει, αυτός με το μάτι του με βλέπει και δε μ’ αφήνει. Και είπε στη μαμά κρυφά αλλά εγώ τον άκουσα, «ξέρεις τι έκανε χτες; Έτρωγε τις αποδείξεις της εφορίας». Αυτό δεν ξέρω τι είναι, αλλά η μαμά είπε «να μάθεις να κλείνεις την πόρτα».

Ο μπαμπάς δεν ήθελε να του βγάλω το μάτι και εγώ τον ξαναέγλειψα για να κάτσει ήσυχος και να του το ρουφήξω. Αλλά δεν με άφησε. Ούτε τη μύτη του με αφήνει να του τη δαγκώσω. Κακώς! Δεν ξέρει τι χάνει. Θα μετανοιώσει κάποια στιγμή που δε μ’ αφήνει να του τη δαγκώσω και θα παρακαλάει, αλλά τότε θα είναι αργά. Έκατσα τότε κι εγώ ανάσκελα για να με χαϊδέψει στην κοιλιά που μ’ αρέσει και με χάϊδεψε στην κοιλίτσα μου και τον δάγκωνα στο χέρι και για να με ξεγελάσει μου έβαλε στο στόμα ένα κόκκαλο, αλλά εγώ που είμαι έξυπνη το έφτυσα και του ξαναδάγκωσα το χέρι. Και είπε τότε «Αααααααα!!!» που σημαίνει πως φχαριστήθηκε. Και τον ξαναδάγκωσα. Και δεν είπε «Αααααααα!!!» αλλά είπε κάτι περίεργο που δεν το έπιασα ακριβώς. Κάτι σαν «μη μωρή πουτάνα». Όλο λέει αυτός, διάφορα. Εγώ αδιαφορώ. Δεν αξίζει τον κόπο να τον ακούς. Είναι γκρινιάρης. Χαϊδεύει όμως ωραία.

Μετά έφαγα και τούρλωσε η κοιλιά μου και βγήκα στο μπαλκόνι που είναι ψηλά και βλέπεις και έφαγα κάτι πράσινα που η μαμά τα λέει «φυτά» γιατί ήθελα χόρτα σαλάτα. Χωρίς χόρτα σαλάτα δεν χέζεις εύκολα. Έφαγα λοιπόν και έχεσα. Το μπαλκόνι είναι που χέζουμε. Αυτό είναι το μπαλκόνι. Που χέζουμε. Mετά έφαγα και δυόσμο από της μαμάς για να μυρίζει ωραία το στόμα μου. Άλλες φορές τρώω δεντρολίβανο ή λεβάντα, αλλά σαν τον δυόσμο δεν είναι. Μετά κοιμήθηκα. Ο μπαμπάς και η μαμά όχι.

Είδα ένα ωραίο όνειρο. Είδα μια γάτα, μεγάλη σαν εγώ και την έπιασα λέει από το σβέρκο και την τίναζα πέρα δώθε γιατί είχε σκόνες. Έτσι κάνει η μαμά μου άμα κάτι έχει σκόνες. Μετά η γάτα δε μίλαγε. Καθόλου. Ούτε νιάου ούτε τίποτα. Και είχα ησυχία, γιατί τα νιάου είναι ξένη γλώσσα και με ενοχλεί και η γάτα δεν είχε σκόνες και μετά δε θυμάμαι. Και μετά ξύπνησα, γιατί άκουσα την αλυσίδα που πάει να πει, «πάμε έξω» από εκεί που μένω και φιλοξενώ το μπαμπά και τη μαμά. Και μου έβαλε την αλυσίδα ο μπαμπάς μου και κατεβήκαμε στο χώμα από τις σκάλες.

Σκάλες είναι που έχει σκαλιά και κατεβαίνεις. Αυτό είναι σκάλες. Κατάλαβες; Κατάλαβες. Αυτό είναι σκάλες. Σκάλες είναι όμως και που ανεβαίνεις. Μετά. Μετά ανεβαίνεις. Κατάλαβες τι είναι σκάλες; Εύκολο είναι. Όταν ανεβαίνεις είναι σκάλες, όταν κατεβαίνεις είναι σκάλες. Εγώ το κατάλαβα. Και περπατήσαμε στο χώμα και πήγαμε μακριά. Σ’ άλλη γη. Σ’ άλλα μέρη. Που δεν τα ήξερα. Και είδα μεγάλα πράσινα μέρη πολλά. Μπορεί και δύο. Και κίτρινα είδα που τα λένε χαμομήλι. Και τα μύρισα ένα ένα, όλα και τα έφαγα. Και ο μπαμπάς τράβαγε την αλυσίδα αλλά εγώ τα έφαγα. Για να μάθει. Και μετά είχε και λακκούβες με νερό και λάσπες και μπήκα σε όλες. Και περάσαμε έναν δρόμο με πολλά αυτοκίνητα σαν του μπαμπά αλλά όχι τέτοια. Άλλα. Με ρόδες όμως. Σαν του μπαμπά. Αλλά όχι σαν του μπαμπά. Και ο μπαμπάς δεν με άφηνε να τρέξω να τα μυρίσω, γιατί είπε «θα σε πατήσουν ρε μαλακισμένο» που είναι αρχαία ελληνικά. Και πέρασε και μια μηχανή και επάνω ήτανε ένας βλάκας και έκανε φασαρία και τον γάβγισα γιατί είναι κακός. Και βλάκας. Και.

Και πήγαμε σε ένα μέρος που ο μπαμπάς λέει καφέ, αλλά δεν είναι καφέ σαν τα δέντρα. Τα δέντρα είναι καφέ και τα κατουράμε. Άμα τα κατουράμε μεγαλώνουν. Γι αυτό τα κατουράμε. Δεν είναι σαν χαλί όμως. Το χαλί είναι καλύτερο για να κατουράς. Αυτό είναι τα δέντρα που είναι καφέ και δεν είναι χαλί. Εκεί που πήγαμε όμως και το λένε καφέ δεν είχε δέντρα που είναι καφέ. Είχε καρέκλες και ο μπαμπάς έκατσε και όταν ήρθε μια γυναίκα που δεν έμοιαζε στη μαμά, άλλη γυναίκα, είπε «έναν μακιάτο και ένα τόστ παρακαλώ» και η άλλη γυναίκα έφυγε. Και εγώ της γάβγισα γιατί είναι υποχρέωσίς μου και για να κάνει γρήγορα.

Και μετά η γυναίκα ήρθε και μου έφερε το τόστ μου και ένα μικρό που το λένε φλυτζανάκι και ο μπαμπάς το έβαλε στο στόμα του και είπε «Αααχ» της ευχαριστήσεως και άναψε τσιγάρο και διάβασε εφημερίδα. Εφημερίδα είναι που η μαμά λέει «όλο με την πολιτική ασχολείσαι» και ο μπαμπάς λέει «τα πάντα είναι πολιτική. Όλα εξαρτώνται από την πολιτική». Και μετά του λέει αυτή «καλά. Πλύνε τώρα τα πιάτα και μετά άπλωσε το πλυντήριο» και αυτός λέει «και αυτό είναι πολιτική στάση. Έχε χάρη που είμαι φεμινίστριος» και τα πλένει!

Πολιτική δεν καταλαβαίνω τι είναι. Ο μπαμπάς φαίνεται ότι ξέρει. Θα τον ρωτήσω να μάθω. Μάλλον είναι πλύνε τα πιάτα που δεν ξέρω τι είναι. Επειδή μέχρι εκείνη τη στιγμή ο μπαμπάς ήτανε καλός, του άφησα και μια γωνίτσα τοστ. Την ήθελα, αλλά τον αγαπάω και θυσιάζομαι για δαύτον. Και με χάιδεψε και είπε «μπράβο. Καλό κορίτσι». Με εκτιμάει. Και την έφαγε ο πεινάλας. Τη γωνίτσα μου. Και μετά έβγαλε από την τσέπη του και άφησε στο τραπέζι κάτι μικρά που τα λένε λεφτά και με σήκωσε που είχα ξαπλώσει στον ήλιο και γυρίσαμε πίσω. Και εγώ έτρεχα κι αυτός έλεγε «σιγά ρε», «σιγά ρε», που πάει να πει «σιγά ρε» και με τράβαγε. Και τράβαγα και εγώ και νίκησε γιατί είναι μεγάλος. Άμα μεγαλώσω όμως θα του δείξω. Και σταμάτησα και έχεσα και ο μπαμπάς τα μάζεψε σε μια σακούλα που παίρνει μαζί του όποτε τον πάω βόλτα και είπε σ’ εμένα εμπιστευτικά, «το ξέρεις πως είσαι βρωμιάρα;» και γάβγισα για να του πω πως συμφωνώ.

Και πήγαμε σπίτι μου και ανεβήκαμε τις σκάλες και μπήκαμε και ήπια νερό γιατί είχα κορακιάσει και έφαγα πολύ φαΐ και βγήκα στο μπαλκόνι και έφαγα μια μέλισσα. Και η μαμά κοιμότανε. Και πήγα στο γραφείο του μπαμπά και τρίφτηκα πάνω του και αυτός είπε «αγάπη μου. Ομορφιά μου εσύ. Τρυφερούλα μου» και έβγαλε κάτι μικρά κοκά να μου δώσει που μ’ αρέσουνε. Και εγώ δεν ήθελα. Και παραξενεύτηκε. Και μετά έβαλε τις φωνές ταραγμένος.

«Μαρίνα, Μαρίνα - έτσι λένε τη μαμά - το σκυλί έχει αφρούς». Και μου σκούπισε το στόμα, και ήρθε και η μαμά και με είδε και είπε στο μπαμπά «το γιατρό γρήγορα». Και ο μπαμπάς πήρε τηλέφωνο το γιατρό που είναι φίλος του και τον λένε Μπάμπη και είναι καλός και με χαϊδεύει και παλιά κολυμπάγανε μαζί με το μπαμπά και εκείνος του έδωσε το τηλέφωνο ενός άλλου γιατρού που είναι φίλος του και του μπαμπά, που είναι καλός και αυτός και έκανα τα εμβόλιά μου πριν καιρό και είδε και τα αυτιά μου και δεν πόναγα μ’ αυτόν καθόλου, ενώ πριν πόναγα. Και αυτός μπορούσε γιατί ο Μπάμπης δε μπορούσε και ο μπαμπάς πήρε τηλέφωνο και εγώ κλαψούριζα γιατί πόναγα και έπεσα χάμω και ο μπαμπάς μου μου έλεγε «μη μου πάθεις τίποτα γιατί θα σε σκοτώσω» και έκλαιγα και είχα σάλια.

Και κατεβήκαμε τις σκάλες και πήγαμε στον γιατρό με το αυτοκίνητο και νύσταζα και ο μπαμπάς όλο έλεγε «πως είναι;» και η μαμά έλεγε «βογκάει» και ήρθε ο γιατρός και είπε «μήπως έφαγε καμιά κάμπια;». «Όχι». «Μήπως αυτό; Μήπως εκείνο;» «Όχι!» «Για να δούμε». Και ήθελα να τους πω ότι έφαγα μια μέλισσα αλλά δεν καταλαβαίνανε γιατί είναι βλάκες ρε παιδί μου. Μεγάλοι άνθρωποι και είναι τελείως βλάκες. Και ο γιατρός με κοίταξε και είπε «έχει πρηστεί το στόμα της». Και μου άνοιξε το στόμα ο οδοντογιατρός και κοίταξε μέσα και είπε στο μπαμπά «βλέπεις αυτό στη γλώσσα της;» «Είναι κεντρί από μέλισσα. Μια στιγμή να φέρω το τσιμπιδάκι».

Και το έφερε και μου έβγαλε το κεντρί και ήθελα να τον φιλήσω που ζωντάνεψα και δεν πόναγα. Και ο μπαμπάς και η μαμά χαρήκανε που ζωντάνεψα και τους δάγκωνα και είπανε «χίλια ευχαριστώ» στον γιατρό και του δώσαμε λεφτά και χαιρετίσαμε και φύγαμε. Και πήγαμε βόλτα σε κάτι χόρτα και μ’ άρεσε και κυλιόμουνα στα γρασίδια. Και μετά πήγαμε για καφέ σε ένα άλλο μέρος. Και ο μπαμπάς είπε «μου ήρθε κόλπος όταν την είδα με αφρούς. Αυτή θα με στείλει πριν την ώρα μου».

Και μετά μου έδωσε ένας κύριος σαλάμι γιατί είδε που είμαι καλή και μου άρεσε και δεν ήθελα να φύγουμε μπας και μου δώσει και άλλο, αλλά φύγαμε. Και πήγαμε σπίτι μου. Και εγώ έφαγα και ήπια νερό και πάλεψα με το αρκουδάκι που μου έχουνε πάρει για να μασάω και που το νικάω πάντα. Και χοροπήδησα και γάβγισα και τους δάγκωσα και μάδησα τον καναπέ και δεν με μαλώνανε και έπεσα ξερή. Και μετά δεν ξέρω. Αυτά.
 
Top