Μπορεί να έχουν περάσει τριανταπέντε χρόνια από όταν πρωτακούσαμε για τον HIV, η δοξασία όμως...
για την μετάδοσή του και το κοινωνικό στίγμα που τον ακολουθεί, δεν λένε να ξεριζωθούν, παρά τη πολύτιμη γνώση που έχει αποκτηθεί. Τι κι αν οι αρχικές αναφορές σε «γρήγορο θάνατο», με τα περιβόητα διαφημιστικά σποτ της δεκαετίας του '80 που απεικόνιζαν τον Άδη να καρτερεί σε κάθε επικίνδυνη σεξουαλική επαφή αντικαταστάθηκαν από ενημέρωση; Η νόσος εξακολουθεί να θεωρείται από πολλούς ως σύγχρονα «Σόδομα και Γόμορα».
Αυτές ήταν οι βασικές διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξαν διοργανωτές και παρευρισκόμενοι στην εκδήλωση που διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη, «HOMOphonia Thessaloniki Pride», με τίτλο «HIV Στίγμα: Η οροθετικότητα και η κοινωνική της αποδοχή». Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο καθηγητής Υγιεινής, Κοινωνικής Ιατρικής & Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του ΑΠΘ, Αλέξης Μπένος, «εξακολουθούν να είναι διαδεδομένες οι δοξασίες για την επικινδυνότητα της οροθετικότητας και κυρίως, για την μετάδοσή της.
«Ειδικά στον χώρο της υγείας, η προφύλαξη πρέπει να γίνεται όπως στη σεξουαλική πράξη, αντί προφυλακτικού, πλαστικά γάντια. Άλλωστε, με γάντια πρέπει να γίνονται όλες οι αιμοληψίες αφού πιο επικίνδυνες και πιο συχνές είναι οι ηπατίτιδες που συναντάνε σε ασθενείς οι νοσηλευτές» ανέφερε ο κ.Μπένος, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν μπορείς να ξέρεις το ιστορικό του οποιουδήποτε προσεγγίζει τις υπηρεσίες υγείας».
«Παραμένει όμως επιστημονικά απαράδεκτο το να συναντάω ακόμα τον κόκκινο σταυρό στον φάκελο ενός ασθενούς ο οποίος δείχνει ότι έχει ηπατίτιδα και να στιγματίζεται με αυτό τον τρόπο» ανέφερε ο κ.Μπένος, προσθέτοντας ότι μπορεί πλέον να υπάρχει περισσότερη γνώση για τον HIV «αλλά οι δοξασίες δύσκολα ξεριζώνονται».
Στους οροθετικούς που προσεγγίζουν για συμβουλευτική το ΚΕΕΛΠΝΟ Θεσσαλονίκης αναφέρθηκε η συμβουλευτική ψυχολόγος Φανή Γκόμα, σημειώνοντας ότι πρόκειται είτε για άτομα που ακόμα διαχειρίζονται τον φόβο της σεξουαλικής τους ταυτότητας, είτε για άλλα που έχουν πρόβλημα να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση της υγείας τους, όπως και στις διαπροσωπικές ή επαγγελματικές τους σχέσεις.
«Και φυσικά, το πιο βαρύ για έναν οροθετικό είναι το «μυστικό», αν θα μιλήσει δηλαδή για τη νόσο στον περίγυρό του. Εμείς, τους βοηθάμε να βρούνε αυτό που τους ταιριάζει όμως πρέπει να αναλογιστούμε πως υπάρχουν παιδιά που διαγνώστηκαν οροθετικά και δεν έχουν μιλήσει καν για την ομοφυλοφιλία τους» υπογράμμισε η κ.Γκόμα.
Σύμφωνα βέβαια με την κ. Γκόμα, που ασχολείται με το θέμα εδώ και περίπου 20 χρόνια, η κατάσταση δείχνει να αλλάζει καθώς, «τα άτομα που έρχονται πλέον στο ΚΕΕΛΠΝΟ είναι πιο ενδυναμωμένα γιατί γνωρίζουν για τον HIV και έχουν την στήριξη των οικογενειών τους».
«Βέβαια, η αντιμετώπιση δεν είναι ίδια σε οικογένειες της επαρχία σε σχέση με εκείνες των μεγάλων αστικών κέντρων» διευκρίνισε. Συμπλήρωσε δε, ότι στο ΚΕΕΛΠΝΟ Θεσσαλονίκης προσέρχονται ετησίως 350 οροθετικοί από την κεντρική Μακεδονία έως τη Θράκη, με σκοπό να πραγματοποιήσουν έναν αριθμό συμβουλευτικών συνεδριών.