Το γερμανικό κέντρο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας είχε ασχοληθεί με την περίπτωση του φερόμενου ως δράστη της επίθεσης στο Βερολίνο Άνις Αμρί πολλές φορές το 2016, αλλά είχε εκτιμήσει ότι δεν ήταν πολύ πιθανό να πραγματοποιήσει επίθεση, αναφέρει η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung.
Το δημοσίευμα αναφέρει, επικαλούμενο πηγές που πρόσκεινται στην έρευνα, ότι ο Άμρι είχε στείλει, μερικά λεπτά πριν ρίξει το φορτηγό του πάνω στο πλήθος σε μια χριστουγεννιάτικη αγορά, ένα sms στο οποίο έλεγε «ο αδελφός μου προσεύχεται, όλα πάνε καλά, Θεού θέλοντος, είμαι μέσα στο όχημα, προσευχηθείτε για μένα», ένα μήνυμα που φαίνεται να ενισχύει τη θέση πως υπήρχε ένας συνεργός, τουλάχιστον παθητικός. Ο παραλήπτης του μηνύματος μπορεί να ήταν ένας Τυνήσιος πολίτης ηλικίας 40 ετών ο οποίος συνελήφθη την Τετάρτη στο Βερολίνο.
Η εφημερίδα αναφερόμενη στο περιεχόμενο των αναφορών του κέντρου, με την τελευταία να φέρει ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου δηλαδή πέντε ημέρες πριν από την επίθεση που προκάλεσε τον θάνατο 12 ανθρώπων, υπογραμμίζει πως οι Αρχές ήξεραν πως ο Τυνήσιος, που σκοτώθηκε την περασμένη Παρασκευή στην Ιταλία, είχε στενούς δεσμούς με τους γερμανικούς τζιχαντιστικούς κύκλους και είχε χαρακτηριστεί από την αστυνομία του Ντόρτμουντ «συμπαθών της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος».
Οι ερευνητές είχαν επίσης ενημερωθεί πως ο Αμρί είχε τουλάχιστον μία φορά αναζητήσει στο διαδίκτυο πληροφορίες για την κατασκευή μιας βόμβας με σωλήνα και, σε μια διαδικτυακή συνομιλία, είχε προτείνει τις υπηρεσίες του ως καμικάζι, πιθανόν σε ένα μέλος του Ισλαμικού Κράτους.
Εξάλλου, οι ειδικοί του κέντρου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας είχαν πει πως ο Τυνήσιος διέθετε οκτώ γνωστές ταυτότητες, κυκλοφορούσε ελεύθερα στη γερμανική επικράτεια και είχε επισκεφθεί πολλές φορές την ισλαμική σχολή του Ντόρτμουντ που φέρεται να προετοιμάζει όσους θέλουν να ενταχθούν στις τάξεις του ISIS στη Συρία και στο Ιράκ.
Τη σχολή αυτή διηύθυνε, σύμφωνα με τους ερευνητές που μίλησαν στην εφημερίδα, υπό τον όρο της ανωνυμίας, ο Μπόμπαν Σ., Γερμανός υπήκοος σερβικής καταγωγής, 36 ετών, και διαβόητος ριζοσπάστης ισλαμιστής μαχητής ο οποίος συνελήφθη στις αρχές Νοεμβρίου στη διάρκεια μιας επιχείρησης κατά την οποία διαλύθηκε ένα φερόμενο ως δίκτυο στρατολόγησης του Ισλαμικού Κράτους υπό τη διεύθυνση του Άχμαντ Αμπντουλαζίζ Αμπντάλα Α., αλλιώς «Αμπού Ουαλάα», γνωστού ως «ο ιεροκήρυκας χωρίς πρόσωπο» από τα βίντεο που αναρτήθηκαν στο Διαδίκτυο και όπου φροντίζει να εμφανίζεται με την πλάτη στην κάμερα.
Παρά τις ενδείξεις αυτές, το κέντρο καταπολέμησης της τρομοκρατίας είχε κατατάξει, σε μια κλίμακα από το 1 έως το 8 η οποία βαίνει από το περισσότερο στο λιγότερο επικίνδυνο, τον Αμρί στο επίπεδο 5 το οποίο σύμφωνα με τη Süddeutsche Zeitung σημαίνει «λίγο πιθανή μια πράξη βίας».
Στην αναφορά του της 14ης Δεκεμβρίου, το κέντρο καταπολέμησης της τρομοκρατίας είχε ωστόσο αναφέρει πως ο Αμρί διέθετε ασυνήθιστη «γνώση του τρόπου λειτουργίας της αστυνομίας» και της «συνωμοσίας» για έναν ριζοσπάστη ισλαμιστή. Ωστόσο, οι ερευνητές έχασαν τον Νοέμβριο τα ίχνη του Αμρί.
Οι γερμανικές Αρχές είχαν παραδεχθεί ήδη λίγο μετά την επίθεση πως ο Τυνήσιος ήταν γνωστός στις υπηρεσίες της αστυνομίας και είχε χαρακτηριστεί ως άτομο δυνητικά επικίνδυνο εδώ και μήνες. Από τον Φεβρουάριο έως τον Σεπτέμβριο είχε μάλιστα τεθεί στο Βερολίνο υπό αστυνομική επιτήρηση γιατί θεωρείτο ύποπτος για προετοιμασία επίθεσης.
Η υπόθεση είχε ωστόσο τεθεί στο αρχείο, ελλείψει επαρκών στοιχείων, σύμφωνα με την εισαγγελία του Βερολίνου.
Σύμφωνα με πολλά δημοσιεύματα, που επικαλούνται αστυνομικές πηγές, ο απολογισμός δεν ήταν βαρύτερος γιατί το σύστημα αυτόματης πέδησης για την αποφυγή σύγκρουσης ανέκοψε την κίνηση του οχήματος έπειτα από 60 έως 80 μέτρα. «Αυτή η τεχνολογία έσωσε ζωές», σύμφωνα με έναν Γερμανό αξιωματούχο, τον οποίο επικαλείται η Süddeutsche Zeitung.