ads by Google

... Ξημέρωσε στην Κόρινθο. Τα άγρια πουλιά πετούσαν στα υψώματα κρώζοντας. Τα πετεινάρια λάλησαν τον ερχομό της ολόλαμπρης ημέρας του Ιούλη. Από μακριά η πομπή που ερχόταν τραγουδώντας, πλησίαζε τη φημισμένη πόλη.
Η πόλη ξύπναγε. Κανένας δεν περίμενε αυτό που θα ακολουθούσε, τον ερχομό της παράταιρης παρέας που γελώντας έφθασε στο κέντρο. Κάποιος τους γνώρισε. Είδε τον κοτινοστεφανωμένο νέο, κοίταξε τον κοτινοστεφανωμένο γέρο... έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
Η παράξενη συντροφιά άρχιζε να φωνάζει. Ήλθε, ήλθε ο Θεσσαλός και ο Ξενοφών. Νίκησαν στο Στάδιο και στο Πένταθλο.
Το βουητό κυρίευσε σιγά - σιγά την πόλη. Πόρτες άνοιγαν, μικρά παιδιά έτρεχαν από παντού, νέοι και γέροι πήγαιναν προς την Αγορά, γυναίκες που θα 'χαν άλλες πρωινές δουλειές, τις άφησαν και στριμώχνονταν κι αυτές σιμά...
Να τους δουν, να τους θαυμάσουν, να τους ζητωκραυγάσουν. Τον γηραιό Θεσσαλό και το γιο του Ξενοφώντα. Τη μεγάλη οικογενειακή δυναστεία Δρομέων, που έβγαλε η Αρχαία Ολυμπία.
Ακολούθησε ο εκπληκτικός Διαγόρας με τα παιδιά και τα εγγόνια του, αλλά σε άλλα αγωνίσματα, τα λεγόμενα βαρέα ή βίαια (Πυγμή, Παγκράτιο, Πάλη).
Στους δρόμους, ο Θεσσαλός και ο γιος του Ξενοφών ήταν οι πρώτοι. Ο γερο-πατέρας ο Θεσσαλός ήταν αυτός που κόντραρε τον Φρικία από το Πελλιναίο και τον Ισόμαχο τον Κροτωνιάτη στην 69η Ολυμπιάδα (504 ττ.Χ.), κατακτώντας τελικά τον κότινο στον Δόλιχο δρόμο (4610 μ.), ενώ ο Φρικίας νίκησε στον Οπλίτη και ο Ισόμαχος στο Στάδιο.
Σαράντα χρόνια μετά, καμάρωσε τον εκπληκτικό γιο του να κερδίζει θριαμβευτικά το Στάδιο και το Πένταθλο (πρώτος αυτός σε όλες τις ΟΛΥΜΠΙΑΔΕΣ που κατόρθωνε τέτοιο άθλο).
Και ήταν πραγματικά απίστευτος ο άθλος, γιατί ο Ξενοφών είχε καταφέρει κάτι το εκπληκτικό, να κερδίσει και στα πέντε αγωνίσματα του Πεντάθλου, (Στάδιο Δρόμο, Άλμα, Δίσκο, Ακόντιο και Πάλη), ενώ του αρκούσε να κερδίσει μόνο στα τρία απ' αυτά, για να στεφθεί νικητής.
Έτσι οδήγησε τον ΜΕΓΑ Σταγειρίτη φιλόσοφο, τον Αριστοτέλη, να τον ονομάσει «Κάλλιστο των Ελλήνων» και να τον παραδειγματίζει σαν αθλητή, ενώ δοξάζοντας το Πένταθλο, το ανέβασε στα μάτια όλων των Ελλήνων.
Η περιφανής νίκη που ακολούθησε, εκείνη της άνετης επικράτησής του στον αγώνα του Σταδίου, έδωσε το δικαίωμα στην πολυπληθή κορινθιακή αντιπροσωπεία να πανηγυρίσει έξαλλα. Το ίδιο μεσημέρι, νωρίς, ελήφθη η απόφαση να φύγουν το ταχύτερο για την Κόρινθο. Κανένας δεν μπορούσε να περιμένει. Η ιστορική πόλη έπρεπε να μάθει το ταχύτερο τα νέα. Σαράντα ώρες αργότερα έφθασαν...
Η πόλη φόρεσε τα γιορτινά της. Οι γιορτές κράτησαν ημέρες πολλές. Ο Ξενοφών με την απαράμιλλη κορμοστασιά και τη φυσική αντοχή, την έξαψη και την υπερηφάνεια, δεν έλειψε από καμιά τιμητική εκδήλωση.
Τελειώνοντας η μεγάλη τελετή της ανακήρυξης του γιου του σε προστάτη της πόλης της Κορίνθου, ο Θεσσαλός πήρε τον πιστό του φίλο, τον Φιλόξενο, και αποτραβήχτηκαν. Περπατώντας μέσα στους δρόμους ο γέρος Ολυμπιονίκης στράφηκε στον φίλο του:
— Είναι ωραίο να αισθάνεσαι ότι πρόσφερες δόξα στην πόλη που ανατράφηκες, έτσι δεν είναι Φιλόξενε, φίλε μου;
— Έτσι είναι. Μα πιο ωραίο είναι να ανατρέφεις παιδιά σαν το γιο σου, που ξεπερνούν τα κατορθώματα και τη δόξα των πατεράδων τους, σαν και του λόγου σου, του ανταπάντησε εκείνος.
Ο Θεσσαλός τον πήγε στο σπίτι του. Μπαίνοντας, ψηλά, στο κέντρο του τοίχου, ήταν κρεμασμένο το στεφάνι του. Πιο κάτω απ' αυτό, δεξιά και αριστερά, τα στεφάνια του γιου του. Το πήρε απαλά στα γέρικα χέρια του, το τοποθέτησε στο κεφάλι του, στάθηκε απέναντι στον πιστό φίλο... Κοιτάχτηκαν. Πάνε 10 Ολυμπιάδες, του είπε εκείνος... Άρχισαν να μιλούν. Θυμήθηκαν τον θρίαμβο του Θεσσαλού. Τα τελευταία μέτρα... Τον Φρικία, τον άξιο Ισόμαχο από τον Ολυμπιο-γεννήτορα Κρότωνα, τον άτυχο Πτελέα από την Πελλήνη. Τον συναγωνισμό, τον ιδρώτα, τις φωνές του πλήθους, τον τερματισμό. Οι ιαχές που έσχιζαν τον αγέρα... Το ξάπλωμα σε εκείνη την κατάσταση που δεν μπορείς να ανασάνεις. Όλα γύρω να γυρνάνε, και φωνές από παντού. Και δίπλα σου ο Φιλόξενος, να γελά κλαίγοντας και να σ' αγκαλιάζει, να σου λέει: Νίκησες... Νίκησες...
Θυμήθηκαν τις γιορτές που αφιερώθηκαν στον ίδιο... Δέκα Ολυμπιάδες πριν... Θυμήθηκαν τις ματιές των κοριτσόπουλων μετά, στο δρόμο, στην αγορά, στο κάθε μέρος που συναντούσαν τον Θεσσαλό. Όμως σε μια, που γι' αυτήν έτρεξε ο Θεσσαλός και νίκησε, γι' αυτήν κτυπούσε η καρδιά του. Στην όμορφη Εράσμια που την έβλεπε κάθε μέρα απέναντι από το σπίτι του.
Παντρεύτηκαν λίγο καιρό μετά. Τα χρόνια όμως περνούσαν... Παιδί δεν γεννιόταν. Η Εράσμια έχανε μήνα με το μήνα τις ελπίδες της. Τα χρόνια της νιότης έφευγαν. Ο Θεσσαλός την παρηγορούσε, λέγοντας ότι ποτέ δεν είναι αργά. Κοντά 15 χρόνια άργησε ο Ξενοφών, το μοναδικό παιδί του...
Θυμήθηκαν το μεθύσι, όταν γεννήθηκε το αγόρι του, το πρώτο και μοναδικό παιδί του. Πήγε κοντά της, τη φίλησε, της έδειξε τον γιο τους. Αγκαλιάστηκαν κι έκλαψαν, έχοντας το παιδί τους σφιχταγκαλιασμένο. Τον σήκωσε στα χέρια του. Σου υπόσχομαι, της είπε, ότι για το παιδί αυτό θα κάνω τα πάντα να γίνει καλύτερος μου. Να μιλήσουν όλες οι πόλεις γι' αυτό... Όλη η Ελλάδα!!!
Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά, ήλθε η δικαίωση αυτών των λόγων. Έβαζαν κρασί κι έπιναν με τον Φιλόξενο. Πού και πού, εκείνος σήκωνε τις αντιρρήσεις του λέγοντας στον Θεσσαλό πως έχασε από τον Φρικία γιατί δεν ξανάτρεξε στην επόμενη Ολυμπιάδα και έτσι κύλησε η βραδιά...
Έτσι πέρασε στην ιστορία η περιφανής διπλή οικογενειακή επιτυχία του Θεσσαλού στον Δόλιχο δρόμο, και του γιου του Ξενοφώντα στο Στάδιο και το Πένταθλο.
Αν και ήσαν οι πρώτοι, γι' αυτούς ο Πίνδαρος δεν έγραψε έναν απλό Ολυμπιόνικο... Τους αφιέρωσε ίσως τον ποιητικότερο και συγκλονιστικότερο Επινίκιο Ολυμπιόνικο, αποτελούμενο από 150 στίχους.
Τον περίφημο αυτόν Ολυμπιόνικο, ο Πίνδαρος τον έγραψε το 464 π.Χ., λίγο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Μαζί με τον 7ο Ολυμπιόνικο που αφιέρωσε στον σύγχρονο Ολυμπιονίκη, τον Ξενοφώντα, τον ανυπέρβλητο Διαγόρα τον Ρόδιο, θεωρούνται ίσως οι καλύτεροι του ποιητή Πίνδαρου που βρισκόταν στην ωριμότερη και πνευματικότερη φάση της δημιουργίας του.   Συνθέτοντας  ένα αρμονικό και ισομερές σύνολο στίχων, γεμάτο λυρισμό και  μεγαλοσύνη.  Ένας επίνικος, που  ο  Πίνδαρος -σοφά ποιών- τον αφιέρωσε στον Κορίνθιο Ξενοφώντα, τον γόνο του αριστοκρατικού γένους των Ολιγαιθιδών της Κορινθίας, με κληρονομική επίδοση και έφεση στα γυμνικά αγωνίσματα. Αναφέρονται λοιπόν στον Ολυμπιόνικο, οι επιδόσεις του πατέρα του Ξενοφώντα του Θεσσαλού (νίκη στον Δόλιχο στην Ολυμπία, διπλή νίκη στο Στάδιο και τον Δίαυλο στους Δελφούς - Πυθιονίκης σε μία ημέρα, τριπλή νίκη στην Αθήνα, επτά φορές νίκη στην Ελλώτια της Κορίνθου), τον παππού του Ξενοφώντα τον Πτοιόδωρο, στον αδελφό του παππού του τον Τερψία, στο γιο του Τερψία τον Ερίτιμο, που είχαν κερδίσει περισσότερο από μία φορές έκαστος στα Ίσθμια, τα Νεμέα και άλλους αγώνες σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και της Σικελίας.
Στον Ολυμπιόνικο αυτό, δοξάζεται η πόλη της Κορίνθου, η Μυθολογία της, η ευφυΐα των ανθρώπων της, η δημιουργικότητά τους και η σεμνότητα και η μετριοφροσύνη των κατοίκων της, που επίσης υμνούνται για τη βοήθειά τους στην απόκρουση του Περσικού κινδύνου.
ΔΕΚΑΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΟΣ
Στον Ξενοφώντα, τον Κορίνθιο
Την οικογένεια, που τρεις έχει κερδίσει νίκες
στην Ολυμπία, υμνώ· την φιλική στους συμπολίτες
και την καλοπροαίρετη στους ξένους.
Ο λόγος μου για την πλούσια την Κόρινθο είναι τώρα,
τη θύρα του Ισθμιακού του Ποσειδώνα,
μητέρα ηρώων. Εκεί οι τρεις αδελφές εδρεύουν:
Η Ευνομία, η Ειρήνη και —βάθρο των πόλεων—
η Δικαιοσύνη!
Οι εράσμιες είναι θυγατέρες
—του πλούτου και της ευτυχίας οι δωρήτρες—
της Θέμιδος, της πάνσοφης θεάς!
2
Αυτές είναι που την Έπαρση απωθούν,
την καταφροσύνη των άλλων που γεννά.
Ωραίους λόγους είμαι έτοιμος να πλέξω
και η αυτοπεποίθηση τη γλώσσα μου ενθαρρύνει.
Ποιος ημπορεί: τις φυσικές ροπές του
να υπερνικήσει ή και να κρύψει!
Σεις του Αλήτου τέκνα τη λάμψη των νικών
έχετε, πολυάριθμες φορές, γνωρίσει·
οι αρετές σας είναι απρόσιτες στους ξένους,
όμως και οι πολυάνθιστες οι Ώρες
3
των εφευρέσεων το δαιμόνιο έχουν εντός σας εμφυσήσει.
Το εφεύρημα, αιώνια, τον ευρέτη θα τιμά!
Ναι! Οι εορτές του Διονύσου —με συνοδεία βοδιών—
πούθε, για πρώτη φορά, οργανώθηκαν;
Ποιοι πρώτοι τον διθύραμβο συνέθεσαν;
Ποια πολιτεία το χαλινάρι εφεύρε,
τους ίππους που ημερώνει και δαμάζει;
Ποιος τοποθέτησε, στο ύψος των ναών,
των αετών ομοιώματα; Η Μούσα,
εδώ, η γλυκόπνοη, ανθοβολεί· αλλά και ο Άρης,
ανάμεσα στα ακόντια των νέων, δεσπόζει!
4
Δία πατέρα, στης Ολυμπίας τους χώρους που ανάσσεις,
καλόγνωμος ας είσαι στις ωδές μου.
Την ευτυχία προστάτευε αυτού του πλήθους
και είθε, χάρη σ' εσέ, ένας άνεμος ευνοϊκός
τη μοίρα να οδηγεί του Ξενοφώντος.
Ας είναι ευπρόσδεκτη η πομπή από σένα,
που απ' την Πίσα προβοδά το νικητή,
αφού στεφάνια δύο αξιώθηκε: στο στάδιο
και στο πένταθλο· είναι ένας άθλος που κανένας,
ως τώρα, δεν τον γνώρισε ποτέ!
Ακόμη δυο φορές μια δέσμη από σέλινα
έχει την κεφαλή του τον Ισθμό στολίσει.
Καλοπροαίρετη γι' αυτόν υπήρξε και η Νεμέα.
Και του πατέρα του, του Θεσσαλού, την αίγλη των ποδιών
έχουν οι όχθες του Αλφειού καθιερώσει.
Στεφάνια δυο, ενώ ο ίδιος ήλιος έλαμπε,
στο στάδιο και στο δίαυλο του έχει η Πειθώ προσφέρει,
και στη βραχόσπαρτη —τον ίδιο μήνα— Αθήνα,
εκόσμησαν την κόμη του
—δεν πρόφτασεν η μέρα να κυλήσει—
τρία περίλαμπρα στεφάνια!
6
Εφτά φορές έχει νικήσει στ' Ελλώτια·
κι αν ν' αριθμήσω σκόπευα, εκεί, στου Ισθμού τις όχθες,
όλους τους άθλους: τις νίκες του Τερψία, του Ερίτιμου,
κι αυτές του πάππου του, του Πτοιοδώρου,
κατά πολύ θα μάκραιναν οι ωδές μου!
Όσο για τα αριστεία σας στους Δελφικούς αγώνες
ή στην κοιλάδα του Λέοντος, θα προκαλούσα
πλήθος οικογένειες να επιδείξουν,
αν θα μπορούσαν περισσότερα. Ώ, δεν ημπορώ
τους κόκκους της άμμου να μετρώ η θάλασσα που κλείνει!
Πρέπει να ενεργεί κανείς την πρέπουσα στιγμή·
κι ακόμη: είναι παντού, απαραίτητο, το μέτρο.
Όσο για μένα —ιδιώτης είμαι απλός, επωμισμένο, όμως,
με μιαν επίσημη, δημόσια αποστολή—
την Κόρινθο εγκωμιάζοντας και υμνώντας, δεν ψευδολογώ.
Ακόμη κι όταν ιστορώ το νου και το πολεμικό το μένος
των τέκνων της: Ο Σίσυφος έχει ένα πνεύμα
οξύ, παρόμοιο με του Δία· η Μήδεια, αψηφώντας τον πατέρα της,
εδιάλεξε αυτή το σύζυγο της· κι αυτή δεν είναι πάλι,
που την Αργώ —το πλοίο— περίσωσε καθώς και τους ναυτίλους της;
8
Και κάτω από τα τείχη του Δαρδάνου, είδαν τους γενναίους προγόνους σας,
σε αντίμαχους στρατούς, σε ενάντιες θέσεις, να διεκδικούν τη νίκη με το ίδιο πάθος.
Άλλοι, πιστοί στους γιους του Ατρέα, την Ελένη να φέρουν στην πατρίδα πίσω·
οι άλλοι, πάλι, αντίθετους, ενάντιους σκοπούς να θρέφουν στην ψυχή τους.
Ανάμεσα τους, απ' τη Λυκία εκστρατεύοντας, ο Γλαύκος, των Δαναών το φόβητρο,
αυτός, λοιπόν, καυχιόταν: «Στην πόλη της Πειρήνης είναι ο κλήρος μου·
εκεί ήταν και το βασίλειο του πατέρα μου»!
9
Κοντά στην κρήνη ο πατέρας του να ζεύξει τον Πήγασο
— το τέκνο της φιδόπλεκτης Γοργόνας— πιθυμώντας,
μοχθούσε και αγωνίζονταν ως την στιγμή που η Παλλάδα
χρυσό ένα χαλινάρι του προσφέρει. Η θεά του λέγει:
«Κοιμάσαι, βασιλόσπαρτε, του Αιόλου τέκνο; Έλα και πάρε τούτο το «όργανο»·
το άλογο σου θα «γητέψεις»!
Κατόπιν στον πατέρα σου ας το δείξεις το δαμαστή των ίππων, αφού έναν ολάσπρο ταύρο πρωτύτερα θα θυσιάσεις στο βωμό μου». Αυτά του εικάστηκε η Παρθένα πως του είπε
10
-αυτή τη σκιερή αιγίδα που κρατεί- την ώρα που ανέγνοιαστος κοιμόταν.
Και τότε ο Γλαύκος αγάλι ανασηκώνεται.
Αδράσσει το μαγικό το όργανο, που στο πλευρό του βρίσκει και φεύγει πρόσχαρος.
Θα πάει να συναντήσει του Κοίρανου το γιο, το μάντη. Κι αμέσως του ανιστορεί:
«Πώς, έπειτα από την πρόρρησή του,
επήγε επάνω στο βωμό της θεάς να κοιμηθεί και πώς του Διός, η κόρη, του κεραυνοφόρου, ετούτο το χρυσόδετο του έχει χαρίσει χαλινάρι,
11
για να πρααίνει, τις ορμές του αλόγου να δαμάζει. Κι ο μάντης είπε:
Να υπακούσει, ευθύς, στην εντολή, που στο όνειρο του εδόθη·
κι αφού θυσία προσφέρει στο θεό, που ανακρατεί τη γης, έναν ακμαίο ταύρο,
-στην Ιππία την Αθηνά ένα βωμό να υψώσει. Έργα πραγματώνει των θεών η δύναμη, που και όρκους και παράτολμες ελπίδες ευτελίζουν.
Έτσι και ο αγέρωχος, ο ανδρείος Βελλερεφόντης, μ' αυτόν το χαλινό
—αρμόζοντας τον στο σαγόνι τούτο φτερωμενο το άλογο, τον Πήγασο, υποτάσσει!
12
Στη ράχη του ανεβαίνει πάνοπλος, χαλκόδετος·
και παροτρύνοντάς το επιτήδεια, το παρωθεί ν' αρχίσει τις λαμπρές τις εξορμήσεις,
τους πολέμους. Με αυτό, από τα παγερά των ουρανών τα ύψη,
των τοξοφόρων Αμαζόνων θα συντρίψει το στρατό, τη Χίμαιρα, που φλόγες ερευγόταν,
θα σκοτώσει και των Σολύμων θα εξοντώσει τη φυλή. Για τη θανή του θα τηρήσω σιωπή. Στον Όλυμπο οι αρχαίοι θ' ανοίξουν σταύλοι του Διός και θα δεχθούν τον Πήγασο μια μέρα.
13
Όμως, ενώ κινώ τα ακόντια μου και τα πάλλω,
ωστόσο δεν θα πρέπει και μακρύτερα
απ' τον αρμόδιο το στόχο να τα στείλω.
Τους Ολιγαιθίδες και τις λαμπρόθρονες τις Μούσες
έχω αναλάβει, επάξια, να υμνήσω.
Με λόγους σύντομους, πυκνούς, θα επιθυμούσα
να συνοψίσω τους θριάμβους των στα Ίσθμια, στη Νεμέα,
και θα 'χω ένα μάρτυρα αυθεντικό των λόγων μου: του πιστού κήρυκα την έντιμη φωνή, που εξήντα φορές τους διαλάλησε από τον ένανε στον άλλο στίβο!
14
Αυτούς της Ολυμπίας τους έχω ήδη μνημονεύσει. Τους άλλους —αυτούς του μέλλοντος— θα υμνήσω την πρέπουσα στιγμή. Προς το παρόν δεν έχω πάρεξ ελπίδες μόνο·
απ' το Θεό τα πάντα κρέμονται! Αν θα συνεχισθεί η ευδαιμονία αυτού του γένους,
όπως και πριν, εναπόκειται στο Δία, καθώς και στον τριαινοφόρο, τον ενάλιο θεό.
Όλες τις νίκες σας στου Παρνασσού το σκυθρωπό το όρος και στο Άργος και στη Θήβα και στης Αρκαδίας την κοιλάδα του Λυκαίου Διός ο βωμός ας μαρτυρήσει
15
και στην Πελλήνη και στην Ελευσίνα και στη Σικυώνα και στον πολύκαρπο το Μαραθώνα και στα Μέγαρα, και στου Αιακού το ιερό και στις πολιτείες τις πολύχρυσες κάτω από την περίλαμπρη της Αίτνας κορυφή, και στην Εύβοια και στην Ελλάδα ολόκληρη, αν ιστορούσα, — το βλέμμα σου δεν θα δυνότανε ποτέ να τις συλλάβει. Μα ας πάμε τώρα.
Ας κινήσουμε μ' ανάλαφρο το πόδι, ω Δία του πεπρωμένου εσύ Πατέρα με μετριοφροσύνη ας μας οπλίσεις και σεμνότητα· και των θριάμβων την τερπνή χαρά ας μας προσφέρεις πάντα!
ΚΩΣΤΑΣ ΣΑΜΙΟΣ
 
Top