ads by Google

Manos Lambrakis
Το κράτος που ιδρύθηκε στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση του 1821 δεν προήλθε από τη συνθήκη μιας νίκης, αλλά από τη διευθέτηση μιας ήττας. Ο Καποδίστριας, στην πιο βαθιά πολιτική του λειτουργία, δεν υπήρξε κυβερνήτης. Υπήρξε διαμεσολαβητής ανάμεσα στο ενδεχόμενο μιας εθνικής κυριαρχίας και στην ήδη εγκατεστημένη ολιγαρχία των συμφερόντων – των εγχώριων, των οικογενειακών, των διεθνών. Η δολοφονία του δεν υπήρξε ένα ατομικό έγκλημα. Ήταν η πράξη ακύρωσης του ίδιου του ενδεχομένου του ελληνικού πολιτικού ως αυτοτελούς συγκρότησης. Ήταν η πρόωρη λήξη μιας ιστορίας που δεν γράφτηκε ποτέ· ενός μη-συμβάντος που διαμόρφωσε την ιστορικότητα της νεοελληνικής ύπαρξης ακριβώς μέσα από την απουσία του.
Αν ο Καποδίστριας δεν είχε δολοφονηθεί, η Ελλάδα δεν θα είχε αποφύγει την εξάρτηση· αλλά θα είχε ίσως συγκροτήσει έναν εσωτερικό μηχανισμό αντίστασης απέναντι σε αυτήν. Θα είχε εδραιώσει την ιδέα του κράτους όχι ως πεδίο κατανομής λαφύρων, αλλά ως οριοθετημένο θεσμικό σώμα, με συνέχεια, μνήμη και μηχανισμούς. Το ελληνικό κράτος θα είχε συγκροτηθεί ως τεχνικό υποκείμενο και όχι ως εξαρτημένο παράρτημα διεθνών ρυθμιστικών μονάδων. Η δημόσια διοίκηση δεν θα είχε γίνει λάφυρο του κάθε εκλογικού κύκλου· η δικαιοσύνη δεν θα είχε μετατραπεί σε εργαλείο ενοχής ή αθώωσης κατά παραγγελία· η πολιτική δεν θα ήταν αντηχείο επωνυμιών, κληρονομιών και ιδιοτελών μικρομηχανισμών.
Το γεγονός της δολοφονίας του Καποδίστρια λειτουργεί στη σύγχρονη Ελλάδα ως το αρχέτυπο τραύμα της κρατικής αποτυχίας. Δεν υπάρχει θεσμική λειτουργία που να μην φέρει, ως κατάλοιπο, την αποσύνθεση εκείνης της ρήξης. Το ελληνικό πολιτικό φαντασιακό ζει μέχρι σήμερα εντός της καταστροφής αυτής της χειρονομίας· η γραφειοκρατία είναι θραύσμα της ακύρωσης, ο κομματισμός είναι το υποκατάστατο της κρατικής ηγεμονίας, η διαρκής νοσταλγία για «έναν ηγέτη που θα βάλει τάξη» είναι το ανεστραμμένο φάντασμα ενός κυβερνήτη που δολοφονήθηκε όταν πήγε να το κάνει.
Η Ελλάδα του 21ου αιώνα – διαλυμένη σε επίπεδο θεσμών, πειθαναγκασμένη από ευρωπαϊκές οδηγίες, ταπεινωμένη στο δημόσιο λόγο της, κατακερματισμένη στο εκπαιδευτικό της ήθος, προδομένη από τον ψηφιακό φενακισμό των εκπροσώπων της – δεν είναι απλώς μία ατελής δημοκρατία. Είναι η Ελλάδα που έχασε τον Καποδίστρια. Είναι το ελλείπον υποκείμενο που αναζητεί ακόμα τη μορφή του στο πρόσωπο της εξουσίας, που δεν αντέχει την κρατικότητα, διότι την ταυτίζει με την εξουθένωση, που υποφέρει από την απουσία του μέτρου, διότι το μέτρο είχε ήδη δολοφονηθεί προτού εγκατασταθεί.
Η απόπειρα πολιτικής κυριαρχίας που συνέλαβε ο Καποδίστριας στηριζόταν σε ένα θεμέλιο πολιτικής ασκητικής: στη νηστεία της εξουσίας, στην αυστηρότητα της δομής, στην αυτονομία του θεσμικού μηχανισμού από το συναίσθημα του λαϊκισμού. Δεν υπήρξε «λαοπρόβλητος», δεν υπήρξε ούτε καν ανεκτός. Το πρόσωπό του δεν είχε θέση σε μια χώρα που εκπαιδεύτηκε στο να φοβάται την ευθύνη της ανεξαρτησίας. Αν δεν είχε δολοφονηθεί, η Ελλάδα θα είχε ίσως αποτύχει στην ίδια την προσπάθεια, όμως θα είχε αποτύχει ηρωικά, μέσα στο πλαίσιο μιας προσπάθειας παραγωγής κρατικής υποκειμενικότητας. Αυτό το σχήμα της απόπειρας – και όχι της υποταγής – είναι το μέλλον που ματαιώθηκε.
Η σύγχρονη Ελλάδα, με τους τεχνοκράτες χωρίς όραμα, τους δημαγωγούς χωρίς ιδεολογία, τους κόλακες της Ευρώπης, τα ιδρύματα που υποκαθιστούν το κράτος, τους συμβούλους που αντικαθιστούν τους νομοθέτες, είναι το θραύσμα εκείνης της στιγμής. Η σκιά της δολοφονίας βαραίνει όχι μόνο το πολιτικό παρόν, αλλά και το πολιτισμικό φαντασιακό: η πίστη πως «τίποτα δεν αλλάζει», πως «το κράτος είναι ανίκανο», πως «όλοι είναι ίδιοι» δεν είναι φυσική κατάσταση. Είναι ιστορική καλλιέργεια. Είναι η παιδεία του ακρωτηριασμένου ενδεχομένου.
Ο Καποδίστριας δεν ανήκει στο παρελθόν· είναι το μη γεννηθέν μέλλον. Και γι’ αυτό ακριβώς, είναι η πιο πολιτική μορφή που μπορούμε να ανακαλέσουμε σήμερα. Όχι ως ίνδαλμα, ούτε ως φιγούρα προς εξιδανίκευση. Αλλά ως το σημείο μηδέν μιας διαρκούς αποτυχίας. Ως το αρνητικό θεμέλιο του ελληνικού κράτους. Και αν κάτι λείπει σήμερα από τη δημόσια ζωή, δεν είναι ένας ακόμη «ηγέτης», είναι η επιστροφή εκείνης της ευθύνης που δολοφονήθηκε στο πρόσωπο ενός Κυβερνήτη που δεν μίλησε ποτέ τη γλώσσα του λαϊκισμού – και που τιμωρήθηκε γι’ αυτό. Με θάνατο.
Διότι ο θάνατός του δεν ήταν ακριβώς εκτέλεση, ήταν εκτροπή. Ήταν η εγκαθίδρυση ενός πολιτικού υποσυνείδητου που σήμερα αναπαράγει τα ίδια πρότυπα υποτέλειας, διχασμού, αμοραλισμού και μικρότητας. Και όσο δεν συλλογιζόμαστε τι θα είχε συμβεί αν είχε επιβιώσει, τόσο περισσότερο ζούμε μέσα στην αντηλιά της ήττας του.
Next
This is the most recent post.
Previous
Παλαιότερη Ανάρτηση
 
Top