
Manos Lambrakis
Η εικόνα ως εξάλειψη του πένθους ή Σχόλιο για τη σκηνοθεσία της απώλειας στο θέαμα του νεκρού
Η έκθεση του θανάτου στη δημόσια σφαίρα, όταν μεταμορφώνεται σε αισθητικό και ψηφιακό γεγονός, καταργεί το ίδιο το πένθος ως εσωτερική διαδικασία. Το πένθος, όταν εξαρτάται από τη διαμεσολάβηση του φακού, του πλάνου, του frame, δεν είναι πλέον δομή απουσίας, αλλά προϊόν εκφοράς. Η σιωπή που παραδοσιακά προσδιορίζει το πένθος στη θεολογική και φιλοσοφική παράδοση –ως τόπος της άρρητης μεταβολής, του ασχημάτιστου θρήνου, της καθόδου στο άφατο– αντικαθίσταται από ένα νέο εικονοκεντρικό πρωτόκολλο, που μετατρέπει το πένθος σε εικόνα, το νεκρό σώμα σε περιεχόμενο, και τον θρήνο σε απόδειξη.
Η διαστροφή αυτή δεν είναι απλώς σημειολογική. Είναι οντολογική. Δεν αφορά τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία διαχειρίζεται την απώλεια, αλλά τον τρόπο με τον οποίο αρνείται την πραγματικότητα της φθοράς. Το σώμα του νεκρού, που εκτίθεται με κοστούμι, σφιγμένα χέρια, μεταλλικά εμβλήματα εθνικής φαντασίωσης και επιθετική αισθητικοποίηση του λυγμού, δεν είναι πλέον σώμα που έχει αποσυρθεί από τον χρόνο. Είναι σώμα που επανεντάσσεται στη ρητορική της δύναμης.
Ο θάνατος δεν γίνεται πλέον αντιληπτός ως μυστήριο – όπως στην πατερική θεολογία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπου η απώλεια του αγαπημένου προσώπου είναι θεμελιώδης πνευματική εμπειρία, αποκάλυψη της ίδιας της έλλειψης, της αβύσσου της ύπαρξης. Αντίθετα, γίνεται performance. Και το πένθος, αντί να είναι ανάβαση προς τη μνήμη, εκπίπτει σε καθοδηγούμενη συναισθηματική παραγωγή. Αντί της παύσης, της νηστείας, του κλεισίματος των στομάτων, έχουμε την παραγωγή περιεχομένου: εικόνες, λεζάντες, βίντεο, αφήγηση.
Η χήρα του Κέρκ δεν αγγίζει τον νεκρό. Αγγίζει την κάμερα. Και το βλέμμα του άλλου δεν γίνεται μάρτυρας του πένθους· γίνεται χρήστης του. Το πένθος δεν διαμεσολαβείται — κατασκευάζεται. Όχι για να θρηνηθεί ο νεκρός, αλλά για να διατηρηθεί ενεργός το κεφάλαιο της παρουσίας του. Το σώμα του Τσάρλι Κερκ δεν αποσύρεται από τον πολιτικό λόγο και εργαλειοποιείται για να τον διαιωνίσει. Η κατάρρευση της συζύγου του δεν είναι πτώση στην απώλεια, είναι επίκληση της συνέχειας, δηλώνει και αξιώνει.
Η λατρεία του εαυτού, η εμμονή στην τεκμηρίωση κάθε στιγμής, δεν επιτρέπει στη φθορά να έχει την αλήθεια της. Η οντολογική πτώση της ύπαρξης απορρίπτεται. Ο θάνατος δεν είναι πλέον τέλος – είναι μεταγραφή. Η τεχνολογική του αναπαράσταση εξορίζει την εμπειρία της παύσης. Το πένθος, είναι η εσωτερική διάλυση της υποκειμενικότητας. Δεν μπορεί να συμβεί δημοσίως, χωρίς να απονοηματοδοτηθεί. Είναι έλλειμμα, όχι επιτέλεση. Είναι απουσία, όχι μετάδοση.
Η πολιτικοποίηση του νεκρού σώματος, όταν συνοδεύεται από εμβλήματα, ψηφιακές αναρτήσεις και επιτελεστικές δηλώσεις, ανήκει στην περιοχή του μνημειώδους φασισμού του συναισθήματος. Δεν είναι ο νεκρός που θρηνείται, είναι η ιδεολογία του που επιβεβαιώνεται. Το φέρετρο δεν είναι μνήμα, είναι βάθρο. Και η χήρα δεν είναι η Μαρία στους πρόποδες του Σταυρού, είναι θεματοφύλακας ενός brand.
Στη θεολογία του πένθους, το σώμα σιωπά. Η παρουσία του Χριστού στον τάφο δεν συνοδεύεται από ψηφιακή κάλυψη, αλλά από σιγή αγγέλων. Η ζωή των αγίων δεν μεταδίδεται live, παραμένει κρυμμένη, όπως η αγιοπνευματική εργασία της Χάριτος που δεν προβάλλεται. Η ψηφιακή δημοσίευση της οδύνης δεν είναι απλώς ανήθικη — είναι ασύμβατη με την πνευματικότητα. Δεν υπηρετεί το πρόσωπο του νεκρού, αλλά το πρόσωπο του θεάματος.
Η αντίσταση σε αυτή τη δομή δεν μπορεί να είναι συναισθηματική. Οφείλει να είναι πολιτική και μεταφυσική ταυτόχρονα. Να απαιτεί την αποσυμβολοποίηση του σώματος, την αποκατάσταση της σιωπής, την επιστροφή του πένθους στο άρρητο. Να διεκδικεί την απόκρυψη. Την αναγνώριση ότι η απώλεια δεν κοινοποιείται, δεν φωνάζεται, δεν ανεβαίνει στο Instagram.
Όποιος επιθυμεί να πενθήσει, οφείλει να αποχωρήσει. Να σβήσει. Να καταστεί αόρατος. Διότι το μόνο πένθος που έχει αξία είναι εκείνο που δεν βλέπεται. Εκείνο που αφήνει τον νεκρό ελεύθερο από κάθε σκοπιμότητα. Εκείνο που επιτρέπει στην ψυχή να πενθήσει χωρίς να υπηρετεί τη μηχανή του κόσμου. Εκείνο που δεν αναπαράγει την εξουσία, αλλά τη διαρρηγνύει.
Ο νεκρός δεν είναι content. Είναι άβυσσος. Και απέναντί του, το μόνο επιτρεπτό βλέμμα, είναι το κλειστό.