Η σημερινή τηλεφωνική συνομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν ήταν μία συνομιλία επί ίσοις όροις αλλά μία απεγνωσμένη προσπάθεια της Αθήνας να αποκαταστήσει τους διαύλους επικοινωνίας που είχε «κόψει» η Άγκυρα, αφότου προχώρησε σε κύκλωση της Ελλάδας με την τουρκολιβυκή ΑΟΖ και την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων νότια της Κρήτης στη Λιβύη.
Η Αθήνα προσπαθούσε για αρκετό καιρό να έχει κάποια ουσιαστική επαφή με άτομο Α'επιπέδου από την τουρκική πλευρά, αλλά η η Άγκυρα είχε «κατεβασμένο το τηλέφωνο» μέχρι να ολοκληρώσει την στρατηγική ανάπτυξή της.
Η Τουρκία αυξάνοντας κατακόρυφα την ένταση, τις επιθετικές δηλώσεις και την στρατιωτική παρουσία φόβισε την ελληνική κυβέρνηση, η οποία γνωρίζει πως σε περίπτωση πρόκλησης ένοπλης σύρραξης θα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, καθώς όλες οι πολιτικές ηγεσίες της τελευταίας 10ετίας προχώρησαν σε εθελούσιο αφοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων.
Αυτό κάνει τα ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης να βλέπουν τις συνομιλίες με τους Τούρκους κάτι το οποίο πρέπει να επιτευχθεί με κάθε κόστος.
Αυτό φυσικά το γνωρίζουν οι Τούρκοι και παίζουν το παιχνίδι «ζεστό-κρύο», το οποίο η ελληνική πλευρά λόγω φοβικότητας για μία στρατιωτική εμπλοκή έστω και περιορισμένη αναγκάζεται να ακολουθήσει, «κρεμάμενη» από τα τηλέφωνα.
Τελικός στόχος αυτού του «παιχνιδιού» είναι η εξάντληση και η συνθηκολόγηση της Ελλάδας με την παράδοση των κυριαρχικών δικαιωμάτων σε Αιγαίο & αν. Μεσόγειο , κάτι που η ελληνική κυβέρνηση θα είχε ήδη κάνει αν ένα σημαντικό ποσοστό της ελληνικής κοινής γνώμης (που θα εγγυάται εκλογική επιβίωση) ήταν υπέρ.
Επιπλέον σύμφωνα με πληροφορίες ακόμα και για το δευτερεύων θέμα που συζητήθηκε, αυτό του τουρισμού, η Ελλάδα ήταν αυτή που ζήτησε το άνοιγμα των συνόρων καθώς ελπίζει είτε στους Τούρκους είτε στους ξένους τουρίστες των μικρασιατικών ξενοδοχειακών μονάδων(!) , ζητιανεύοντας τον οβολό τους, μήπως και περιοριστεί η έκταση της οικονομικής κρίσης στα νησιά που η ίδια προκάλεσε με τις αλόγιστες απαγορεύσεις στην πρόσφατη κρίση του κορωνοϊού.
Άλλωστε ενδεικτικές είναι και οι δηλώσεις Ρ.Τ.Ερντογάν και πριν λίγους μήνες συγκεκριμένα ο Τούρκος πρόεδρος στις 6 Μαρτίου επιστρέφοντας από τη Μόσχα δεν είχε δείξει καμία διάθεση συνεννόησης δηλώνοντας:
«Δεν θέλω να βρεθώ στον ίδιο χώρο και να βρεθώ στην ίδια φωτογραφία με εκείνον. Προσπάθησαν αρκετά να με πείσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Αυτά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά», πρόσθεσε ο Ερντογάν.
Από την άλλη ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν πιο συγκαταβατικός δείχνοντας πως θέλει την επικοινωνία με την Τουρκία λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Είμαστε σίγουροι για το δίκαιό μας και η Ελλάδα είναι αυτή τη στιγμή μια χώρα που έχει αυτοπεποίθηση. Δεν θα έπρεπε να είναι θέμα αν και πώς θα μιλήσει ο Έλληνας πρωθυπουργός με τον Τούρκο πρόεδρο – δεν θα έπρεπε να είναι είδηση.
Πώς θα μιλάμε για ζητήματα, όπως, π.χ. η πανδημία. Δεν σημαίνει ότι επειδή μπορεί να υπάρχει μια επικοινωνία, πρέπει σώνει και καλά να λύσουμε όλα τα ζητήματα με τα οποία διαφωνούμε… Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας».
Εδώ πλέον έχουμε να κάνουμε με μία έναρξη συζήτησης συνθηκολόγησης σε όλα τα επίπεδα, το ερώτημα είναι αν τα νησιά του Αιγαίου θα ξεκινήσουν να αποστρατιωτικοποιούνται τώρα ή σε μεθύστερη φάση.
Η ΑΟΖ έχει χαθεί στο μυαλό των κυβερνώντων που συζητούν για μειωμένη επήρεια νησιών έως και... 0% με την Αίγυπτο, στον Έβρο το «περίφημο» τείχος καθημερινά διατρίεται από δεκάδες η και εκατοντάδες παράνομους μετανάστες, τα τουρκικά αεροσκάφη πετάνε καθημερινά από το τουρκικό έδαφος και ο τουρκικός στόλος έχει περικυκλώσει την Ελλάδα από τα νότια.
Αυτή είναι η πραγματική τακτική κατάσταση η οποία απαιτούσε στιβαρή πολιτική διαχείριση και όχι παράκληση για έναρξη διαπραγματεύσεων.
Πηγή: pronews.gr