Γράφει ο Μάκης Γιομπαζολιάς
Οφείλουμε, ατενίζοντας ψύχραιμα τα πράγματα της πρόσφατης πολιτικής διαδρομής και τα δραματικά γεγονότα στην χώρα μας, να διαπιστώσουμε τα εξής: Το ελληνικό κράτος ήταν ήδη ουσιαστικά χρεοκοπημένο πριν από το 2008, με ευθύνες κυβερνήσεων και αντιπολιτεύσεων, κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών, βολεμένων συντεχνιών και παρασυρμένων στον δανεικό καταναλωτισμό κοινωνικών ομάδων. Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2007-8, η ελληνική φούσκα έσπασε.
Το 2009 η κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου παρέλαβε πράγματι «καμμένη γη» στην οικονομία από την προκάτοχό της κυβέρνηση Καραμανλή. Και αυτό, ανεξάρτητα από τις ευθύνες, λιγότερο ή περισσότερο, όλων των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης. Τα ιδιαιτέρως προβληματικά στοιχεία για το δημόσιο χρέος και κυρίως για τα ελλείμματα εκείνης της περιόδου, δεν αμφισβητούνται πλέον ούτε στο εσωτερικό της χώρας, ούτε στο εξωτερικό.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν είχε άλλη επιλογή από την προσφυγή στους ευρωεταίρους. Διότι αλλιώς η χώρα, αποκλεισμένη από τις αγορές χρήματος, θα χρεοκοπούσε και τυπικά. Το να κηρύξει το δημόσιο χρέος παράνομο, να αρνηθεί την αποπληρωμή του και ίσως να φύγει η χώρα από το ευρώ ήταν υπαρκτή επιλογή, με απροσδιόριστες όμως συνέπειες. Και η μεγάλη πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων και των πολιτών έκρινε την επιλογή αυτή μη ενδεδειγμένη. Όπως απέδειξαν οι έκτοτε επιλογές των πρώτων και η ψήφος των δεύτερων.
Οι ευρωεταίροι αρνήθηκαν τότε να συζητήσουν αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, γιατί κινδύνευαν τράπεζες τους, φορτωμένες με ελληνικά ομόλογα. Το έκαναν ενάμιση χρόνο αργότερα, αφού θωράκισαν τις τράπεζες τους, «πλήττοντας» ιδιώτες κατόχους ελληνικών ομολόγων και ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία. Αυτό έγινε με το περιβόητο PSI , που πάντως μείωσε σημαντικά το μέχρι τότε ελληνικό χρέος.
Παράλληλα δημιουργήθηκαν οι ανύπαρκτοι μέχρι τότε μηχανισμοί διάσωσης χωρών μελών της ΕΕ, που απειλούνταν με χρεοκοπία. Και δόθηκαν στην χώρα μας μεγάλα ποσά, κυρίως για να μπορεί να πληρώνει τους ξένους δανειστές της. Για τα ποσά αυτά, που αύξησαν πάλι το δημόσιο χρέος, επιβλήθηκε στην Ελλάδα, μέσω των μνημονίων, αυστηρή λιτότητα και οικονομική πολιτική, που υπαγορευόταν και ελεγχόταν από τη διαβόητη «τρόϊκα» (ή «θεσμούς») των νέων πλέον δανειστών (ευρωεταίροι και ΔΝΤ).
Εντός ή εκτός ευρώ
Θεωρήθηκε λάθος της κυβέρνησης Παπανδρέου, ότι δεν έκανε το 2010 δημοψήφισμα με το δίλημμα: «Ή αυτά τα αναγκαία μέτρα με μνημόνιο ή τυπική χρεοκοπία«. Με ελαφρυντικό, ότι θεσμικά δεν προβλεπόταν τέτοιο δημοψήφισμα. Ότι ο χρόνος ήταν λίγος και πυκνός για την νομοθετική κάλυψη του κενού. Ότι οι ευρωεταίροι θα έδιναν στο δημοψήφισμα την διάσταση «εντός ή εκτός ευρώ». Και ότι υπήρχε ο κίνδυνος να αφήσουν την Ελλάδα να χρεοκοπήσει και τυπικά.
Θεωρήθηκε, επίσης, λάθος της κυβέρνησης Παπανδρέου, ότι δεν επέμεινε τότε, για μη συμμετοχή του σκληρού ΔΝΤ στην τρόϊκα, «εκβιάζοντας» αν χρειαζόταν τους ευρωεταίρους, για να αντιμετωπίσουν μόνον ενδοευρωπαϊκά το πρόβλημα, με πολιτικές αποφάσεις. Έχει όμως εξηγηθεί -πειστικά η όχι, κρίνεται- ότι την συμμετοχή του ΔΝΤ επέβαλε η Γερμανία, κυριότερος και ισχυρότερος από τους ευρωδανειστές, κάτι που έχει επιβεβαιωθεί και από κορυφαίους Ευρωπαίους παράγοντες.
Αλλιώς, οι Γερμανοί δεν συναινούσαν στην ευρωπαϊκή βοήθεια, που αποτελούσε αναγκαία συνθήκη, για να μην χρεοκοπήσει τυπικά η χώρα. Ελαφρυντικό αποτελεί, επίσης, ότι δεν έγιναν δεκτές οι ελληνικές προτάσεις, για έκδοση ευρωομολόγων. Και ότι πάντως η δημιουργία των ανύπαρκτων μέχρι τότε ευρωπαϊκών θεσμών για τέτοια προβλήματα (EFSF και μετά ESM) ήταν αποτέλεσμα και των ελληνικών προτάσεων.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου, παράλληλα με την επιβολή των μέτρων του πρώτου μνημονίου, νομοθέτησε και σοβαρές μεταρρυθμίσεις, αρκετές από τις οποίες ισχύουν και σήμερα. Εάν η τότε αξιωματική αντιπολίτευση έβαζε πλάτη, το πρόγραμμα του πρώτου μνημονίου θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς μέχρι το 2014. Και το δεύτερο μνημόνιο, που προέκυψε με το PSI (το συμφώνησαν Παπανδρέου-Βενιζέλος και εφάρμοσαν Σαμαράς-Βενιζέλος), θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς μέχρι το 2016, εάν έβαζε πλάτη η μετέπειτα αξιωματική αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ).
Αντιμνημονιακή στροφή
Η πρόθεση της κυβέρνησης Παπανδρέου, να κάνει δημοψήφισμα, στα τέλη του 2011, για το δεύτερο μνημόνιο, αποκρούσθηκε από τους ευρωεταίρους και χτυπήθηκε από την τότε αντιπολίτευση, αλλά και από «αντάρτικο» στην τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Γεγονότα που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου, στη συγκυβέρνηση Παπαδήμου, στις διπλές εκλογές του 2012, στη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με «ολίγη» ΔΗΜΑΡ και στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως αντιμνημονιακής αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το δεύτερο μνημόνιο, με μέτρα οδυνηρότερα από το πρώτο, αλλά και με σοβαρή μείωση του δημόσιου χρέους, εφαρμόσθηκε με σχετική επιτυχία, από την συγκυβέρνηση που ανέδειξαν οι εκλογές του 2012. Κάτι που οδήγησε την οικονομία σε πορεία σταθεροποίησης στα τέλη του 2014 και την χώρα σε προοπτική εξόδου από το μνημονιακό πρόγραμμα το 2016.
Προέκυψε, όμως, η επιλογή της ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη να μην συνδράμει στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στα τέλη του 2014, κάτι που προκάλεσε τις πρόωρες εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Πάντως, η πολιτική και κοινωνική πίεση, για αντιμνημονιακή στροφή, ήταν μεγάλη και δύσκολα θα επέτρεπε μακροημέρευση της κυβέρνησης Σαμαρά.
Η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΥΖΑ-ΑΝΕΛ έκανε τραγική διαπραγμάτευση με τους ευρωεταίρους, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015. Και από τον εκβιασμό «δώστε μου γιατί αλλιώς θα φύγω από το ευρώ» έφθασε στην άτακτη υποχώρηση, όταν στέγνωσε οικονομικά. Έφθασε στο δημοψήφισμα του Όχι που έγινε Ναι, στο τρίτο μνημόνιο και την απολάκτιση του αντιμνημονιακού τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Έφθασε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και στην κατάργηση κάθε «κόκκινης γραμμής» από την νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Στην επιβολή χείριστων μέτρων, για να ολοκληρωθεί το τρίτο αυτό μνημόνιο. Και στην εφαρμογή των μέτρων αυτών, σε μια κοινωνία γονατισμένη και μια αγορά αποδιαρθρωμένη.
Το τρίτο μνημόνιο
Η συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο (αλλά όχι για όλα όλα τα μέτρα που το συνόδευαν) υπερψηφίσθηκε και από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα της ΝΔ, της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) και του Ποταμιού. Εφαρμόσθηκε χωρίς σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις, αφού η κύρια αντιμνημονιακή δύναμη του παρελθόντος, ο ΣΥΡΙΖΑ, προσχώρησε, ως κυβέρνηση, στην μνημονιακή πολιτική. Και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2018.
Με τα ελλείμματα ήδη να έχουν δραστικά μειωθεί, ως αποτέλεσμα της πολιτικής λιτότητας των τριών μνημονίων. Με το δημόσιο χρέος να παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη. Με την βαρύτατη φορολογία των πάντων να έχει δημιουργήσει «μαξιλάρι» αρκετών δισ. για πληρωμή ομολόγων την προσεχή διετία. Με δεκαετή διευκόλυνση των δανειστών, για τις αποπληρωμές. Αλλά και με επιβολή αυξημένης εποπτείας από αυτούς και τα προσεχή μεταμνημονιακά χρόνια, κάτι που η αντιπολίτευση χρεώνει στην κυβέρνηση ως «τέταρτο μνημόνιο».
Με επιβολή ετήσιων πλεονασμάτων 3,5% μέχρι το 2022 και 2% μετά μέχρι το 2060. Με μεγάλο μέρος της δημόσιας περιουσίας υποθηκευμένο για 99 χρόνια. Με τις τράπεζες, μεγάλους οργανισμούς κοινής ωφέλειας και πολλά αεροδρόμια να περνούν σε αλλοδαπούς ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς. Με την χώρα μας ακόμη εκτός αγορών χρήματος. Και με επιδίωξη την «ελάφρυνση» κάποτε του δυσθεώρητου πλέον δημόσιου χρέους.
Κάνε με πρωθυπουργό
Η επιβολή τριών διαδοχικών μνημονίων στην Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα, όχι μόνο της δολιότητας των δανειστών, των λανθασμένων εκτιμήσεων τους και της στυγνής επιμονής τους σε μέτρα σκληρής λιτότητας, που δεν υπολόγισαν τις ιδιαιτερότητες της χώρας και της οικονομίας της. Αλλά ήταν αποτέλεσμα και της κουφότητας του ελληνικού πολιτικαντισμού. Διότι το πρώτο μνημόνιο, με όλα τα σφάλματά του, απέτυχε, κυρίως επειδή ήθελε να γίνει πρωθυπουργός ο Αντώνης Σαμαράς.
Και το δεύτερο μνημόνιο, με όλα τα σφάλματα του, απέτυχε, κυρίως επειδή ήθελε να γίνει πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας. Ο πρώτος με τις «μισομνημονιακές καντρίλιες» του Ζαππείου. Και ο δεύτερος με τις αυταπάτες ή τα συνειδητά ψέμματα, ότι το πρόβλημα της χώρας μπορούσε να αντιμετωπιστεί με «σκίσιμο» των μνημονίων. Και οι δύο εφάρμοσαν μνημόνια, όταν έγιναν πρωθυπουργοί.
Το τρίτο μνημόνιο ολοκληρώθηκε, επειδή το υπερψήφισε και μεγάλο τμήμα της αντιπολίτευσης. Και επειδή δεν υπήρχαν την τελευταία τριετία εκλογικές διαδικασίες, που θα μπορούσαν να ανακόψουν την θητεία της τρίτης μνημονιακής κυβέρνησης. Η χώρα, έτσι εγκλωβισμένη, είχε και έχει μπροστά της δύο επιλογές: Ή τήρηση των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, «αιματηρή» ανάκαμψη της οικονομίας και σταδιακή έξοδο από την πολύπλευρη κρίση που την μαστίζει. Ή κήρυξη του χρέους ως παράνομου, άρνηση πληρωμής του και έξοδο από την Ευρωζώνη.
Ο χάρτης των πολιτικών δυνάμεων και οι δημοσκοπικές διαθέσεις των πολιτών δείχνουν ακόμη σαφή πλειοψηφία εναντίον της δεύτερης επιλογής και υπέρ της προσπάθειας για βελτίωση της πρώτης. Και αυτή πάντως είναι επώδυνη. Για την υπέρβαση της κρίσης, που δεν τελείωσε με τα μνημόνια, είναι απολύτως αναγκαίες σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική λειτουργία της χώρας. Κυρίως η ρηξικέλευθη αλλαγή του πολιτικού συστήματος, ένα νέο ορθότερο πλαίσιο οικονομικής λειτουργίας, η υγιής επιχειρηματικότητα και η στήριξη της καινοτόμου παραγωγικότητας.
Η αποτελεσματικότερη και ποιοτικότερη οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, η στήριξη της επαρκώς αμειβόμενης και ασφαλισμένης εργασίας, η πάταξη του παρασιτισμού και της φοροδιαφυγής, ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος και η ακριβοδίκαιη και σύντομη απονομή της δικαιοσύνης. Διότι, χωρίς αυτά και την αλλαγή της γενικής κοινωνικής κουλτούρας, ακόμη και εάν χαριστεί αύριο ολόκληρο το χρέος της χώρας, θα είναι θέμα λίγων ετών να υπερχρεωθεί και να χρεοκοπήσει ξανά.
Ορθότερος ο Παπανδρέου
Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι ορθότερες, με όποια σφάλματα, ήταν οι επιλογές της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου. Διότι προέβλεπαν το λιγότερο επώδυνο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής (συγκριτικά με όσα ακολούθησαν) και ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Των οποίων, όμως, την αποτελεσματική εφαρμογή δεν επέτρεψαν ο ελληνικός πολιτικαντισμός και η στυγνότητα του γερμανόπληκτου ευρωπαϊκού κατεστημένου.
Στην πορεία για την ανασυγκρότηση της χώρας, σε νέες στέρεες βάσεις, καταλυτικό στοιχείο-μοχλός είναι οι πολιτικές επιλογές, που θα στηρίξουν την Ελλάδα που παράγει για να αναπτύσσεται και δεν δανείζεται για να καταναλώνει. Επιλογές που θα απαλλάξουν την πολιτική από τον πελατειασμό και θα υποτάξουν τον οικονομικό και κοινωνικό παρασιτισμό. Παράγοντες που ευθύνονται διαχρονικά για τις χρεοκοπίες της χώρας. Τέτοιες σημαντικές αλλαγές είναι εφικτές, μόνο με ευρεία συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων. Και πάντως εκείνων που βάζουν το μέλλον της νέας γενιάς και το αύριο της χώρας πάνω από τον λαϊκισμό και το στενό κομματικό συμφέρον του σήμερα.
Υ.Γ.: Για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, που χρειάζονται στην χώρα μας, κυρίως στο πολιτικό σύστημα, που οδηγεί και εφαρμόζει όλες τις άλλες πολιτικές, θα ακολουθήσουν άρθρα μας, με αναλύσεις και προτάσεις, που ελπίζουμε να είναι χρήσιμες και να συμβάλουν στον αναγκαίο δημόσιο διάλογο. Ιδίως εν όψει της έναρξης της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος.
slpress.gr
Οφείλουμε, ατενίζοντας ψύχραιμα τα πράγματα της πρόσφατης πολιτικής διαδρομής και τα δραματικά γεγονότα στην χώρα μας, να διαπιστώσουμε τα εξής: Το ελληνικό κράτος ήταν ήδη ουσιαστικά χρεοκοπημένο πριν από το 2008, με ευθύνες κυβερνήσεων και αντιπολιτεύσεων, κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών, βολεμένων συντεχνιών και παρασυρμένων στον δανεικό καταναλωτισμό κοινωνικών ομάδων. Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2007-8, η ελληνική φούσκα έσπασε.
Το 2009 η κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου παρέλαβε πράγματι «καμμένη γη» στην οικονομία από την προκάτοχό της κυβέρνηση Καραμανλή. Και αυτό, ανεξάρτητα από τις ευθύνες, λιγότερο ή περισσότερο, όλων των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης. Τα ιδιαιτέρως προβληματικά στοιχεία για το δημόσιο χρέος και κυρίως για τα ελλείμματα εκείνης της περιόδου, δεν αμφισβητούνται πλέον ούτε στο εσωτερικό της χώρας, ούτε στο εξωτερικό.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν είχε άλλη επιλογή από την προσφυγή στους ευρωεταίρους. Διότι αλλιώς η χώρα, αποκλεισμένη από τις αγορές χρήματος, θα χρεοκοπούσε και τυπικά. Το να κηρύξει το δημόσιο χρέος παράνομο, να αρνηθεί την αποπληρωμή του και ίσως να φύγει η χώρα από το ευρώ ήταν υπαρκτή επιλογή, με απροσδιόριστες όμως συνέπειες. Και η μεγάλη πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων και των πολιτών έκρινε την επιλογή αυτή μη ενδεδειγμένη. Όπως απέδειξαν οι έκτοτε επιλογές των πρώτων και η ψήφος των δεύτερων.
Οι ευρωεταίροι αρνήθηκαν τότε να συζητήσουν αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, γιατί κινδύνευαν τράπεζες τους, φορτωμένες με ελληνικά ομόλογα. Το έκαναν ενάμιση χρόνο αργότερα, αφού θωράκισαν τις τράπεζες τους, «πλήττοντας» ιδιώτες κατόχους ελληνικών ομολόγων και ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία. Αυτό έγινε με το περιβόητο PSI , που πάντως μείωσε σημαντικά το μέχρι τότε ελληνικό χρέος.
Παράλληλα δημιουργήθηκαν οι ανύπαρκτοι μέχρι τότε μηχανισμοί διάσωσης χωρών μελών της ΕΕ, που απειλούνταν με χρεοκοπία. Και δόθηκαν στην χώρα μας μεγάλα ποσά, κυρίως για να μπορεί να πληρώνει τους ξένους δανειστές της. Για τα ποσά αυτά, που αύξησαν πάλι το δημόσιο χρέος, επιβλήθηκε στην Ελλάδα, μέσω των μνημονίων, αυστηρή λιτότητα και οικονομική πολιτική, που υπαγορευόταν και ελεγχόταν από τη διαβόητη «τρόϊκα» (ή «θεσμούς») των νέων πλέον δανειστών (ευρωεταίροι και ΔΝΤ).
Εντός ή εκτός ευρώ
Θεωρήθηκε λάθος της κυβέρνησης Παπανδρέου, ότι δεν έκανε το 2010 δημοψήφισμα με το δίλημμα: «Ή αυτά τα αναγκαία μέτρα με μνημόνιο ή τυπική χρεοκοπία«. Με ελαφρυντικό, ότι θεσμικά δεν προβλεπόταν τέτοιο δημοψήφισμα. Ότι ο χρόνος ήταν λίγος και πυκνός για την νομοθετική κάλυψη του κενού. Ότι οι ευρωεταίροι θα έδιναν στο δημοψήφισμα την διάσταση «εντός ή εκτός ευρώ». Και ότι υπήρχε ο κίνδυνος να αφήσουν την Ελλάδα να χρεοκοπήσει και τυπικά.
Θεωρήθηκε, επίσης, λάθος της κυβέρνησης Παπανδρέου, ότι δεν επέμεινε τότε, για μη συμμετοχή του σκληρού ΔΝΤ στην τρόϊκα, «εκβιάζοντας» αν χρειαζόταν τους ευρωεταίρους, για να αντιμετωπίσουν μόνον ενδοευρωπαϊκά το πρόβλημα, με πολιτικές αποφάσεις. Έχει όμως εξηγηθεί -πειστικά η όχι, κρίνεται- ότι την συμμετοχή του ΔΝΤ επέβαλε η Γερμανία, κυριότερος και ισχυρότερος από τους ευρωδανειστές, κάτι που έχει επιβεβαιωθεί και από κορυφαίους Ευρωπαίους παράγοντες.
Αλλιώς, οι Γερμανοί δεν συναινούσαν στην ευρωπαϊκή βοήθεια, που αποτελούσε αναγκαία συνθήκη, για να μην χρεοκοπήσει τυπικά η χώρα. Ελαφρυντικό αποτελεί, επίσης, ότι δεν έγιναν δεκτές οι ελληνικές προτάσεις, για έκδοση ευρωομολόγων. Και ότι πάντως η δημιουργία των ανύπαρκτων μέχρι τότε ευρωπαϊκών θεσμών για τέτοια προβλήματα (EFSF και μετά ESM) ήταν αποτέλεσμα και των ελληνικών προτάσεων.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου, παράλληλα με την επιβολή των μέτρων του πρώτου μνημονίου, νομοθέτησε και σοβαρές μεταρρυθμίσεις, αρκετές από τις οποίες ισχύουν και σήμερα. Εάν η τότε αξιωματική αντιπολίτευση έβαζε πλάτη, το πρόγραμμα του πρώτου μνημονίου θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς μέχρι το 2014. Και το δεύτερο μνημόνιο, που προέκυψε με το PSI (το συμφώνησαν Παπανδρέου-Βενιζέλος και εφάρμοσαν Σαμαράς-Βενιζέλος), θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς μέχρι το 2016, εάν έβαζε πλάτη η μετέπειτα αξιωματική αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ).
Αντιμνημονιακή στροφή
Η πρόθεση της κυβέρνησης Παπανδρέου, να κάνει δημοψήφισμα, στα τέλη του 2011, για το δεύτερο μνημόνιο, αποκρούσθηκε από τους ευρωεταίρους και χτυπήθηκε από την τότε αντιπολίτευση, αλλά και από «αντάρτικο» στην τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Γεγονότα που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου, στη συγκυβέρνηση Παπαδήμου, στις διπλές εκλογές του 2012, στη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με «ολίγη» ΔΗΜΑΡ και στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως αντιμνημονιακής αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το δεύτερο μνημόνιο, με μέτρα οδυνηρότερα από το πρώτο, αλλά και με σοβαρή μείωση του δημόσιου χρέους, εφαρμόσθηκε με σχετική επιτυχία, από την συγκυβέρνηση που ανέδειξαν οι εκλογές του 2012. Κάτι που οδήγησε την οικονομία σε πορεία σταθεροποίησης στα τέλη του 2014 και την χώρα σε προοπτική εξόδου από το μνημονιακό πρόγραμμα το 2016.
Προέκυψε, όμως, η επιλογή της ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη να μην συνδράμει στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στα τέλη του 2014, κάτι που προκάλεσε τις πρόωρες εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Πάντως, η πολιτική και κοινωνική πίεση, για αντιμνημονιακή στροφή, ήταν μεγάλη και δύσκολα θα επέτρεπε μακροημέρευση της κυβέρνησης Σαμαρά.
Η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΥΖΑ-ΑΝΕΛ έκανε τραγική διαπραγμάτευση με τους ευρωεταίρους, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015. Και από τον εκβιασμό «δώστε μου γιατί αλλιώς θα φύγω από το ευρώ» έφθασε στην άτακτη υποχώρηση, όταν στέγνωσε οικονομικά. Έφθασε στο δημοψήφισμα του Όχι που έγινε Ναι, στο τρίτο μνημόνιο και την απολάκτιση του αντιμνημονιακού τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Έφθασε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και στην κατάργηση κάθε «κόκκινης γραμμής» από την νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Στην επιβολή χείριστων μέτρων, για να ολοκληρωθεί το τρίτο αυτό μνημόνιο. Και στην εφαρμογή των μέτρων αυτών, σε μια κοινωνία γονατισμένη και μια αγορά αποδιαρθρωμένη.
Το τρίτο μνημόνιο
Η συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο (αλλά όχι για όλα όλα τα μέτρα που το συνόδευαν) υπερψηφίσθηκε και από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα της ΝΔ, της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) και του Ποταμιού. Εφαρμόσθηκε χωρίς σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις, αφού η κύρια αντιμνημονιακή δύναμη του παρελθόντος, ο ΣΥΡΙΖΑ, προσχώρησε, ως κυβέρνηση, στην μνημονιακή πολιτική. Και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2018.
Με τα ελλείμματα ήδη να έχουν δραστικά μειωθεί, ως αποτέλεσμα της πολιτικής λιτότητας των τριών μνημονίων. Με το δημόσιο χρέος να παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη. Με την βαρύτατη φορολογία των πάντων να έχει δημιουργήσει «μαξιλάρι» αρκετών δισ. για πληρωμή ομολόγων την προσεχή διετία. Με δεκαετή διευκόλυνση των δανειστών, για τις αποπληρωμές. Αλλά και με επιβολή αυξημένης εποπτείας από αυτούς και τα προσεχή μεταμνημονιακά χρόνια, κάτι που η αντιπολίτευση χρεώνει στην κυβέρνηση ως «τέταρτο μνημόνιο».
Με επιβολή ετήσιων πλεονασμάτων 3,5% μέχρι το 2022 και 2% μετά μέχρι το 2060. Με μεγάλο μέρος της δημόσιας περιουσίας υποθηκευμένο για 99 χρόνια. Με τις τράπεζες, μεγάλους οργανισμούς κοινής ωφέλειας και πολλά αεροδρόμια να περνούν σε αλλοδαπούς ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς. Με την χώρα μας ακόμη εκτός αγορών χρήματος. Και με επιδίωξη την «ελάφρυνση» κάποτε του δυσθεώρητου πλέον δημόσιου χρέους.
Κάνε με πρωθυπουργό
Η επιβολή τριών διαδοχικών μνημονίων στην Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα, όχι μόνο της δολιότητας των δανειστών, των λανθασμένων εκτιμήσεων τους και της στυγνής επιμονής τους σε μέτρα σκληρής λιτότητας, που δεν υπολόγισαν τις ιδιαιτερότητες της χώρας και της οικονομίας της. Αλλά ήταν αποτέλεσμα και της κουφότητας του ελληνικού πολιτικαντισμού. Διότι το πρώτο μνημόνιο, με όλα τα σφάλματά του, απέτυχε, κυρίως επειδή ήθελε να γίνει πρωθυπουργός ο Αντώνης Σαμαράς.
Και το δεύτερο μνημόνιο, με όλα τα σφάλματα του, απέτυχε, κυρίως επειδή ήθελε να γίνει πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας. Ο πρώτος με τις «μισομνημονιακές καντρίλιες» του Ζαππείου. Και ο δεύτερος με τις αυταπάτες ή τα συνειδητά ψέμματα, ότι το πρόβλημα της χώρας μπορούσε να αντιμετωπιστεί με «σκίσιμο» των μνημονίων. Και οι δύο εφάρμοσαν μνημόνια, όταν έγιναν πρωθυπουργοί.
Το τρίτο μνημόνιο ολοκληρώθηκε, επειδή το υπερψήφισε και μεγάλο τμήμα της αντιπολίτευσης. Και επειδή δεν υπήρχαν την τελευταία τριετία εκλογικές διαδικασίες, που θα μπορούσαν να ανακόψουν την θητεία της τρίτης μνημονιακής κυβέρνησης. Η χώρα, έτσι εγκλωβισμένη, είχε και έχει μπροστά της δύο επιλογές: Ή τήρηση των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, «αιματηρή» ανάκαμψη της οικονομίας και σταδιακή έξοδο από την πολύπλευρη κρίση που την μαστίζει. Ή κήρυξη του χρέους ως παράνομου, άρνηση πληρωμής του και έξοδο από την Ευρωζώνη.
Ο χάρτης των πολιτικών δυνάμεων και οι δημοσκοπικές διαθέσεις των πολιτών δείχνουν ακόμη σαφή πλειοψηφία εναντίον της δεύτερης επιλογής και υπέρ της προσπάθειας για βελτίωση της πρώτης. Και αυτή πάντως είναι επώδυνη. Για την υπέρβαση της κρίσης, που δεν τελείωσε με τα μνημόνια, είναι απολύτως αναγκαίες σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική λειτουργία της χώρας. Κυρίως η ρηξικέλευθη αλλαγή του πολιτικού συστήματος, ένα νέο ορθότερο πλαίσιο οικονομικής λειτουργίας, η υγιής επιχειρηματικότητα και η στήριξη της καινοτόμου παραγωγικότητας.
Η αποτελεσματικότερη και ποιοτικότερη οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, η στήριξη της επαρκώς αμειβόμενης και ασφαλισμένης εργασίας, η πάταξη του παρασιτισμού και της φοροδιαφυγής, ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος και η ακριβοδίκαιη και σύντομη απονομή της δικαιοσύνης. Διότι, χωρίς αυτά και την αλλαγή της γενικής κοινωνικής κουλτούρας, ακόμη και εάν χαριστεί αύριο ολόκληρο το χρέος της χώρας, θα είναι θέμα λίγων ετών να υπερχρεωθεί και να χρεοκοπήσει ξανά.
Ορθότερος ο Παπανδρέου
Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι ορθότερες, με όποια σφάλματα, ήταν οι επιλογές της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου. Διότι προέβλεπαν το λιγότερο επώδυνο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής (συγκριτικά με όσα ακολούθησαν) και ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Των οποίων, όμως, την αποτελεσματική εφαρμογή δεν επέτρεψαν ο ελληνικός πολιτικαντισμός και η στυγνότητα του γερμανόπληκτου ευρωπαϊκού κατεστημένου.
Στην πορεία για την ανασυγκρότηση της χώρας, σε νέες στέρεες βάσεις, καταλυτικό στοιχείο-μοχλός είναι οι πολιτικές επιλογές, που θα στηρίξουν την Ελλάδα που παράγει για να αναπτύσσεται και δεν δανείζεται για να καταναλώνει. Επιλογές που θα απαλλάξουν την πολιτική από τον πελατειασμό και θα υποτάξουν τον οικονομικό και κοινωνικό παρασιτισμό. Παράγοντες που ευθύνονται διαχρονικά για τις χρεοκοπίες της χώρας. Τέτοιες σημαντικές αλλαγές είναι εφικτές, μόνο με ευρεία συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων. Και πάντως εκείνων που βάζουν το μέλλον της νέας γενιάς και το αύριο της χώρας πάνω από τον λαϊκισμό και το στενό κομματικό συμφέρον του σήμερα.
Υ.Γ.: Για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, που χρειάζονται στην χώρα μας, κυρίως στο πολιτικό σύστημα, που οδηγεί και εφαρμόζει όλες τις άλλες πολιτικές, θα ακολουθήσουν άρθρα μας, με αναλύσεις και προτάσεις, που ελπίζουμε να είναι χρήσιμες και να συμβάλουν στον αναγκαίο δημόσιο διάλογο. Ιδίως εν όψει της έναρξης της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος.
slpress.gr