Η Ευρώπη θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του εξωτερικού, μόνον όταν ξεπεράσει την ευρωκρίση. Η Γαλλία και η Ιταλία έχουν μια σαφή ατζέντα, η Γερμανία δυστυχώς όχι και πρέπει να αποφασίσει, υποστηρίζουν ο Γιοχάνες Μπέκερ, διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Μίνστερ και ο Κλέμενς Φιστ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου, σε κοινό τους άρθρο στη «Frankfurter Allgemeine Zeitung».
Λόγω Τραμπ, Ερντογάν, του πολέμου στη Συρία και της προσφυγικής κρίσης είναι πιο αναγκαία από ποτέ μια ισχυρή Ευρώπη, ικανή να δρα. Στην πραγματικότητα όμως η ήπειρός μας έχει πληγεί οικονομικά και είναι διχασμένη εσωτερικά.
Στην Ευρώπη λείπει μια ηγεσία η οποία να πάρει πειστικές πρωτοβουλίες για την επίλυση των οικονομικών και πολιτικών προκλήσεων. Η Κομισιόν δεν μπορεί να παίξει έναν τέτοιο ρόλο, αφού δεν έχει τη δημοκρατική νομιμοποίηση και την εντολή, έστω και αν δεν της λείπει η φιλοδοξία.
Οι μεγάλες χώρες της ΕΕ υποφέρουν από την υψηλή ανεργία και την αδύναμη ανάπτυξη και περιορίζονται στο να ζητούν μεγαλύτερα περιθώρια χρέωσης και αλληλέγγυα ευθύνη της ευρωζώνης στα χρέη τους. Η Μ. Βρετανία οδεύει προς την έξοδο. Και η Γερμανία; Η γερμανική πολιτική αρνείται τον ηγετικό της ρόλο ακόμα και αν μερικές φορές δίνεται η εντύπωση για το αντίθετο.
Ένα κεντρικό ζήτημα για την αδυναμία της Ευρώπης είναι η κρίση της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, η οποία εξακολουθεί να μην έχει ξεπεραστεί. Πώς γίνεται επτά χρόνια μετά την κρίση να μην έχουν όμως επιλυθεί τα μεγάλα προβλήματα, αλλά αντίθετα να εξακολουθούν να επιδεινώνονται, αναρωτιούνται οι δυο οικονομολόγοι συγγραφείς του άρθρου.
Οι πρωτοβουλίες δεν εκπορεύονται αυτόν τον καιρό από τη Γερμανία, αλλά από τη Γαλλία και την Ιταλία. Πρέπει, μεταξύ άλλων, να μετατραπεί η ευρωζώνη σε κοινότητα συνευθύνης των χρεών των κρατών-μελών και σε «ένωση μεταβιβάσεων», της περιορισμένης δηλαδή μεταφοράς πόρων από τη μια χώρα-μέλος της Ευρωζώνης σε μια άλλη, κάτι το οποίο, δεδομένων των χρεών και της οικονομικής αδυναμίας τους, θα ήταν και προς το εθνικό τους συμφέρον.
Ο ρόλος της Γερμανίας είναι καθαρά αντιδραστικός, η κ. Μέρκελ επικρίνεται ως «Madame Non» και η μεγαλύτερη επιτυχία της Γερμανίας είναι μέχρι τώρα ότι έχει παρεμποδίσει την κοινοτικοποίηση των χρεών υπό τη μορφή των Eurobonds. Έως τώρα, διότι και επ’ αυτού του θέματος η γερμανική κυβέρνηση δεν διατυπώνει μια σαφή αντιπρόταση, δεν λέει ένα σαφές «όχι!», αλλά εκφράζει μιαν αόριστη δυσφορία.
Η γερμανική ευρωπαϊκή πολιτική είναι μια σειρά από βραχυπρόθεσμες πολιτικές οι οποίες διακόπτονται από μακρά διαλείμματα, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα.
Η εκάστοτε κυβέρνηση ισορροπεί μεταξύ των απαιτήσεων των γειτονικών της χωρών και στην αντίθεση των κοινοβουλευτικών ομάδων των γερμανικών κομμάτων. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αντιδράσεις από την πλευρά των γερμανικών ελίτ και μέρους της μεσαίας αστικής τάξης δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως απόλυτη αποδοχή του ευρώ, εκτιμούν οι Γ. Μπέκερ και Κλ. Φιστ.
Οι επικείμενες εκλογές στη Γερμανία προσφέρουν κατά τη γνώμη τους την ευκαιρία να επεξεργασθούν τα γερμανικά κόμματα συγκεκριμένα σχέδια για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Ιδέες υπάρχουν πολλές, η πολιτική απλώς πρέπει να τις υιοθετήσει.
Οι βασικές στρατηγικές για το μέλλον της ευρωζώνης είναι οι εξής τρεις κατά τους δύο οικονομολόγους συγγραφείς του άρθρου:
H πρώτη έχει ως στόχο μια νομισματική ένωση καθοδηγούμενη από τις Βρυξέλλες, στην οποία τα κράτη- μέλη συνευθύνονται για τα χρέη και τα εθνικά κοινοβούλια εκχωρούν το δικαίωμά τους να ορίζουν το ύψος του χρέους τους σε έναν ευρωπαϊκό θεσμό. Εδώ θα πρέπει να διευκρινισθεί πως θα μπορούσαν να νομιμοποιούνται δημοκρατικά οι αποφάσεις αυτού του θεσμού, επισημαίνουν ο Γιοχάνες Μπέκερ και ο Κλέμενς Φιστ.
Η δεύτερη στρατηγική αφήνει το δικαίωμα του ύψους του χρέους στα κράτη-μέλη και τους δίνει μεγαλύτερα περιθώρια για τη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής τους. Η συνευθύνη σε αυτήν την περίπτωση αποκλείεται και αναπόφευκτη θα ήταν και η εισαγωγή μια αξιόπιστης διαδικασίας πτωχεύσεως των κρατών-μελών. Εκκινώντας από την τρέχουσα κατάσταση θα πρέπει όμως να διευκρινιστεί πως θα εμποδίζεται μια νέα δημοσιονομική κρίση.
Η τρίτη στρατηγική είναι η κατάργηση του ευρώ και η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα με όσους κινδύνους εμπεριέχει αυτή για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Μετά από μια τέτοια ευρεία διαδικασία συζήτησης και τη σχετική απόφαση, η νέα γερμανική κυβέρνηση θα είχε την εντολή κατά τις διαπραγματεύσεις να ζητήσει από τις άλλες χώρες μέλη μεταρρυθμίσεις οι οποίες να λαμβάνουν υπόψη και τις επιθυμίες του γερμανικού λαού.
Για το μέλλον της Ευρώπης είναι σημαντικό να υιοθετήσει η Γερμανία την εξέλιξη της νομισματικής ένωσης και να συμβάλει περισσότερο Γερμανία σε αυτήν, παρά να επιμένει σε ένα αποτυχημένο θεσμικό πλαίσιο. Μόνον εάν ξεπεραστεί η ευρωκρίση θα μπορέσει η ευρωζώνη να είναι πειστική προς τα έξω και να εκπροσωπεί αποτελεσματικά τα συμφέροντά της, καταλήγει το άρθρο των οικονομολόγων στη FAZ.