ΣΩΤΑΔΗΣ Ο ΚΡΗΣ
... Ο νεαρός άνδρας που σκάλιζε τις ελιές στο πατρογονικό χωράφι, σκούπισε το μέτωπο του. Στάθηκε, πήγε κάτω από την ελιά που είχε το προσφάι του, πήρε το φλασκί με το νερό, ήπιε δυο - τρεις γουλιές, κάθισε λίγο να ξαποστάσει. Καμιά διακοσαριά δένδρα ελιές, περί τα διακόσια κλήματα, μπόλικη δουλειά σε ξένα χωράφια, χειμώνα – καλοκαίρι, πολλά χρόνια, όλη το βίος του γερο-πατέρα.
Κουβάλημα νερού σε μεγάλα φλασκιά... Πότισμα, ξεβοτάνισμα, σκάψιμο, μάζεμα... Και το αμπέλι... Κάθε τρεις ημέρες από πάνω. Με κάθε βροχή, σκούπισμα κυριολεκτικά των φύλλων. Η κάθε ημέρα σκληρή. Σκληρό και το ψωμί. Το αλατισμένο τυρόγαλο, οι λίγες ελιές, το ξερό φραγκόσυκο. Λίγες οι στιγμές της ξεγνοιασιάς, της σχόλης, της αργίας.
Τον νεαρό άνδρα, τον Σωτάδη από την Κνωσό της Κρήτης, τον έτρωγε η αγωνία... Του αύριο, του μεθαύριο. Έβλεπε τον κόσμο της ιδιαίτερης πατρίδας. Κοίταξε προς τ' αρχαία μάρμαρα. Τα περισσότερα χαμένα στη λήθη. Είχε ακούσει για τα περασμένα μεγαλεία. Για την Κνωσό και τον Μίνωα. Για τις αλλοτινές εποχές που η Κρήτη, αφέντρα της Μεσογείου, είχε άλλη αξία, και αυτή και οι άνθρωποί της.
Τώρα αυτός, ένας νέος αγρότης, ένα παλικάρι, κοντά στα είκοσί του χρόνια, να παλεύει με τη γη, να ζήσει, να βοηθήσει και την οικογένεια την πολυμελή. Ο πατέρας είχε αρχίσει να σπάει. Τα χέρια του, δυνατά άλλοτε, τώρα πια είχαν ροζιάσει. Οι αρθρώσεις πόναγαν, τα δάχτυλα είχαν στραβώσει... Το ξινάρι καλά - καλά δεν το ‘πιανε στα χέρια.
Τον άκουγε τα βράδια να βογκάει από τους πόνους. Μούγκριζε, γύριζε πλευρό. Η μάνα του ζέσταινε νερό. Του έβαζε ζεστή πλίνθα στο κουρασμένο ταλαιπωρημένο κορμί. Να το ζεστάνει. Να του πραΰνει τον πόνο.
Αργά το βράδυ, ώρες μετά που είχαν πλαγιάσει, ερχόταν ο ύπνος να καταλαγιάσει το μαρτύριο όλης της οικογένειας. Ο Σωτάδης μ' ανοιχτά τα μάτια, τις πιο πολλές φορές δακρυσμένος, άκουγε και δεν μίλαγε. Τι να πει άλλωστε, σ' έναν πατέρα, που τώρα ανήμπορος πάσχιζε, χρόνια, να τους αναστήσει; Τ' αδέλφια του μικρότερα είχαν αποκοιμηθεί από ώρα. Κάτι έπρεπε να κάνει. Μα τι όμως; Όλη η οικογένεια ουσιαστικά κρεμόταν πάνω του.
Το πρωί κατέβηκε στο λιμάνι. Το ‘χε αποφασίσει. Θα πήγαινε ναυτικός. Τα καράβια πάντα είχαν καλά λεφτά σαν μερτικό για τους σκληραγωγημένους νεαρούς σαν κι αυτόν. Θα κράταγε τα λίγα για τον εαυτό του και τα υπόλοιπα θα τα έδινε στην οικογένεια. Σίγουρα θα πέρναγαν καλύτερα, μέχρι να μεγαλώσουν τα μικρότερα αδέρφια του. Όσο για τα χωράφια... Αυτά ο πατέρας θα τα έδινε μισακά σε κάποιον χωριανό. Κάτι θα έμενε στην οικογένεια και από κει, κι έτσι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για όλους.
Φθάνοντας στο λιμάνι, ο Σωτάδης δεν γνώριζε ότι η απόφασή του, που ακόμα δεν την είχε πει σε κανέναν, θα άλλαζε κυριολεκτικά τη ζωή του και συνάμα βέβαια τη ζωή όλης της οικογένειάς του.
Πριν το λιμάνι, στα ριζά της πόλης, είδε αρκετό κόσμο μαζεμένο. Πλησίασε από περιέργεια. Τι γίνεται; ρώτησε κάποιον γνωστό. Έχουμε θρησκευτικές γιορτές, του απάντησε εκείνος. Θα ακολουθήσουν αγώνες... Θα τρέξουν τα πιο διαλεχτά παλικάρια της Κρήτης. Ο νικητής θα πάρει έπαθλο ένα βόδι...
Την εποχή εκείνη και προγενέστερα, συνηθίζετο στις τοπικές γιορτές, τα έπαθλα να ήσαν χρήσιμα για τους αθλητές και τις οικογένειές τους. Έτσι, στην περιφερειακή αγροτική Ελλάδα, οι πόλεις που διοργάνωναν αγώνα, συνήθιζαν να δίνουν βόδια που βοήθαγαν τους αγρότες στις δουλειές, ή άλογα ή αγελάδες, σαν έπαθλα νίκης.
Ο Σωτάδης κοίταξε για λίγο... Συνέχισε την πορεία του. Λίγα μέτρα πιο κάτω κοντοστάθηκε. Σκέφθηκε για λίγο το έπαθλο και είπε μέσα του: Ένα βόδι έπαθλο νικητή. Και δεν δοκιμάζω; Τι έχω να χάσω;
Το σώμα του ήταν καλογυμνασμένο. Κάθε ημέρα πολλών χρόνων έντονης μυϊκής αγροτικής δουλειάς, το είχαν γυμνάσει. Είχαν αφαιρέσει περιττά κιλά και λίπη. Δυνατός, λεπτός με κάθε μυ να «φαίνεται» επάνω του, δήλωσε συμμετοχή για τον αγώνα. Οι Δρομείς θα έτρεχαν ένα αγώνισμα, ασυνήθιστο για πολλές περιοχές στην Ελλάδα. Τον Ίππειο αγώνα που αντιστοιχούσε σε τέσσερα περίπου στάδια (σήμερα 800 περίπου μέτρα). Στο μεταξύ ο κόσμος πύκνωνε. Ανάμεσά τους οι τοπικοί άρχοντες... Οι έμποροι και οι ναυτικοί από το λιμάνι και αρκετοί κάτοικοι από το χωριό του.
Δόθηκε η εκκίνηση. Ο άπειρος Σωτάδης έκανε το λάθος των αρχάριων Δρομέων. Στηρίχθηκε στον ενθουσιασμό και τη δύναμη του πρωτάρη. Ρίχθηκε μπροστά. Ξέφυγε πολύ των άλλων Δρομέων. Συνέχισε με τον ίδιο ενθουσιασμό και τόλμη. Στα μισά έδειχνε να έχει εξασφαλίσει τη νίκη. Οι θεατές φώναζαν για να τον ενθαρρύνουν. Δεν ήξεραν όμως ότι ο Σωτάδης ήδη είχε αρχίσει να λαχανιάζει. Στα μηνίγγια του βούιζε ο εγκέφαλος από την έλλειψη οξυγόνου. Τα πνευμόνια του έκαιγαν. Η καρδιά του έκανε σαν παλαβή μέσα στο παλλόμενο στήθος. Τα πόδια άμαθα στο τρέξιμο για τέτοιες αποστάσεις, άρχισαν να σφίγγουν. Όλα πάνω του είχαν επαναστατήσει. Κι ενώ αυτός ήταν μακράν μπροστά από τους άλλους και ο κόσμος απολάμβανε την διαφαινόμενη νίκη του, εκείνος πάλευε να μη σκάσει.
Έπειτα από λίγο, άρχισε να κόβει τον ρυθμό του. Οι μεγάλες δρασκελιές έδωσαν τη θέση τους σε πιο μικρές. Τα βήματα έγιναν αβέβαια και μικρά. Οι άλλοι δρομείς, που για 400 μέτρα τον έβλεπαν να ξεμακραίνει και να τους παίρνει τη δόξα, αναθάρρησαν. Άρχισαν να μειώνουν την απόσταση. Κάποιοι απ' αυτούς έπαιρναν τακτικά μέρος σε αγώνες σε ολόκληρη την Κρήτη. Μάλιστα ένας - δυο είχαν αποτολμήσει να συμμετάσχουν και σε αγώνες και σε άλλες περιοχές στην Ελλάδα.
Είχαν απορήσει απ' αυτόν τον καινούργιο, τον άγνωστο που μπήκε μπροστά στον Αγώνα. Δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ και τους έκανε εντύπωση η ταχύτητα που αυτός ρίχτηκε μπροστά.
Σε λίγο τον είχαν φτάσει. Ένας - δυο μάλιστα τον ειρωνεύτηκαν... Τώρα αρχίζει ο αγώνας, μικρέ, του είπαν. “Τι θέλεις βρε κακόμοιρε να τρέξεις;” του είπε ο τρίτος.
Ο Σωτάδης τους κοίταζε να απομακρύνονται. Οι θεατές ούρλιαζαν από την απρόσμενη τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Ο αγώνας ήταν συναρπαστικός και η συμμετοχή του Σωτάδη είχε κάνει τον αγώνα άνω κάτω.
Έσφιξε τα χείλη. Τα μάτια του κόκκινα από τον ιδρώτα και από την προσπάθεια, από την έλλειψη οξυγόνου και από τον ήλιο, έκλαψαν. Ρίχθηκε στο κατόπι τους. Κάθε μέτρο και η διαφορά μειώνονταν. Είχαν μπει για τα καλά στο τελευταίο στάδιο του αγώνα. Τέσσερεις δρομείς που πάσχιζαν για την πρωτιά. Ο κόσμος βλέποντας ότι ο Σωτάδης είχε ξαναγεννηθεί, άρχισε πάλι να φωνάζει και να ενθαρρύνει τον άπειρο δρομέα.
Ξάφνου τον είδαν να επιταχύνει, αφήνοντας τους άλλους πίσω. Ο Σωτάδης είδε τον κόσμο να είναι μαζεμένος στον τερματισμό. Τα μάτια είχαν κλείσει πια. Η καρδιά κόντευε να σπάσει στο τρελό χτύπημά της. Κάθε μόριο του κορμιού του είχε φουσκώσει, έτοιμο να εκραγεί. Μαζεύοντας ό,τι κουράγιο είχε απομείνει, έτρεξε τα τελευταία μέτρα. Φθάνοντας στον τερματισμό, κατέρρευσε. Έχασε τις αισθήσεις του στην τελευταία δρασκελιά. Οι θεατές πανηγύρισαν την νίκη του. Όταν συνήλθε, είδε τους υπεύθυνους του αγώνα που τον αγκάλιασαν δίνοντας συγχαρητήρια. Προσπαθώντας να ανασάνει, ένας μεγαλόσωμος γενειοφόρος άνδρας τον πλησίασε. Αφού τον συγχάρηκε, του είπε: “Είσαι γεννημένος Δρομέας, παλικάρι μου. Τα τελευταία μέτρα, η επίθεση που έκανες, το αποδεικνύουν. Άκουσε με. Ονομάζομαι Αρκεσίλαος, ήμουν δρομέας στα νιάτα μου. Είμαι από την Έφεσο. Τώρα είμαι καπετάνιος σε ένα εμπορικό. Ας είσαι ευλογημένος που μου θύμισες τα νιάτα μου”. Του είπε, ότι αν κάποτε τον χρειαζόταν, θα τον βοηθούσε σε οτιδήποτε.
Ο Σωτάδης γύρισε στο σπίτι του με το στεφάνι του νικητή και με το βόδι που κέρδισε στον αγώνα. Όταν πλησίασε στο σπίτι του, ο πατέρας του βλέποντας να τραβάει το βόδι, τον ρώτησε πού το βρήκε. “Τι έγινε, ποιανού είναι το ζώο;”. Όταν μαζεύτηκε και η υπόλοιπη οικογένεια, ο Σωτάδης τού είπε την εκπληκτική του πρωινή περιπέτεια.
Όλοι είχαν μείνει έκπληκτοι. Ήταν κάτι που δεν το περίμενε κανείς. Ο πατέρας του τον αγκάλιασε. Παιδί μου, κάνε ό,τι σε φωτίσει το μυαλό σου. Εμείς στηριζόμαστε πάνω σου και σου ευχόμαστε πάντα να κερδίζεις...
Το αμέσως επόμενο διάστημα, ο Σωτάδης κατέβαινε συχνά στο Στάδιο και προπονιόταν τακτικά. Του άρεσε να τρέχει στον Δόλιχο δρόμο. Αφού η φυσική του αντοχή που αυξανόταν μέρα με την ημέρα, συνδυαζόμενη από τον θαυμάσιο ψυχικό του κόσμο, του επέτρεπε να αντέχει στην αυξανόμενη δυσκολία του αγώνα αυτού, ήταν αποφασισμένος να ασχοληθεί με τον Δόλιχο δρόμο που ήταν το αγώνισμά του.
Οι τοπικοί άρχοντες βλέποντας ότι ο Σωτάδης κέρδισε με ευκολία τώρα πια τους τοπικούς αγώνες όπου συμμετείχε, τον παρότρυναν να τρέξει στους επόμενους Ολυμπιακούς, στην 99η κατά σειρά διοργάνωσή τους.
Ο Σωτάδης δέχθηκε με χαρά. Έφυγε από το νησί του με όνειρα και προσμονή για τον Αγώνα που θα άλλαζε τη ζωή του. Στην προκυμαία, οι γονείς του και τα μικρά αδέλφια του, βασανισμένες μορφές, του κουνούσαν τα χέρια στέλνοντας φιλιά και δάκρυα.
Φθάνοντας στην Ολυμπία η ώρα των Αγώνων, ο Σωτάδης είχε να αντιμετωπίσει πολλούς καλούς δρομείς. Σπαρτιάτες, Κυρηναίοι, Ηλείοι, Κορίνθιοι, Αργείοι, Θηβαίοι, είχαν δηλώσει στον Δόλιχο δρόμο, που έπειτα από πολλά χρόνια θα διεξαγόταν και πάλι στην Ολυμπία.
Ο αγώνας άρχισε. Ο Σωτάδης επειδή δεν είχε αγώνες δύσκολους στα πόδια του, είχε αποφασίσει να τρέξει συντηρητικά, να περιμένει δηλαδή τους άλλους, μένοντας συνέχεια πίσω από τους πρώτους, και στα τελευταία στάδια να ξεπεταχθεί. Πέρασαν αρκετά στάδια με την τακτική του να αποδεικνύεται σωστή. Τους έβλεπε να αγωνίζονται σκληρά, στάδιο με στάδιο, να κουράζονται διεκδικώντας την προσωρινή πρωτιά, στον δυνατό ήλιο της Ολυμπίας. Αυτός από κοντά κρατούσε τις δυνάμεις του.
Η ώρα περνούσε. Είχαν φθάσει πια στα δύο τελευταία στάδια για να ολοκληρωθεί ο αγώνας. Στις βαριές ανάσες των πρώτων, η ελαφριά ανάσα του Σωτάδη, ο άνετος διασκελισμός ήταν έκπληξη μετά 22 στάδια. Άρχισε την επίθεση. Ο κόσμος που δεν ήξερε τον Σωτάδη κοιτούσε με έκπληξη τον νεαρό Κρητικό που με άνεση περνούσε τον ένα μετά τον άλλον τους συναθλητές του. Σε λίγο, μπαίνοντας στο τελευταίο στάδιο, ήδη ήταν πρώτος. Κανένας δεν τον ήξερε... Δεν τον περίμενε... Απομακρύνθηκε απ' όλους τους συναθλητές, τερματίζοντας άνετα. Ήταν ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ στον πιο δύσκολο αγώνα δρόμου που διεξαγόταν στην Ολυμπία.
... Γύρισε στην Κρήτη. Τα νέα είχαν φθάσει. Όλοι είχαν μαζευτεί στην προκυμαία, στο λιμάνι. Οι τοπικοί άρχοντες τον ξαναστεφάνωσαν. Συνοδεία πήγαν στο γλέντι. Γύρισαν στο σπίτι αργά το βράδυ. Αυτά που η πόλη τού είχε δώσει ήταν λίγα. Ένα ζευγάρι βόδια κι ένα ζευγάρι άλογα μαζί με τις τροφές τους για ένα χρόνο. Την άλλη μέρα, στο χωράφι, στην ίδια δουλειά...
Στάθηκε για λίγους μήνες να κάνει χωράφι, τις ίδιες δουλειές που έκανε και τις υπόλοιπες χρονιές της ζωής του. Μια ημέρα, θυμήθηκε τον Αρκεσίλαο. Πήγε στην Έφεσο. Τον βρήκε. Μόλις τον είδε εκείνος τον αναγνώρισε. Καλώς τον Ολυμπιονίκη. Ώστε ήρθες λοιπόν. Καλώς όρισες. Του μίλησε για το πώς έμαθε για την νίκη του. Ο Σωτάδης του είπε για την φτώχεια και την μιζέρια του χωριού του. Τότε ο Αρκεσίλαος του είπε για την πρόταση που θα άλλαζε τη ζωή του. “Πριν από εσένα, ο Άστυλος. Ο Εργοτέλης από το χωριό σου δεν ήταν ακόμη και ο Δίκων που κέρδισε στο Στάδιο μαζί με σένα σαν Συρακούσιος δεν έτρεξε; Τρέξε σαν Εφέσιος και θα δεις, η ζωή σου θ' αλλάξει. Κι εσύ και η οικογένεια σου θα πάρουν πολλά. Τέρμα η φτώχεια και η αγωνία”.
Ο Σωτάδης δέχθηκε... Στην επόμενη 100ή Ολυμπιάδα έτρεξε σαν Εφέσιος. Το φτωχόπαιδο από την Κρήτη, κέρδισε για δεύτερη συνεχή φορά στον Δόλιχο δρόμο, πετυχαίνοντας να είναι ο πρώτος και ο τελευταίος αθλητής που το πέτυχε στη μακραίωνη ιστορία των Ολυμπιακών στην Ολυμπία, αφού ο Εργοτέλης, ο άλλος μεγάλος Κρητικός δολιχοδρόμος το είχε πετύχει (δύο νίκες όμως σε οχτώ χρόνια, δηλαδή σε τρεις Ολυμπιάδες, και όχι σε δύο συνεχείς όπως ο Σωτάδης). Πήρε κοντά του στην 'Εφεσο την οικογένειά του, όπου έζησε πλούσια, όπως του είχε υποσχεθεί ο Αρκεσίλαος. Τα κτήματα στην Κρήτη τα έδωσε σε κάποιον φίλο του να τα καλλιεργεί και να παίρνει τους καρπούς...
... Ο θρύλος λέει ότι μετά από κάμποσα χρόνια, γέρος πια ο Σωτάδης, γύρισε στην Κρήτη, καλλιεργώντας τις ίδιες ελιές και το ίδιο αμπέλι. Εκεί που σκεφτόταν τη ζωή του νεαρό παιδί...
ΚΩΣΤΑΣ ΣΑΜΙΟΣ
... Ο νεαρός άνδρας που σκάλιζε τις ελιές στο πατρογονικό χωράφι, σκούπισε το μέτωπο του. Στάθηκε, πήγε κάτω από την ελιά που είχε το προσφάι του, πήρε το φλασκί με το νερό, ήπιε δυο - τρεις γουλιές, κάθισε λίγο να ξαποστάσει. Καμιά διακοσαριά δένδρα ελιές, περί τα διακόσια κλήματα, μπόλικη δουλειά σε ξένα χωράφια, χειμώνα – καλοκαίρι, πολλά χρόνια, όλη το βίος του γερο-πατέρα.
Κουβάλημα νερού σε μεγάλα φλασκιά... Πότισμα, ξεβοτάνισμα, σκάψιμο, μάζεμα... Και το αμπέλι... Κάθε τρεις ημέρες από πάνω. Με κάθε βροχή, σκούπισμα κυριολεκτικά των φύλλων. Η κάθε ημέρα σκληρή. Σκληρό και το ψωμί. Το αλατισμένο τυρόγαλο, οι λίγες ελιές, το ξερό φραγκόσυκο. Λίγες οι στιγμές της ξεγνοιασιάς, της σχόλης, της αργίας.
Τον νεαρό άνδρα, τον Σωτάδη από την Κνωσό της Κρήτης, τον έτρωγε η αγωνία... Του αύριο, του μεθαύριο. Έβλεπε τον κόσμο της ιδιαίτερης πατρίδας. Κοίταξε προς τ' αρχαία μάρμαρα. Τα περισσότερα χαμένα στη λήθη. Είχε ακούσει για τα περασμένα μεγαλεία. Για την Κνωσό και τον Μίνωα. Για τις αλλοτινές εποχές που η Κρήτη, αφέντρα της Μεσογείου, είχε άλλη αξία, και αυτή και οι άνθρωποί της.
Τώρα αυτός, ένας νέος αγρότης, ένα παλικάρι, κοντά στα είκοσί του χρόνια, να παλεύει με τη γη, να ζήσει, να βοηθήσει και την οικογένεια την πολυμελή. Ο πατέρας είχε αρχίσει να σπάει. Τα χέρια του, δυνατά άλλοτε, τώρα πια είχαν ροζιάσει. Οι αρθρώσεις πόναγαν, τα δάχτυλα είχαν στραβώσει... Το ξινάρι καλά - καλά δεν το ‘πιανε στα χέρια.
Τον άκουγε τα βράδια να βογκάει από τους πόνους. Μούγκριζε, γύριζε πλευρό. Η μάνα του ζέσταινε νερό. Του έβαζε ζεστή πλίνθα στο κουρασμένο ταλαιπωρημένο κορμί. Να το ζεστάνει. Να του πραΰνει τον πόνο.
Αργά το βράδυ, ώρες μετά που είχαν πλαγιάσει, ερχόταν ο ύπνος να καταλαγιάσει το μαρτύριο όλης της οικογένειας. Ο Σωτάδης μ' ανοιχτά τα μάτια, τις πιο πολλές φορές δακρυσμένος, άκουγε και δεν μίλαγε. Τι να πει άλλωστε, σ' έναν πατέρα, που τώρα ανήμπορος πάσχιζε, χρόνια, να τους αναστήσει; Τ' αδέλφια του μικρότερα είχαν αποκοιμηθεί από ώρα. Κάτι έπρεπε να κάνει. Μα τι όμως; Όλη η οικογένεια ουσιαστικά κρεμόταν πάνω του.
Το πρωί κατέβηκε στο λιμάνι. Το ‘χε αποφασίσει. Θα πήγαινε ναυτικός. Τα καράβια πάντα είχαν καλά λεφτά σαν μερτικό για τους σκληραγωγημένους νεαρούς σαν κι αυτόν. Θα κράταγε τα λίγα για τον εαυτό του και τα υπόλοιπα θα τα έδινε στην οικογένεια. Σίγουρα θα πέρναγαν καλύτερα, μέχρι να μεγαλώσουν τα μικρότερα αδέρφια του. Όσο για τα χωράφια... Αυτά ο πατέρας θα τα έδινε μισακά σε κάποιον χωριανό. Κάτι θα έμενε στην οικογένεια και από κει, κι έτσι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για όλους.
Φθάνοντας στο λιμάνι, ο Σωτάδης δεν γνώριζε ότι η απόφασή του, που ακόμα δεν την είχε πει σε κανέναν, θα άλλαζε κυριολεκτικά τη ζωή του και συνάμα βέβαια τη ζωή όλης της οικογένειάς του.
Πριν το λιμάνι, στα ριζά της πόλης, είδε αρκετό κόσμο μαζεμένο. Πλησίασε από περιέργεια. Τι γίνεται; ρώτησε κάποιον γνωστό. Έχουμε θρησκευτικές γιορτές, του απάντησε εκείνος. Θα ακολουθήσουν αγώνες... Θα τρέξουν τα πιο διαλεχτά παλικάρια της Κρήτης. Ο νικητής θα πάρει έπαθλο ένα βόδι...
Την εποχή εκείνη και προγενέστερα, συνηθίζετο στις τοπικές γιορτές, τα έπαθλα να ήσαν χρήσιμα για τους αθλητές και τις οικογένειές τους. Έτσι, στην περιφερειακή αγροτική Ελλάδα, οι πόλεις που διοργάνωναν αγώνα, συνήθιζαν να δίνουν βόδια που βοήθαγαν τους αγρότες στις δουλειές, ή άλογα ή αγελάδες, σαν έπαθλα νίκης.
Ο Σωτάδης κοίταξε για λίγο... Συνέχισε την πορεία του. Λίγα μέτρα πιο κάτω κοντοστάθηκε. Σκέφθηκε για λίγο το έπαθλο και είπε μέσα του: Ένα βόδι έπαθλο νικητή. Και δεν δοκιμάζω; Τι έχω να χάσω;
Το σώμα του ήταν καλογυμνασμένο. Κάθε ημέρα πολλών χρόνων έντονης μυϊκής αγροτικής δουλειάς, το είχαν γυμνάσει. Είχαν αφαιρέσει περιττά κιλά και λίπη. Δυνατός, λεπτός με κάθε μυ να «φαίνεται» επάνω του, δήλωσε συμμετοχή για τον αγώνα. Οι Δρομείς θα έτρεχαν ένα αγώνισμα, ασυνήθιστο για πολλές περιοχές στην Ελλάδα. Τον Ίππειο αγώνα που αντιστοιχούσε σε τέσσερα περίπου στάδια (σήμερα 800 περίπου μέτρα). Στο μεταξύ ο κόσμος πύκνωνε. Ανάμεσά τους οι τοπικοί άρχοντες... Οι έμποροι και οι ναυτικοί από το λιμάνι και αρκετοί κάτοικοι από το χωριό του.
Δόθηκε η εκκίνηση. Ο άπειρος Σωτάδης έκανε το λάθος των αρχάριων Δρομέων. Στηρίχθηκε στον ενθουσιασμό και τη δύναμη του πρωτάρη. Ρίχθηκε μπροστά. Ξέφυγε πολύ των άλλων Δρομέων. Συνέχισε με τον ίδιο ενθουσιασμό και τόλμη. Στα μισά έδειχνε να έχει εξασφαλίσει τη νίκη. Οι θεατές φώναζαν για να τον ενθαρρύνουν. Δεν ήξεραν όμως ότι ο Σωτάδης ήδη είχε αρχίσει να λαχανιάζει. Στα μηνίγγια του βούιζε ο εγκέφαλος από την έλλειψη οξυγόνου. Τα πνευμόνια του έκαιγαν. Η καρδιά του έκανε σαν παλαβή μέσα στο παλλόμενο στήθος. Τα πόδια άμαθα στο τρέξιμο για τέτοιες αποστάσεις, άρχισαν να σφίγγουν. Όλα πάνω του είχαν επαναστατήσει. Κι ενώ αυτός ήταν μακράν μπροστά από τους άλλους και ο κόσμος απολάμβανε την διαφαινόμενη νίκη του, εκείνος πάλευε να μη σκάσει.
Έπειτα από λίγο, άρχισε να κόβει τον ρυθμό του. Οι μεγάλες δρασκελιές έδωσαν τη θέση τους σε πιο μικρές. Τα βήματα έγιναν αβέβαια και μικρά. Οι άλλοι δρομείς, που για 400 μέτρα τον έβλεπαν να ξεμακραίνει και να τους παίρνει τη δόξα, αναθάρρησαν. Άρχισαν να μειώνουν την απόσταση. Κάποιοι απ' αυτούς έπαιρναν τακτικά μέρος σε αγώνες σε ολόκληρη την Κρήτη. Μάλιστα ένας - δυο είχαν αποτολμήσει να συμμετάσχουν και σε αγώνες και σε άλλες περιοχές στην Ελλάδα.
Είχαν απορήσει απ' αυτόν τον καινούργιο, τον άγνωστο που μπήκε μπροστά στον Αγώνα. Δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ και τους έκανε εντύπωση η ταχύτητα που αυτός ρίχτηκε μπροστά.
Σε λίγο τον είχαν φτάσει. Ένας - δυο μάλιστα τον ειρωνεύτηκαν... Τώρα αρχίζει ο αγώνας, μικρέ, του είπαν. “Τι θέλεις βρε κακόμοιρε να τρέξεις;” του είπε ο τρίτος.
Ο Σωτάδης τους κοίταζε να απομακρύνονται. Οι θεατές ούρλιαζαν από την απρόσμενη τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Ο αγώνας ήταν συναρπαστικός και η συμμετοχή του Σωτάδη είχε κάνει τον αγώνα άνω κάτω.
Έσφιξε τα χείλη. Τα μάτια του κόκκινα από τον ιδρώτα και από την προσπάθεια, από την έλλειψη οξυγόνου και από τον ήλιο, έκλαψαν. Ρίχθηκε στο κατόπι τους. Κάθε μέτρο και η διαφορά μειώνονταν. Είχαν μπει για τα καλά στο τελευταίο στάδιο του αγώνα. Τέσσερεις δρομείς που πάσχιζαν για την πρωτιά. Ο κόσμος βλέποντας ότι ο Σωτάδης είχε ξαναγεννηθεί, άρχισε πάλι να φωνάζει και να ενθαρρύνει τον άπειρο δρομέα.
Ξάφνου τον είδαν να επιταχύνει, αφήνοντας τους άλλους πίσω. Ο Σωτάδης είδε τον κόσμο να είναι μαζεμένος στον τερματισμό. Τα μάτια είχαν κλείσει πια. Η καρδιά κόντευε να σπάσει στο τρελό χτύπημά της. Κάθε μόριο του κορμιού του είχε φουσκώσει, έτοιμο να εκραγεί. Μαζεύοντας ό,τι κουράγιο είχε απομείνει, έτρεξε τα τελευταία μέτρα. Φθάνοντας στον τερματισμό, κατέρρευσε. Έχασε τις αισθήσεις του στην τελευταία δρασκελιά. Οι θεατές πανηγύρισαν την νίκη του. Όταν συνήλθε, είδε τους υπεύθυνους του αγώνα που τον αγκάλιασαν δίνοντας συγχαρητήρια. Προσπαθώντας να ανασάνει, ένας μεγαλόσωμος γενειοφόρος άνδρας τον πλησίασε. Αφού τον συγχάρηκε, του είπε: “Είσαι γεννημένος Δρομέας, παλικάρι μου. Τα τελευταία μέτρα, η επίθεση που έκανες, το αποδεικνύουν. Άκουσε με. Ονομάζομαι Αρκεσίλαος, ήμουν δρομέας στα νιάτα μου. Είμαι από την Έφεσο. Τώρα είμαι καπετάνιος σε ένα εμπορικό. Ας είσαι ευλογημένος που μου θύμισες τα νιάτα μου”. Του είπε, ότι αν κάποτε τον χρειαζόταν, θα τον βοηθούσε σε οτιδήποτε.
Ο Σωτάδης γύρισε στο σπίτι του με το στεφάνι του νικητή και με το βόδι που κέρδισε στον αγώνα. Όταν πλησίασε στο σπίτι του, ο πατέρας του βλέποντας να τραβάει το βόδι, τον ρώτησε πού το βρήκε. “Τι έγινε, ποιανού είναι το ζώο;”. Όταν μαζεύτηκε και η υπόλοιπη οικογένεια, ο Σωτάδης τού είπε την εκπληκτική του πρωινή περιπέτεια.
Όλοι είχαν μείνει έκπληκτοι. Ήταν κάτι που δεν το περίμενε κανείς. Ο πατέρας του τον αγκάλιασε. Παιδί μου, κάνε ό,τι σε φωτίσει το μυαλό σου. Εμείς στηριζόμαστε πάνω σου και σου ευχόμαστε πάντα να κερδίζεις...
Το αμέσως επόμενο διάστημα, ο Σωτάδης κατέβαινε συχνά στο Στάδιο και προπονιόταν τακτικά. Του άρεσε να τρέχει στον Δόλιχο δρόμο. Αφού η φυσική του αντοχή που αυξανόταν μέρα με την ημέρα, συνδυαζόμενη από τον θαυμάσιο ψυχικό του κόσμο, του επέτρεπε να αντέχει στην αυξανόμενη δυσκολία του αγώνα αυτού, ήταν αποφασισμένος να ασχοληθεί με τον Δόλιχο δρόμο που ήταν το αγώνισμά του.
Οι τοπικοί άρχοντες βλέποντας ότι ο Σωτάδης κέρδισε με ευκολία τώρα πια τους τοπικούς αγώνες όπου συμμετείχε, τον παρότρυναν να τρέξει στους επόμενους Ολυμπιακούς, στην 99η κατά σειρά διοργάνωσή τους.
Ο Σωτάδης δέχθηκε με χαρά. Έφυγε από το νησί του με όνειρα και προσμονή για τον Αγώνα που θα άλλαζε τη ζωή του. Στην προκυμαία, οι γονείς του και τα μικρά αδέλφια του, βασανισμένες μορφές, του κουνούσαν τα χέρια στέλνοντας φιλιά και δάκρυα.
Φθάνοντας στην Ολυμπία η ώρα των Αγώνων, ο Σωτάδης είχε να αντιμετωπίσει πολλούς καλούς δρομείς. Σπαρτιάτες, Κυρηναίοι, Ηλείοι, Κορίνθιοι, Αργείοι, Θηβαίοι, είχαν δηλώσει στον Δόλιχο δρόμο, που έπειτα από πολλά χρόνια θα διεξαγόταν και πάλι στην Ολυμπία.
Ο αγώνας άρχισε. Ο Σωτάδης επειδή δεν είχε αγώνες δύσκολους στα πόδια του, είχε αποφασίσει να τρέξει συντηρητικά, να περιμένει δηλαδή τους άλλους, μένοντας συνέχεια πίσω από τους πρώτους, και στα τελευταία στάδια να ξεπεταχθεί. Πέρασαν αρκετά στάδια με την τακτική του να αποδεικνύεται σωστή. Τους έβλεπε να αγωνίζονται σκληρά, στάδιο με στάδιο, να κουράζονται διεκδικώντας την προσωρινή πρωτιά, στον δυνατό ήλιο της Ολυμπίας. Αυτός από κοντά κρατούσε τις δυνάμεις του.
Η ώρα περνούσε. Είχαν φθάσει πια στα δύο τελευταία στάδια για να ολοκληρωθεί ο αγώνας. Στις βαριές ανάσες των πρώτων, η ελαφριά ανάσα του Σωτάδη, ο άνετος διασκελισμός ήταν έκπληξη μετά 22 στάδια. Άρχισε την επίθεση. Ο κόσμος που δεν ήξερε τον Σωτάδη κοιτούσε με έκπληξη τον νεαρό Κρητικό που με άνεση περνούσε τον ένα μετά τον άλλον τους συναθλητές του. Σε λίγο, μπαίνοντας στο τελευταίο στάδιο, ήδη ήταν πρώτος. Κανένας δεν τον ήξερε... Δεν τον περίμενε... Απομακρύνθηκε απ' όλους τους συναθλητές, τερματίζοντας άνετα. Ήταν ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ στον πιο δύσκολο αγώνα δρόμου που διεξαγόταν στην Ολυμπία.
... Γύρισε στην Κρήτη. Τα νέα είχαν φθάσει. Όλοι είχαν μαζευτεί στην προκυμαία, στο λιμάνι. Οι τοπικοί άρχοντες τον ξαναστεφάνωσαν. Συνοδεία πήγαν στο γλέντι. Γύρισαν στο σπίτι αργά το βράδυ. Αυτά που η πόλη τού είχε δώσει ήταν λίγα. Ένα ζευγάρι βόδια κι ένα ζευγάρι άλογα μαζί με τις τροφές τους για ένα χρόνο. Την άλλη μέρα, στο χωράφι, στην ίδια δουλειά...
Στάθηκε για λίγους μήνες να κάνει χωράφι, τις ίδιες δουλειές που έκανε και τις υπόλοιπες χρονιές της ζωής του. Μια ημέρα, θυμήθηκε τον Αρκεσίλαο. Πήγε στην Έφεσο. Τον βρήκε. Μόλις τον είδε εκείνος τον αναγνώρισε. Καλώς τον Ολυμπιονίκη. Ώστε ήρθες λοιπόν. Καλώς όρισες. Του μίλησε για το πώς έμαθε για την νίκη του. Ο Σωτάδης του είπε για την φτώχεια και την μιζέρια του χωριού του. Τότε ο Αρκεσίλαος του είπε για την πρόταση που θα άλλαζε τη ζωή του. “Πριν από εσένα, ο Άστυλος. Ο Εργοτέλης από το χωριό σου δεν ήταν ακόμη και ο Δίκων που κέρδισε στο Στάδιο μαζί με σένα σαν Συρακούσιος δεν έτρεξε; Τρέξε σαν Εφέσιος και θα δεις, η ζωή σου θ' αλλάξει. Κι εσύ και η οικογένεια σου θα πάρουν πολλά. Τέρμα η φτώχεια και η αγωνία”.
Ο Σωτάδης δέχθηκε... Στην επόμενη 100ή Ολυμπιάδα έτρεξε σαν Εφέσιος. Το φτωχόπαιδο από την Κρήτη, κέρδισε για δεύτερη συνεχή φορά στον Δόλιχο δρόμο, πετυχαίνοντας να είναι ο πρώτος και ο τελευταίος αθλητής που το πέτυχε στη μακραίωνη ιστορία των Ολυμπιακών στην Ολυμπία, αφού ο Εργοτέλης, ο άλλος μεγάλος Κρητικός δολιχοδρόμος το είχε πετύχει (δύο νίκες όμως σε οχτώ χρόνια, δηλαδή σε τρεις Ολυμπιάδες, και όχι σε δύο συνεχείς όπως ο Σωτάδης). Πήρε κοντά του στην 'Εφεσο την οικογένειά του, όπου έζησε πλούσια, όπως του είχε υποσχεθεί ο Αρκεσίλαος. Τα κτήματα στην Κρήτη τα έδωσε σε κάποιον φίλο του να τα καλλιεργεί και να παίρνει τους καρπούς...
... Ο θρύλος λέει ότι μετά από κάμποσα χρόνια, γέρος πια ο Σωτάδης, γύρισε στην Κρήτη, καλλιεργώντας τις ίδιες ελιές και το ίδιο αμπέλι. Εκεί που σκεφτόταν τη ζωή του νεαρό παιδί...
ΚΩΣΤΑΣ ΣΑΜΙΟΣ