... Το πλοίο ξεμάκρυνε από τη γνώριμη παραλία... Ο ρυθμικός ήχος των κουπιών, με τα παραγγέλματα του ναύκληρου, έσχιζε την ηρεμία του απομεσήμερου. Στην κουπαστή της πρύμνης ένας νέος που ξεχώριζε από το παρουσιαστικό του, κοιτούσε τις γνώριμες φιγούρες του πατέρα, της μάνας και των αδελφών που τον χαιρετούσαν.
Τον λέγαν Εργοτέλη. Πατρίδα η φημισμένη Κνωσός. Ο πατέρας του λεγόταν Φιλάνωρ. Η μάνα του Ευμόλπια. Πέρα μακριά σιγά - σιγά χάνονταν οι ακτές της Κρήτης, του νησιού του, και της Κνωσού, της πόλης που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Το προηγούμενο βράδυ, ο πατέρας του Φιλάνορας τον συμβούλευε τρώγοντας το φτωχικό του φαΐ, γιατί η οικογένειά του μετά τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί στους αγώνες για επικράτηση στην Κνωσό, είχε απωλέσει σχεδόν τα πάντα. Ο πατέρας, κοιτώντας τον στα μάτια τούλεγε... τούλεγε... τον ορμήνευε μη ματαγυρίσει, κι αν προκόψει εκεί που πάει, ας τους στέλνει κάτι τις, έτσι για να τον θυμούνται. (Η μοίρα του κάθε μετανάστη απ' τ' αρχαία χρόνια η ίδια...).
Ο Εργοτέλης, ο ταχύπους Εργοτέλης, το καμάρι της Κρήτης στους δρόμους, το 'χε αποφασίσει. Θα ξενιτευόταν, αφού η πατρίδα του ουσιαστικά τον έδιωχνε, αρνούμενη τα αυτονόητα, σ' έναν άξιο αθλητή που 'χε νικήσει σε όλους τους Αγώνες της Κρήτης, όπου είχε διαγωνισθεί. Να τον στείλει εκπρόσωπο στους επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες, κι αν κέρδιζε, να του δώσει αυτό που όλες οι άλλες πόλεις έδιναν στους νικητές. Όμως «αυτός» και η οικογένειά του έπρεπε να «τιμωρηθούν» γιατί ήταν από τους χαμένους των εμφύλιων πολέμων και συγκρούσεων για την τοπική εξουσία.
Σ' ένα άλλο μεγάλο νησί, τη Σικελία, η Μεγάλη Ελλάδα άκμαζε. Βρισκόταν σ' ένα ανώτερο σημείο πλούτου, ευμάρειας και δύναμης. Στην εξουσία βρισκόταν ήδη ο Ιέρωνας, ο αδελφός του μεγάλου Γέλωνα που είχε συντρίψει τον Αμίλκα και τους Καρχηδόνιους στην Ιμέρα το 480 π.Χ. (το ίδιο έτος με την ήττα των Περσών στη Σαλαμίνα).
Ο τύραννος των Συρακουσών μάζευε στην αυλή του ποιητές όπως τον Αισχύλο, τον Επίχαρμο, τον Σιμωνίδη, τον Βάγχυλο και τον Πίνδαρο, όμως αναγνωρίζοντας τη δύναμη των Αγώνων, συγκέντρωνε αθλητές σε όλα τα αθλήματα για να επιδείξει την οικονομική του δύναμη και τον πλούτο της Μεγάλης Ελλάδας, της Σικελίας και των Συρακουσών, απέναντι στις υπόλοιπες πόλεις της κυρίως Ελλάδας. Μ' αυτό τον τρόπο εξαγόρασε τον Άστυλο τον Κροτωνιάτη κι έτσι μαθαίνοντας για τον Εργοτέλη (από τους «ωτακουστές», το περίφημο δίκτυο κατασκόπων [το πρώτο οργανωμένο σε όλη την Μεσόγειο]) που είχε οργανώσει, και τα προβλήματα που είχε με την Κνωσό, τον προσκάλεσε να πάει για μόνιμη εγκατάσταση στη Σικελία. Προορισμός η Ιμέρα, η πανέμορφη πόλη της Τυρρηνικής Θάλασσας, δίπλα στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού. (Εκεί όπου, όπως γράψαμε παραπάνω, συνετρίβη η πρώτη προσπάθεια των Καρχηδονίων το 480 π.Χ. από τον Γέλωνα).
Ο Ιέρων, έχοντας ο ίδιος ως χορηγός(!!!) κερδίσει στην προηγούμενη Ολυμπιάδα τον στέφανο στον διαγωνισμό Κέλητος, και με τον μέγα Άστυλο τον Οπλίτη δρόμο, ήθελε στην 77η Ολυμπιάδα του 472 π.Χ. να ξαναπετύχει το ίδιο. Να «νικήσει» ο ίδιος με τον Κέλη του και ο Εργοτέλης ως Ιμεραίος πλέον (πόλη «δική» του) έναν αγώνα δρόμου. Ο Άστυλος, ο έμπειρος, τον συμβούλεψε να ποντάρει στον νεαρό Κρητικό. Του είπε ότι αυτός θα τον προπονούσε και θα τον συμβούλευε, και ο Ιέρων συμφώνησε.
Ο Εργοτέλης, ακούγοντας τη δελεαστική προσφορά από τους απεσταλμένους του Ιέρωνα, δεν χρειάστηκε πολύ για να αποφασίσει. Το καράβι είχε βγει πια στο ανοικτό πέλαγος. Μια καινούργια ζωή τον περίμενε στο νησί του Ιέρωνα. (Αυτά έγιναν το 473 π.Χ.).
Τον επόμενο χρόνο ήταν η χρονιά των Ολυμπιακών. Με το που εγκαταστάθηκε στη φιλόξενη Ιμέρα, ο Άστυλος, ο Μέγας Δρομέας, άρχισε να τον προπονεί. Του έδινε την πείρα και τις γνώσεις του. Τον εμψύχωνε και τον δυνάμωνε ψυχικά, μέρα την ημέρα. Οι Ολυμπιακοί έφτασαν. Θα ήσαν οι πρώτοι που θα γίνονταν σε πέντε ημέρες. Κι αυτό, γιατί τα αθλήματα είχαν γίνει πολλά. Και ο συναγωνισμός τεράστιος. Κάθε πόλη έστελνε Αθλητές της παντού, προσδοκώντας αίγλη και δύναμη σε περίπτωση νίκης.
Ο Άστυλος τον είχε «φτιάξει» να τρέξει στον Δόλιχο δρόμο. Είχε διαπιστώσει ο Εργοτέλης, έναν ασύγκριτο τρόπο να κερδίζει τους αντιπάλους, επιταχύνοντας συνεχώς από το 12ο Στάδιο (2.300 περίπου μέτρα) μέχρι το τέλος. Κανένας δεν μπορούσε να του αντισταθεί σ' αυτό τον δυναμικό ρυθμό που έδινε, εξουθενώνοντας τους αντιπάλους.
Έχοντας δει (ο Άστυλος) τον μεγαλύτερο (ανώτερο) δρομέα που είχε περάσει από την Ολυμπία (κι όπως φαίνεται και στους αιώνες που ακολούθησαν) τον Λάδα τον Λακεδαιμόνιο (στην προηγούμενη Ολυμπιάδα το 476 π.Χ.) αναρωτήθηκε: Τι θα γινόταν αν ζούσε ο άτυχος Σπαρτιάτης στην αναμέτρηση με τον εκπληκτικό Κρητικό;
Έσφιξε τα χείλη του και προσηλώθηκε στον Αφέτη... Ο Δόλιχος ξεκινούσε. Τα πλήθη που είχαν συρρεύσει παρακολουθούσαν. Ο Ιέρων, δίπλα του, παραληρούσε. Οι Δρομείς έτρεχαν δίπλα - δίπλα στα πρώτα στάδια. Ο Άστυλος, ο προπονητής, τον περίμενε. Έφθασαν στον 12ο γύρο (στάδιο). Τότε η γνώριμη μελαχρινή φιγούρα με το σγουρό μαλλί ξεπετάχτηκε. Αρχίζοντας μια επική προέλαση που διεύρυνε μετρό με μέτρο τη διαφορά με τους υπόλοιπους δρομείς. Κάθε στάδιο που περνούσε, ο κόσμος τον αποθέωνε. Στο τέλος ο Άστυλος τον περίμενε, σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά του.
Τα κατάφερες, παιδί μου, του είπε. Προπονητής και Αθλητής, βουρκωμένοι, έμειναν πολλή ώρα ο ένας μέσα στον άλλο, ένα κουβάρι, ενώ το πλήθος τους αποθέωνε. Ο Ιέρων κατέβηκε από τη σκηνή του, τους πλησίασε, τους αγκάλιασε και σηκώνοντας το χέρι του Εργοτέλη φώναξε: «Άξιος πρώτος της τύχης γιος, ο Εργοτέλης του Φιλάνορα».
Πήγε πάλι στη σκηνή του. Κοντά του ο διάσημος Πίνδαρος. Του έδωσε εντολή: Τη νίκη αυτή δόξασέ την Πίνδαρε, όπως του αρμόζει...
Ο Πίνδαρος, χρόνια μετά τις μεγάλες νίκες του Εργοτέλη που ακολούθησαν, έγραψε τον περίφημο 12ο Ολυμπιόνικο, τον οποίο αυτούσιο μεταφρασμένο μεταφέρουμε στο ταπεινό αυτό κείμενο.
Τύχη Σώτειρα του Ελευθέριου του Δία κόρη,
δέομαι προστάτευσε την ένδοξη την πόλη της Ιμέρας.
Συ και στη θάλασσα τα πλοία κυβερνάς
και στην ξηρά τους αδυσώπητους πολέμους
και τις ειρηνοφόρες του λαού συνάξεις.
Παρόμοια και οι ελπίδες των ανθρώπων
άλλοτε αναπηδούν κι άλλοτε πέφτουν προς τα κάτω
όταν είδωλα ορέγονται απατηλά και πλάνα.
Ο θνητός να προμαντεύει δεν μπορεί.
Ο Θεός δεν επιτρέπει σε κανέναν να γνωρίζει
τι πρόκειται στο μέλλον να συμβεί.
Τυφλές του μέλλοντος οι ημέρες.
Πολλά είναι τα απροσδόκητα, τ' απρόβλεπτα συχνά.
Αιφνίδια η χαρά σε περιζώνει
κι άλλοτε πάλι μέσα στων πικριών το κύμα
μια ευτυχία απροσδόκητη, αίφνης προβάλλει.
Και συ γιε του Φιλάνορος
όμοια με τον πετεινό που αδιάκοπες
μάχες δίνει στην αυλή του
η γρηγοράδα των ποδιών σου
άγνωστη, άδοξη θα 'μενε, αν απ' την Κνωσσό
η διχοστασία των συμπολιτών δε σ' έδιωχνε.
Τώρα στην Ολυμπία κατέκτησες τον στέφανο,
ενίκησες και στην Πυθώνα δυο φορές
και στον Ισθμόν ακόμη Εργοτέλη.
Τώρα στη νέα την πατρίδα όπου κατοικείς
λαμπρύνεις τα θερμά νερά
που οι Νύμφες εκτινάσσουν!
* * *
Ο μεγάλος Κρητικός Αθλητής ξανακέρδισε τον Δόλιχο δρόμο στους Ολυμπιακούς του 464 π.Χ., ενώ προηγούμενα είχε κερδίσει από δυο φορές τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νεμέα, γινόμενος έτσι ο πρώτος στην Ιστορία διπλός Περιοδονίκης...
Λίγο καιρό μετά τη δεύτερη Ολυμπιακή του νίκη, η δεύτερη πατρίδα, η Ιμέρα, του ανήγειρε ανδριάντα στην Ολυμπία, που υπήρχε μέχρι τα χρόνια του Παυσανία, ο οποίος περίπου στο 160 μ.Χ. έγραψε στο Γ', 4,11: «Εργοτέλης δε ο Φιλάνορος δολίχου δύο εν Ολυμπία νίκας, τοσαύτας δε άλλας Πυθοί και εν Ισθμώ τε και Νεμείων ανηρημένος».
Η θαυμαστή του φήμη εξαπλώθηκε στην ιστορική εποχή σαν τον Δρομέα με το απαράμιλλο τέμπο και τον εξοντωτικό ρυθμό που έδινε στον κάθε αγώνα, από τα μέσα της διαδρομής μέχρι το τέλος (κάτι σαν τον αξεπέραστο Ζάτοπεκ στα νεότερα χρόνια).
Δυστυχώς, ο Εργοτέλης, όπως και τόσοι άλλοι, χάθηκαν από τη συλλογική μνήμη και τ' άφθαστα κατορθώματά τους τα σκέπασε η σκόνη της λήθης.
Αυτής της λήθης που σήμερα σ' αυτές τις γραμμές σπάσαμε το σκοτεινό της πρόσωπο, και αποκαλύψαμε τις ανθρώπινες στιγμές του μεγάλου Κρητικού Δρομέα... Του Εργοτέλη από την Κνωσσό.
ΚΩΣΤΑΣ ΣΑΜΙΟΣ
 
Top