Λέγεται συχνά πως η αναλογία στην Ευρώπη μεταξύ εργαζόμενων και συνταξιούχων είναι 3/1, και ως εκ τούτου προκύπτουν πόροι για τα συνταξιοδοτικά Ταμεία. Λέγεται επίσης ότι στην Ελλάδα η αναλογία αυτή είναι 1/1, και ως εκ τούτου τα Ταμεία εδώ παραπαίουν μεταξύ ύπαρξης και καταστροφής. Και για την επιβίωσή τους πρέπει να αναπροσαρμοστούν προς τα κάτω οι συντάξεις.
Αλλά ας δούμε όμως αν η πραγματικότητα μόνο έτσι, όπως συνήθως λέγεται από υπεύθυνα χείλη.

Ο συνταξιούχος έχει δώσει στο Ταμείο του παροχές μιας 35 ετούς, περίπου, εργασίας.
Αν υποθέσουμε ότι ο μέρος όρος ζωής είναι τα 76 χρόνια, και αυτός έχει δουλέψει μέχρι τα 60-62 έτη, τότε του μένουν για να «πάρει πίσω», μέσω σύνταξης, ανταποδοτικές παροχές αυτών που έχει δώσει, επί 15 έτη. Το φαινόμενο ότι μερικές από αυτές θα μεταβιβαστούν στη γυναίκα ή στα παιδιά του, αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι πολλοί ασφαλισμένοι δεν θα προλάβουν καν να ...
συνταξιοδοτηθούν (θάνατος, διακοπή εργασίας, μετοικεσία στο εξωτερικό), οπότε οι εισφορές τους παραμένουν στα αποθεματικά των Ταμείων. Όπως και οι δωρεές, εννοείται.
Είτε τα πράγματα είναι έτσι είτε σχετικά αλλιώς, ένα είναι γεγονός: ότι οι εργαζόμενοι, παρέχοντας στα Ταμεία τους απολαβές (μαζί με τους εργοδότες) ισχυρές και διπλάσιες από το συνταξιοδοτικό τους μέλλον, πρέπει να θεωρούνται αυτές ως μελλοντική εισφορά για τους εαυτούς τους και όχι προς τους προηγούμενους. Διότι αν συνέβαινε αυτό, να ασφαλίζουν οι επόμενοι τους προηγούμενους, οι εισφορές των πρωτοεισαχθέντων στην ασφάλιση, τί απέγιναν;
Οι αποδόσεις τους, πού κατέληξαν; Πώς πλήρωσαν για προηγούμενους, αφού αυτοί δεν υπήρχαν;
Πρέπει κάποτε να ελαχιστοποιηθεί η συνήθης μονόπλευρη κυβερνητική θέση πως οι εργαζόμενοι πληρώνουν τους συνταξιούχους. Αυτοί έχουν πληρώσει στο παρελθόν για τον εαυτό τους. Τώρα, αν η απόδοση των εισφορών τους κατέληξε ένα δράμα, αυτό συνέβη λόγω κρατικού παρεμβατισμού (υπερβολικοί διορισμοί - ανίκανες κομματικές διοικήσεις, υποπληθωριστικές αποδόσεις αποθεματικών, υποχρεωτική αγορά κρατικών ομολόγων που κουρεύτηκαν, κ.λπ.) κυρίως, και αποτελεί θέμα που άπτεται μιας αδέσμευτης δικαιοσύνης. Ειδικά για ένταξη ανασφάλιστων στα μη κρατικά Ταμεία, το κράτος αν θέλει να κάνει κοινωνικές παροχές ας φτιάξει το δικό του Ταμείο (κοινωνικής βοήθειας), όχι να τους εντάξει στο Δημόσιο, ΝΑΤ, ΤΕΒΕ - ΟΑΕΕ, στα Ταμεία των Στρατιωτικών, κ.α..
Σύμφωνα με την οπτική θεώρηση της αντισταθμιστικής, εκ του παρελθόντος, απόδοσης της σύνταξης, επ’ ουδενί πρέπει να υποστηρίζεται συνεχώς και μονολιθικά πως οι εργαζόμενοι ¨ασφαλίζουν¨ τους συνταξιούχους. Ασφαλίζουν βασικά τους εαυτούς τους, παρέχοντας μάλιστα υψηλά ασφάλιστρα τα οποία το κράτος με τις παρεμβάσεις του τα εξουθενώνει. Το γεγονός ότι σήμερα επιδοτεί τα Ταμεία, μοιάζει με έναν ανεπαρκή πατέρα, ο οποίος αφού με τη στάση του πήρε στο λαιμό τα παιδιά του, τώρα τα στηρίζει, παρουσιαζόμενος ως φιλεύσπλαχνος. Αλλά ας το κάνει αυτό χωρίς φανφάρες και με ακριβοδίκαιες παραθέσεις. Γιατί στην κατάσταση που βρίσκονται αυτά, που ποτέ τους δεν ανδρώθηκαν και αποκτήσουν υπευθυνότητα, έχει ευθύνη.
Εκ του γεγονότος αυτού, μας βρίσκει αντίθετους η πολιτική ότι οι συντάξεις πάνω των 1.000 ευρώ πρόκειται να κουρευτούν, ξανά, χωρίς εξέταση, όπως λέγεται, για να στηρίξουν τους μικροσυνταξιούχους και τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών φορέων. Αυτό προκύπτει άδικο προς κάποιον που φρόντισε για τη σύνταξή του, χωρίς να έχει σήμερα ή έχοντας περιορισμένους επικουρικούς πόρους. Επομένως, ερωτώνται οι υπεύθυνοι της Αριστεράς διακυβέρνησης, που υποτίθεται πως είναι του δικαίου: ¨είναι θεμιτό να παίρνεις από κάποιον χωρίς να εξετάζεις, και να το δίνεις πίσω ή προς έναν άλλο, κάνοντας κατά αυτό τον τρόπο ¨κοινωνική πολιτική¨;

Την ορθότερη απάντηση την έχει δώσει, θαρρώ, η Αυστραλία. Η σύνταξη πρέπει να ορίζεται και από τα γενικά εισοδήματα του ασφαλισμένου, τα οποία εάν αυτά είναι άνω ενός ορίου το ποσό της πρέπει να περικόπτεται, για να δοθεί ως παροχή αλλού. Άρα, δεν χρειάζεται να χρησιμοποιείς τον ασφαλιστικό τροχό ως λαιμητόμο αλλά ως τροχό υποβοήθησης ζωής.
 
Top