Σύμφωνα με τους μετακεϋνσιανούς (σχολή που...
έλκει την καταγωγής της από τον Μάρξ, Καλέτσκι, Κέϋνς, Σράφα με κοινή επιστημονική βάση την ενεργό ζήτηση) και από τα μαθήματα που έχουμε πάρει από την μεγάλη κρίση του 1929 αλλά και από τις μεταγενέστερες, το κράτος που εκδίδει το νόμισμα του, έχει την θεμελιώδη υποχρέωση να διατηρεί το επίπεδο της εθνικής δαπάνης-ζήτησης σε εκείνο το επίπεδο έως ότου επιτύχει την...
πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού και των πόρων, την προστασία της αξίας του νομίσματος, την δίκαιη κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου και την σταθερότητα του πιστωτικού συστήματος.
Για να τα κάνει αυτά ένα σύγχρονο κράτος έχει κυρίαρχα μέσα, μεταξύ άλλων, την δημοσιονομική πολιτική, δαπάνες και φορολογία, και την νομισματική πολιτική με βάση την οποία το κράτος θα πρέπει να διατηρεί τα επιτόκια, ως αναγκαίο όρο, σε εκείνο το ύψος που να καθιστούν το χρήμα φθηνό.
Ως προς την δημοσιονομική πολιτική επιδιώκοντας το κράτος την πλήρη απασχόληση, θα πρέπει να αδιαφορεί για το αν ο προϋπολογισμός του είναι ελλειμματικός, όσο και αν είναι μεγάλο το έλλειμμα. Αν πάλι χρειαστεί να είναι πλεονασματικός, για άλλους λόγους, αυτό πάλι μπορεί να το κάνει.
Οι πολιτικές του ελλειμματικού ή πλεονασματικού προϋπολογισμού, δεν είναι καλές ή κακές, απλά είναι μέσα για την επίτευξη των στόχων ενός σύγχρονου κράτους που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Στην θέση αυτή, οι νεοφιλελεύθεροι της ευρωζώνης, προβάλλουν δύο αντιρρήσεις. Την πρώτη την αντλούν από την δημοσιονομική πολιτική και ονομάζεται «Ρικαρντιανό Ισοδύναμο» (Ricardian Equivalence) και την δεύτερη από την νομισματική πολιτική και ονομάζεται «Αρχή του Παραγκωνισμού» (Crowding Out), ή «Άποψη του Υπουργείου Οικονομικών» γιατί το 1930 ο Κέυνς αντιτάχθηκε σε αυτή την άποψη που διατυπώθηκε από το ΥΠΟΙΚ της Αγγλίας με Υπουργό τότε τον Τσώρτσιλ.
Και οι δύο αυτές αρχές θέλουν να καταδείξουν την αδυναμία της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής να υλοποιήσει τους μακροοικονομικούς της στόχους που εισηγούνται οι μετακεϋνσιανοί.
Επί της ουσίας, οι αρχές αυτές έλκουν την καταγωγή τους από τούς τραπεζίτες και τους κεφαλαιούχους του χρήματος, και δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να τους θέτουν στην πυραμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας χωρίς να λογοδοτούν πουθενά.
Το «Ισοδύναμο του Ρικάρντο» μας έρχεται από την Αγγλία του 1815 και κανείς δεν γνωρίζει γιατί ονομάστηκε έτσι, αφού ο Ρικάρντο ποτέ δεν αποδέχτηκε ότι υπάρχει κάτι τέτοιο.
Σύμφωνα με αυτή την αρχή, οι δρώντες στην οικονομία, αντιλαμβανόμενοι ότι τα ελλείμματα του κράτους για παραπάνω δαπάνες, που χρηματοδοτούνται με τωρινό δανεισμό, σημαίνουν μελλοντική αυξημένη φορολογία γι αυτούς, και από τώρα μειώνουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις και έτσι ακυρώνουν εν τη γενέσει τους στόχους της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους. Και αντιστρόφως αν το κράτος έχει δημοσιονομικό πλεόνασμα, τότε η λιτότητα δεν μπορεί να θίξει την ενεργό ζήτηση. Πολιτικά κανείς δεν μπορεί να μιλάει κατά της λιτότητας που φαίνεται καλή πολιτική και όποιος την κατακρίνει είναι χυδαίος, λαϊκιστής και φασίστας.
Με βάση την «Αρχή του Παραγκωνισμού» ή «Άποψη του Υπουργείου Οικονομικών», οι νεοφιλελεύθεροι ισχυρίζονται ότι αφού το κράτος δημιουργεί ελλείμματα δανειζόμενο, αυτό αυξάνει το ύψος του επιτοκίου με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να μην μπορούν να δανειστούν, με αποτέλεσμα να παραγκωνίζονται οι ιδιωτικές επενδύσεις και έτσι εν τη γενέσει της και πάλι να ακυρώνεται η δημοσιονομική πολιτική του κράτους.
Με βάση και τις δύο αρχές, άλλη οδός για την μακροχρόνια ανάπτυξη είναι μόνο η λιτότητα και αδιαφιλονίκητα η διατήρηση της αξίας του ευρώ.
Και οι δυο αρχές αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης «μακροοικονομίας» που διδάσκεται στα ανά τον κόσμο Πανεπιστήμια, που έχει διαχυθεί ως πίστη σε όλες της κοινωνίες. Χωρίς αυτή την αναληθή γνώση που έγινε πίστη και φόβος για να επιβληθεί, ποτέ δεν θα μπορούσε να υπάρξει νεοφιλελευθερισμός και ευρωζώνη. Οι αρχές αυτές αποτελούν την βάση της ευρωζώνης.
Όλοι οι καθώς πρέπει άνθρωποι, κάθε κατεστημένου στην Ευρώπη και στον κόσμο όλο, ανεξαρτήτως ιδιότητας και τάξης, πιστεύουν ότι οι δύο αυτές αρχές είναι αληθείς, έστω και αν αντιστρατεύονται στα συμφέροντα τους. Έχουμε πνευματική σύγχυση και ραθυμία ή αλλοιώς ομαδική βλακεία. Οι αρχές αυτές εκφράζονται με την κατεστημένη αντίληψη ότι το κράτος μεγάλο ή μικρό είναι κακό και ανίκανο για οτιδήποτε και ότι το χρήμα πρέπει να το διαχειρίζονται οι τραπεζίτες πέραν παντός πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου.
Το «Ισοδύναμο του Ρικάρντο»
Ας δούμε το πρώτο επιχείρημα, το «Ρικαρντιανό Ισοδύναμο», που υποθέτει ότι το χρήμα είναι ουδέτερο και ορισμένο. Αυτό επιτρέπει στην κυρία Μέρκελ, στους ανά την Ευρώπη τραπεζίτες και στους ηλίθιους πολιτικούς της ευρωζώνης, να έχουν ως πρότυπο την νοικοκυρά της Σουηβίας (Swabian housewife) που γνωρίζει, όπως επιγραμματικά τόνισε η Μέρκελ ότι «κανείς δεν μπορεί να ζει πέρα από τα λεφτά που βγάζει άρα συνεχώς να δανείζεται».
Δεν ζούμε όμως στην εποχή του Ρικάρντο. Το κράτος δεν μπορεί να εξισώνεται με την καλή νοικοκυρά της Σουηδίας. Άλλο το νοικοκυριό, άλλο οι επιχειρήσεις άλλο το κράτος.
Το σύγχρονο κράτος εκδίδει το νόμισμα του χωρίς κανένα περιορισμό. Κατά συνέπεια το κράτος μπορεί να αγοράσει οτιδήποτε θέλει και κατά συνέπεια και την ανεργία. Αν σε μία χώρα υπάρχει ανεργία αποκλείεται αυτή να μην είναι κρατική επιλογή.
Η ανεργία ορίζεται ως η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο ιδιωτικός τομέας δεν επιθυμεί να αγοράσει αυτό το οποίο έχει παραχθεί, με αποτέλεσμα μετά να έχουμε ανεργία και πτώση της παραγωγής. Κατά συνέπεια το κράτος είναι αυτό που μπορεί αυτή την κατάσταση να την ανατρέψει.
Αφού η θεμελιώδης μεταβλητή της οικονομίας είναι οι επενδύσεις, που ανάλογα με την πορεία τους σε ένα αβέβαιο κόσμο πραγματοποιούνται, ή όχι, με αποτέλεσμα την ανεργία ή την ευημερία, η κοινωνικοποίηση των επενδύσεων σε περιόδους ύφεσης, που σημαίνει χρηματοδότηση των επενδύσεων, είναι η μόνη οδός σωτήριας που οι μετακεϋνσιανοί υποδεικνύουν, έχοντας στην πράξη ως οδηγό, ότι καμία κρίση δεν ξεπεράστηκε με άλλα μέσα, πλην της ενεργού ζήτησης που θα εκδηλωθεί από το κράτος που εκδίδει χρήμα.
Ένα κράτος λοιπόν που εκδίδει το νόμισμα του δεν έχει ανάγκη για να δαπανήσει να φορολογήσει πρώτα.
Μα θα πει κάποιος ότι όλα τα κράτη που εκδίδουν το νόμισμα τους σε όλον τον κόσμο φορολογούν. Η απάντηση είναι ναι, άλλα όχι για να δαπανήσουν.
Ο πρώτος λόγος που φορολογεί το κράτος είναι για να δημιουργήσει ζήτηση για το νόμισμα του, έτσι ώστε το νόμισμα να γίνει αποδεκτό από τους πολίτες. Πρέπει να το αναζητήσεις για να πληρώσεις φόρους. Ο δεύτερος, λίαν σημαντικός λόγος που φορολογεί το κράτος, είναι για να προστατεύει την αξία του νομίσματος. Είναι όπλο κατά του πληθωρισμού. Ο τρίτος λόγος που το κράτος φορολογεί είναι για να επιτύχει αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Φορολογεί πιο πολύ τους πλούσιους, λιγότερο ή καθόλου αυτούς με χαμηλά εισοδήματα. Και ο τέταρτος λόγος που φορολογεί το Κράτος είναι για να διοχετεύει ή να αναδιανείμει την ενεργό ζήτηση πιο αποτελεσματικά στους κλάδους που το κράτος θέλει να αναπτυχθούν ή να προστατεύσει.
Ποτέ ένα κράτος που εκδίδει το νόμισμα του δεν φορολογεί για να δαπανήσει.
Κατά συνέπεια το «Ρικαρντιανό Ισοδύναμο» δεν ισχύει.
Η «Αρχή του Παραγκωνισμού»
Ας δούμε τώρα το επιχείρημα του «Παραγκωνισμού των Επενδύσεων» ή την «Άποψη του Αγγλικού ΥΠΟΙΚ». Ποιο είναι το σκεπτικό; Το κράτος δανείζεται, λιγοστεύει το χρήμα από την αγορά, τα επιτόκια αυξάνονται, οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώνονται και άρα η δημοσιονομική επέκταση μέσω δανεισμού αποδεικνύεται ανεπαρκής.
Βεβαίως αυτό θα ήταν αληθές αν το επιτόκιο καθοριζόταν από τις φυσικές μεταβλητές που είναι η αποταμίευση και η επένδυση. Άλλα ο ορισμός του ύψους του επιτοκίου είναι καθαρά νομισματικό φαινόμενο και εξαρτάται από τις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας.
Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι το κράτος δανείζεται, όπως κάθε οικογένεια ή επιχείρηση, αυξάνεται η ρευστότητα στην οικονομία, και τα επιτόκια, όχι μόνον δεν αυξάνονται, τουναντίον μειώνονται.
Αυτό μπορούμε να το διακρίνουμε καλύτερα αν λάβουμε υπ’ όψιν τα κέρδη των επιχειρήσεων στην πιο απλή τους μορφή. Ο τύπος που μας δίνει τα κέρδη είναι Κ=Cε+Ε+ (Δκ-Εκ), όπου Κ=κέρδη επιχειρήσεων, Cε=κατανάλωση επιχειρηματιών, Ε=ιδιωτικές επενδύσεις, Δκ=δαπάνες του κράτους, Εκ=έσοδα του κράτους και άρα (Δκ-Εκ) το έλλειμμα του κράτους. Τι μας λέει αυτό; Μας λέει ότι το έλλειμμα του κράτους τροφοδοτεί τα κέρδη των επιχειρήσεων, και με τα παραπάνω η περίφημη αρχή του «Παραγκωνισμού των Επενδύσεων» πάει περίπατο. Τώρα γιατί οι επιχειρηματίες είναι κατά του κράτους και όχι κατά των τραπεζιτών αυτό ας μας το πούνε οι ίδιοι μέσα στην παραζάλη που ζουν.
Αλλά ας τα αφήσουμε λίγο στην άκρη όλ’ αυτά. Αν ένα κράτος εκδίδει το δικό του νόμισμα, γιατί να δανείζεται δήθεν για να κάνει δημοσιονομική επεκτατική πολιτική; Φαίνεται μάλλον παράλογο να δανείζεται κάποιος το προϊόν που μπορεί να παράγει απεριόριστα. Ας δούμε λίγο το θέμα βαθύτερα.
Γιατί το Κράτος Δανείζεται;
Πράγματι το κράτος εκδίδει ομόλογα τα οποία εμμέσως ή αμέσως τα πουλάει στους πολίτες του και αυτό συνιστά δανεισμό για δαπάνες. Έτσι λέγεται.
Ο όρος δανεισμός του κράτους για να δαπανήσει είναι λανθασμένος, ενώ το σωστό θα ήταν «κατάθεση των πολιτών στο κράτος με τόκο». Όταν ένας πολίτης αγοράζει ένα ομόλογο τι κάνει; Πάει στην τράπεζα, αποσύρει Χ πόσο από τον λογαριασμό του, το οποίο ποσό το καταθέτει σε ένα κρατικό λογαριασμό και ως απόδειξη παίρνει ένα ομόλογο.
Το ομόλογο θα μπορούσαμε να το πούμε βιβλιάριο καταθέσεων στο κράτος χωρίς να κάνουμε λάθος. Είχαμε λοιπόν μεταφορά χρημάτων από ένα τραπεζικό λογαριασμό, σε ένα κρατικό λογαριασμό, που διατηρεί το κράτος στην κεντρική τράπεζα.
Γιατί το κράτος τότε εκδίδει ομόλογα;
Μα εκδίδει ομόλογα για να διατηρεί τα επιτόκια σε ένα επιθυμητό επίπεδο.
Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι το Κράτος αγοράζει οτιδήποτε επιθυμεί με τυπωμένο χρήμα. Οι πολίτες, ταμεία, ΙΚΑ, επιχειρήσεις, τράπεζες, κάτοχοι του χρήματος αυτού, είναι πέραν αυτού που θα επιθυμούσαν να το κρατούν σε αυτή την μορφή, και άρα είναι αδύνατον να το καταθέσουν με κάποιο τόκο. Το «πολύ χρήμα» θα οδηγούσε σε μηδενικό τόκο.
Κατά συνέπεια αυτή την «πολύ ρευστότητα» στην οικονομία το Κράτος την εκκαθαρίζει με την πώληση ομολόγων. «Δανείζεται» το χρήμα που εξέδωσε πίσω και έτσι διατηρεί τα επιτόκια σε ένα επιθυμητό επίπεδο που έχει σαν στόχο. Με άλλα λόγια τα ομόλογα δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά ένα μηχανισμό διατήρησης των επιτοκίων σε επιθυμητό ύψος με στόχο να καθιστούν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα εφικτές.
Κατά συνέπεια, και η φορολογία και η έκδοση ομολόγων έπονται της δαπάνης του κράτους που εκδίδει το νόμισμα του, και κάθε δαπάνη του κράτους συνοδεύεται με την έκδοση ομολόγων κατά κανόνα. Καμία σχέση με τις δαπάνες του κράτους δεν υφίσταται. Τελεία και παύλα.
Η παραπάνω ανάλυση κατέδειξε πως η δύναμη των τραπεζιτών και των κατόχων του χρήματος, μπορούν να διεξάγουν μια μάχη με στόχο να καταβάλουν λαούς και κράτη, κάνοντας το ψεύδος επιστημονική θεωρία, εκμαυλίζοντας τα Πανεπιστήμια, κάνοντας δώρα στους πολιτικούς τους καθιστούν εξουσία μαριονέτας, εξαγοράζοντας τον τύπο και τους πρόθυμα να σκύψουν το κεφάλι δημοσιογράφους, και τρομοκρατώντας τους Λαούς βυθίζοντας τους σε μεγαλύτερη άγνοια. Λαός που δεν γνωρίζει φοβάται και μένει δούλος.
Πέρασαν 80 χρόνια από την Νίκη του 1940, και να σήμερα, χωρίς να έχει έρθει η Βέρμαχτ, είμαστε και πάλι κατακτημένοι από τους Γερμανούς, δυστυχώς οικειοθελώς αλλά και από άγνοια αλλά και από προδοσία.
Αυτό που τονίστηκε σε αυτό το κείμενο είναι ότι μια χώρα που εκδίδει το δικό της νόμισμα, έχει την πλήρη ελευθερία να επιδιώξει το στόχο που η γενική ευημερία συνεπάγεται και να απαλλάξει τον Λαό από επαχθή χρέη μέσω μιας γενικής παραγραφής τους (σεισάχθεια).
Αυτός ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με το ευρώ, που ο στόχος είναι η διαφύλαξη της αξίας του ευρώ υπέρ των τραπεζιτών και των άθλιων πολιτικών τους, που απαιτεί διαρκή φτώχεια και αναταραχή μεταξύ των Λαών. Με το ευρώ, ο κάθε Λαός μέσα στη λιτότητα, προσπαθεί να πετάξει μπαλάκι, το πρόβλημα του στον άλλον Λαό.
Το ευρώ πέραν του γεγονότος ότι ως οικονομική σύλληψη είναι ατελέσφορη, είναι και γεωπολιτικά επικίνδυνη.
Καιρός να πούμε ένα νέο μεγάλο ΟΧΙ στο Ευρώ.
* O Σπύρος Στάλιας είναι Οικονομολόγος Ph.D –spyridonstalias@hotmail.com