Τον προβληματισμό του για την αναθεώρηση των άρθρων του Συντάγματος που αφορούν στην Εκκλησία και συγκεκριμένα στην θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους την οποία εισηγείται η Κυβέρνηση εξέφρασε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, κατά τη διάρκεια της αντιφώνησής του στο γεύμα που παρέθεσε προς τιμήν του ο Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος κατά τον εορτασμό του πολιούχου της πόλης, Αγίου Ανδρέα.

«Δεν δικαιολογείται η αναθεώρησή τους», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Παυλόπουλος.

Αναλυτικά, η αντιφώνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας:

Σεβασμιώτατε,

Άγιοι Πατέρες,

Κυρίες και Κύριοι,

Σας ευχαριστώ θερμώς διότι για τρίτη φορά, κατά την διάρκεια της θητείας μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, τιμούμε από κοινού την Ιερή Μνήμη του Πολιούχου των Πατρών, του Πρωτοκλήτου των Αποστόλων Αγίου Ανδρέου.

I. Από αυτόν εδώ τον Τόπο, όπου άθλησε και μαρτύρησε υπέρ Χριστού ο Πολιούχος των Πατρών, το κήρυγμα του Αγίου Ανδρέου αναβλύζει πάντα -και κυρίως στους σημερινούς κρίσιμους και χαλεπούς καιρούς- επίκαιρο. Επιπλέον, ο Βίος και το Μαρτύριο του Αγίου Ανδρέου συνιστά πηγή διδαγμάτων για όλους μας, για τον Κλήρο, για τον Λαό μας αλλά και για την ίδια την Πολιτεία. Και στο σημείο αυτό αισθάνομαι το χρέος ν’ αναδείξω το γεγονός ότι στον Τόπο μας η Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη και, επέκεινα, η Εκκλησία μας υπηρετούν με συνέπεια και αυταπάρνηση τις αρχές και τις αξίες, οι οποίες εκπορεύονται από το κήρυγμα και τα διδάγματα του Αγίου Ανδρέου.

II. Υπό τα δεδομένα αυτά επιτρέψατέ μου, για μιαν ακόμη φορά, να επισημάνω ορισμένες αυτονόητες ιστορικές αλήθειες, ως προς την ανεκτίμητη προσφορά της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης και της Εκκλησίας μας στην πορεία του Λαού μας και του Έθνους μας, και όχι μόνον. Προσφορά, η οποία αναγνωρίζεται γενικώς από κάθε καλόπιστο, ανεξάρτητα από το αν και κατά πόσο θρησκεύεται. Διότι την ως άνω προσφορά τεκμηριώνουν αμαχήτως τα ίδια τα γεγονότα, ακόμη και στις μέρες μας. Όλη αυτή η πραγματικότητα αποτυπώνεται με ενάργεια σε όλα τα Συντάγματά μας, αυτονοήτως δε και στο ισχύον Σύνταγμα. Και οι σχετικές διατάξεις των Συνταγμάτων μας, άρα και του ισχύοντος, δεν έχουν αμιγώς κανονιστικό περιεχόμενο, δεν θεσπίζουν δηλαδή ένα «δέον» αλλά αποτυπώνουν σε Συνταγματικό επίπεδο μια ιστορική αλήθεια. Και κατά τούτο- και ακριβώς επειδή αυτή η αλήθεια ισχύει και σήμερα- δεν δικαιολογείται η αναθεώρησή τους. Και για να γίνω σαφέστερος:

Α. Πριν απ’ όλα ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει την εμβληματική παρουσία της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας στους αγώνες του Λαού μας και του Έθνους μας, πριν την Εθνεγερσία του 1821, καθ’ όλη τη διάρκειά της αλλά και καθ’ όλη την πορεία διαμόρφωσης του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους. Με απλές λέξεις, η Εκκλησία ήταν και είναι πάντοτε παρούσα στους Εθνικούς μας Αγώνες.

Β. Για να έλθω στο τώρα, η αδήριτη πραγματικότητα επιβάλλει, σε κάθε Έλληνα και πάλιν ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων, το χρέος ν’ αναγνωρίζει ότι, στην σημερινή επώδυνη συγκυρία, η Εκκλησία μας διαδραματίζει έναν εξέχοντα κοινωνικό ρόλο. Και τούτο διότι μέσα στην «καρδιά», κυριολεκτικώς, της βαθιάς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, που έχει πλήξει καιρίως την Κοινωνία μας, έχει αναλάβει πλειάδα ουσιαστικών -και μακράν της περιττής δημοσιότητας- πρωτοβουλιών, για την στήριξη του χειμαζόμενου Κοινωνικού Συνόλου, ιδίως δε των οικονομικώς ασθενέστερων. Με τον τρόπο αυτόν, η Εκκλησία μας κάλυψε πολλά και σημαντικά κενά ως προς την επαρκή λειτουργία του Κοινωνικού Κράτους, στα οποία η Πολιτεία, μόνη, δεν θα ήταν σε θέση ν’ αντεπεξέλθει. Συγκεκριμένα δε η Εκκλησία έσπευσε, εγκαίρως και αποτελεσματικώς, προς την κατεύθυνση της υπεράσπισης του κοινωνικού ιστού και, συνακόλουθα, της αποφυγής της ρήξης του, η οποία θα είχε επιπλέον ανυπολόγιστες συνέπειες για την πορεία προς την οριστική έξοδο του Τόπου μας από την πολυετή και επώδυνη κοινωνική και οικονομική κρίση. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Εκκλησία μας εκπληρώνει την αποστολή της σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση του «Αγαπάτε Αλλήλους», ακόμη δε περισσότερο σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση του «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», η οποία προσεγγίζει την τελειότητα της Οικειώσεως.

Γ. Τέλος, η Εκκλησία μας εκπληρώνει στο ακέραιο την αποστολή που της αναλογεί, ως θεσμός της Χριστιανοσύνης -και πρωτίστως της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης- εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα δε ως θεσμός της Χριστιανοσύνης, ο οποίος υπερασπίζεται, «όκωσπερτείχεος», την Χριστιανική Διδασκαλία. Και κάθε συνειδητοποιημένος Ευρωπαίος πρέπει και οφείλει να γνωρίζει και ν’ αναγνωρίζει ότι ο τρίτος βασικός πυλώνας του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού –μετά την Αρχαία Ελλάδα του Πνεύματος και την Αρχαία Ρώμη των Θεσμών- είναι η Χριστιανική Διδασκαλία. Η Διδασκαλία που εκπορεύεται κατ’ εξοχήν από την επί του Όρους Ομιλία, η διδασκαλία της Καταλλαγής, της Αγάπης και της Αλληλεγγύης. Αυτή η Διδασκαλία, η Χριστιανική, είναι εκείνη η οποία, με βάση την ιστορία της και τις θυσίες της, μπορεί να διδάξει καλύτερα και την Ευρώπη ως προς το χρέος της απέναντι στον Άνθρωπο. Αφούκέντρο βάρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι η οικονομία αλλά ο Άνθρωπος. Πάνω δε σ’ αυτή την βάση θα κριθεί τελικώς αν η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιβιώσει και θα οδηγηθεί στην ολοκλήρωσή της.

Με τις σκέψεις αυτές σας ευχαριστώ εκ νέου για την θερμή σας φιλοξενία, και μάλιστα σε μια τέτοια Ιερή Επέτειο για την Πάτρα που τιμά τον Πολιούχο της. Φεύγω με τις παρακαταθήκες που ήδη σας εξέθεσα, εκφράζοντας εν τέλει την ευχή να ξαναβρεθούμε όλοι εδώ και κατά την Εορτή του Αγίου Ανδρέου την επόμενη χρονιά.

 
Top